Πλατεία Αβησσυνίας-Μακρύ σουκάτς (αρχή):Φωτογραφία από άλμπουμ Κ. Κουκούλα-Τ. Μακρή
Ιγνάτης Ψάνης
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσα κι εγώ στο χωριό, σε μια όμορφη γειτονιά, στο Μακρύ Σοκάκι βρε παιδιά. Ζούσαν άνθρωποι απλοί, μεταξύ τους φιλικοί κι όλοι τους πολύ καλοί. Την καλημέρα έλεγαν πάντα με την καρδιά τους και τα παιδιά τους ήτανε η μόνη αρχοντιά τους. Έσφιζε η γειτονιά από παιδικές φωνούλες, παιχνίδια, γέλια και χαρές και ατέλειωτες παρεούλες. Με τις φίλες μου εγώ πήγαινα στο πρώτο το σχολείο, ώσπου μια μέρα που μεγάλωσα τους είπα οριστικά αντίο. Παρέα να πάμε στο σχολείο, παρέα να παίζουμε το βράδυ το κρυφτό. Αχ θεέ μου πόσο αυτά όλα τ΄αναζητώ.
Τα χρόνια πέρασαν γοργά, σκόρπισαν οι παρέες, τα σπίτια έμειναν ακατοίκητα, κλεί-
σανε και οι καφενέδες. Θαρρώ πως ήτανε εχθές Πάσχα στον Πολιχνίτο, στη δική μου
γειτονιά να μοσχομυρίζουν στους φούρνους τα ψητά και γεμιστά αρνιά. Την Λαμπροδευ-
τέρα τρώγαμε το γεμιστό αρνί που το βάζαμε μαζί με τη γειτόνισσα στο φούρνο της για
να ψηθεί. Θυμάμαι μετά οι καντάδες που έκαναν τα παληκάρια στα κορίτσια στη Ρηνιώ,
τη Μαργώ και τη Ροδίτσα. Μέσα στης νύχτας τη σιωπή γλυκειά των αγοριών ακουγόταν
η φωνή και τα κορίτσια πίσω από τη κουρτίνα, έπνιγαν την καθημερινή τους τη ρουτίνα.
Κάθε Λαμπρή αναβίωνε το έθιμο με τις κούνιες, τ΄αγόρια τραγουδούσανε τις όμορ-
φες κοπέλες, που φόραγαν στην κεφαλή πολύχρωμες κορδέλες. Στις κούνιες ξεκίνησαν
τα ερωτικά των νέων τα παιχνίδια, και τα βέλη του έρωτα τους έσκιζαν τα σωθικά. Πολλές νυφούλες ντύθηκαν, επίσης και γαμπροί, γι΄αυτό πολλοί θυμούνται τη δική τους Λαμπρή.
Αν κάποιος γάμος γινότανε, ήτανε όλοι καλεσμένοι, δεν ήθελε η νύφη κανένας γείτονας στο σπίτι του να μένει. Οι κόλλες μαζί με τις μπομπονιέρες για προσκλητήριο μοίραζαν ένα μικρό ψωμάκι (πουκλίτσ’) κι οι καλεσμένοι στο γάμο αγόραζαν ανάλογα δωράκι. Τα τούλια από τις μπομπονιέρες τα μαζεύαμε και ράβαμε «φουρό», όπως έλεγε και το τραγούδι το γνωστό. «Φουστανάκι με «φουρό» και από μέσα απ’ το «φουρό» τι κορμάκι λυγερό» κλπ.
Τα προικιά της νύφης ήτανε στο σπίτι νυφοστολισμένα και πήγαιναν οι γειτόνισσες τα έβλεπαν και έκαναν σχόλια πολύ χαρούμενα. Όλες οι κοπέλες οι ανύπανδρες στολίζανε και τραγουδούσανε τη νύφη και όλοι τις ευχόντουσαν και στα δικά τους και καλή τύχη.
Τη νύφη την πηγαίνανε με τη μουσική στην εκκλησία και πίσω της ο γαμπρός καμάρωνε
με την δική του παρουσία. Στην εκκλησία πηγαίνανε οι καλεσμένοι το ρύζι για να ρίξουν
και το ζευγάρι το νεόνυμφο όλοι να το στηρίξουν.
Τη Δευτέρα γινότανε ο «αντίγαμος» με μουσική και με τραγούδια και οι συμπεθέροι
χαιρότανε για την οικογένειά τους την καινούργια. Να ζήσετε, να ευτυχίσετε, να είστε
πάντα αγαπημένοι, αυτή την ευχή έκαναν όλοι καλεσμένοι. Σαν κινηματογραφική ταινία
ξετυλίγονται στο νου μου οι εικόνες πάντα και χαίρομαι που έζησα εγώ όλα αυτά τα
όμορφα συμβάντα. Χωριό μου όμορφο, στολίδι χρυσαφένιο, όπου σταθώ και όπου βρε-
θώ για εσένα θα λέω.
Τις Απόκριες θυμάμαι γλεντούσαν όλοι, νέοι, γέροι και παιδιά μια χαρούμενη αγκα-
λιά. Ανέκδοτα πολά, αστεία λέγανε οι γέροι ξεχασμένα, πολλά απ΄αυτά μου τα ‘μαθαν
και σε μένα Όλη η γειτονιά μου ένα πάρτι ζωηρό, πόσο θα ήθελα να ζήσω πάλι αυτό το Πολι-
χνιάτικο πανηγύρι σ΄όλους μας γνωστό. Στα καρναβάλια τράχανε μικροί μα και μεγάλοι
«μουτσούνες» να γίνουνε, να ξεφαντώσουνε και πάλι. Την Κυριακή τα τζούκ-μποξ στη
διαπασών με ουζάκι, σαρδέλα, οι άνδρες που μεράκλωναν, έριχναν και καμιά στροφή. Αχ,
έλα Χριστέ μου έλα!
Έλα μπαμπά στο σπίτι μας να φάμε το φαί μας, άφησε πια το ρακί, γιατί είναι ντροπή
δική μας. Ήταν ντροπή να πει κανείς μπεκρή έναν άνδρα, προσέχανε πολύ τη γνώμη των
άλλων πάντα. Τρια καφενεία ήτανε του Γρηγόρη Παττακού, του Δημήτρη Σαλταμάρα και
του Σταύρου του Μαλλή και κάθε άνδρας πήγαινε το καφεδάκι του να πιει, μαζί με την
καζόζα του αλλά και το ρακί.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς πηγαίναμε στον Αη Βασίλη το ξωκλήσι, ποδαρικό (μικρή…)
να πάρουμε με την ευχή Καλός Χρόνος ν’ αρχίσει. Το πρωΐ με το ποδαρικό σπάγαμε το
ρόδι και χίλιες δυο ευχές για καλή χρονιά έκανε η οικογένεια όλη. Θυμάμαι η μανούλα
μου εκτός από τη βασιλόπιτα που για φλουρί έβαζε μια δεκαρούλα, μας έφτιαχνε και
σουσαμένιο μπακλαβά που ωραιότερο απ΄αυτόν δεν έχω ξαναφάει ποτέ μου άλλη φορά.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς οι άνδρες έπαιζαν πολύ χαρτί και οι γυναίκες απ΄έξω έχαναν την υπομονή. Στο σπίτι δεν γυρνάγανε άμα δεν νικούσαν, στο καφενείο όλοι τους μαζί το ξενυχτούσαν. Τάβλι-πρέφα και ξερή έπαιζαν θαρρώ οι άνδρες όλοι μαζί πίνοντας ανέρωτο ρακί.
Οι άνδρες σημασία δεν έδιναν καμία στα κοσμητικά επίθετα, που άκουγε η γειτονιά
από τη γυναίκα τους τη νοικοκυρά. Ο νους τους ήταν στο χαρτί, στο μεζέ και στο ουζάκι
και έτσι περνούσαν ωραία το βραδάκι. Τηλεόρασεις δεν υπήρχανε για να κλειστουν οι
γυναίκες μέσα στο σπίτι, γι’ αυτό κάθε βράδυ (γ΄τουνιό) ποτέ καμιά να μη λείπει. Βάζανε
(το πικονάρ) τη ρομπίτσα, φορούσαν τη ποδιά, παίρνανε το καρεκλάκι τους και στρωνό-
ταν στη δουλειά. Άλλη κεντούσε ένα σεμέν, άλλη μπάλωνε τα ρούχα, άλλη έκλωθε το μαλλί στ΄αδράχτι, άλλη έφτιαχνε κριθαράκι και φιδέ από ζυμάρι, άλλη στο λαιμό της το μπλεχτό, μα όλες το στόμα τους ανοιχτό για πολύ-πολύ κουτσομπολιό.
«Του γ’τουνιό» γινότανε μπροστά στην πόρτα των σπιτιών, μέσα στο δρόμο παρου-
σία όλων των καλών γειτόνων. Οι άνδρες στο καφενείο, οι γυναίκες «στου γ΄τουνιό»
χαρούμενοι και οι δυο, έτσι περνούσαν τη βραδιά, με παρέα, κουβέντα και χαρά στη δική
μας γειτονιά.
Τα νέα του χωριού τα μαθαίναμε από τον ντελάλη, που ερχόταν στα καφενεία μας
στο «τρίστρατο» μπροστά και διαλαλούσε κάθε βράδυ. Χτυπούσε την κουδούνα του την
ησυχία να επιβάλλει και δυνανότερη φωνή δεν έχω ακούσει άλλη. Ήτανε ανάπηρος, είχε
ένα χέρι και οι καφετζήδες όλοι σώζονταν ο καθένας ένα κέρασμα να του προσφέρει. Το
ξενύχτι ήτανε μακρύ αν κάποιος νέος έφευγε στα μακρινά τα ξένα, όπου οι μουσικοί στα
καφενεία έπαιζαν τραγούδια του αποχωρισμού, που ήτανε ολα λυπημένα.
Συγκίνηση, αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα, καλό ταξίδι του ευχόταν αυτόν που θα έφευ-
γε Αμερική ή Αυστραλία γιατί ταξίδι στο άγνωστο θα έκανε, με προστάτη τον Χριστό και
βοηθό την Παναγία. Τη μιζέρια δεν την ήθελαν, ακολουθούσαν την αισιοδοξία γι΄αυτό
και εγώ τους βαθμολογώ με ΑΡΙΣΤΑ για την κοινωνική τους την Παιδεία.
Τον χειμώνα κάθε πρωί έτρεχαν στις ελιές, οι μπαμπάδες, οι μανούλες όλες και το βράδυ όταν γύριζαν, έβρισκαν απ΄τη γιαγιά το τσουκάλι (τη γραγούδα) στη φουφού και βρασμένες τις φασόλες. Αγροτικό τους όχημα ήτανε ο γαϊδαράκος, ψωμί, τυρί και δυο ελιές για κολατσιό μέσα στο καλάθι, την προσευχή τους στο θεό για καλό βράδυ νάρθει. Και με το κρύο και με τις βροχές, στο χιόνι, το χαλάζι, όλοι οι γείτονες στην … τίποτα δεν τους αλλάζει.
Οι νοικοκυραίοι έφερναν το λάδι τους στο σπίτι «τα κούπια» τους ξεχείλιζαν και όλοι
τους καμάρωναν που τίποτα δεν τους λείπει. Κι αυτοί που είχαν «μόδια» πολλά έβαζαν τη
σοδειά τους, γέμιζαν τις στέρνες τους και η χαρά ήτανε όλη δικιά τους.
Στο μεροκάματο πήγαιναν αυτοί που δεν είχανε χωράφια, για να γεμίσουνε τα
«κιούπια» τους να μην τα νοιίωθουνε άδεια. Η δουλειά δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι να
μην δουλεύεις, αυτό μου έλεγε η μανούλα μου, αυτό πάντοτε να πιστεύεις. Τα Χριστούγεννα λέγαμε τα κάλαντα στα σπίτια όλα, μα τα πιο πολλά λεφτά μας τα ΄δινε η θεία μας η Όλγα.
Όσες δραχμούλες παίρναμε από τη μοιρασιά τις δίναμε και αγοράζαμε τον σουσαμένιο τον χαλβά, που πουλούσε ένας γέρος κάθε Κυριακή έξω από την εκκλησία. Αχ θιμου, μου έφυγε ένα δάκρυ τώρα! Τι θυμήθηκα τί χρόνια ήτανε αυτά καλά, είμαστε ευτυχισμένοι κι ας μην είχαμε πολλά.
Η ευτυχία δεν είναι τα πολλά μπορείς και με τα λίγα, αρκεί μέσα σου να νοιώθεις
καλά κα νά ‘χεις και υγεία.
Δεν είχαν άγχος για τα πολλά, τους έφταναν τα λίγα, ευτυχισμένοι ένοιωθαν, δεν
ήθελαν περίσσια. Οι γείτονες λυπότανε στην λύπη σου, χαιρόταν στην χαρά σου και εσύ
το ευχαριστώ που έλεγες, έβγαινε μέσα από την καρδιά σου. Tώρα οι άνθρωποι δεν χαί-
ρονται με τα πολλά που έχουν ο νους τους είναι στα λίγα που τους λείπουνε αυό μόνο
προσέχουν.
Στη γειτονιά μου δεν κυλοφορούσανε αυτοκίνητα ούτε και λιμουζίνες κανένα τρίκυ-
κλο θα έβλεπες και αυτό κάθε δυο-τρεις μήνες.
Όταν τελείωνε απ’ το πετρογκάζ η φιάλη, ερχότανε μ ε το τρίκυκλο ο Στρατής ο
Γούλης, για να μας φέρει άλλη.
Εκτός από το τρίκυκλο κυκλοφορούσε και ένα κάρο και οι μανούλες φώναζαν «μου-
ρέλ’ μ’ πρόσεχε που πας, γιατί περνά μη συ πατήσ’ “τ’ Χαρλάμπ η αραμπάς”.
Το καλοκαίρι κάθε Κυριακή ερχότανε “ο παγωτατζής” από τη Μυτιλήνη και η χαρά
του ήτανε τη δροσιά του παγωτού σ’ όλους μας να δίνει.
Σαν το μελίσσι πέφταμε τα παιδιά πάνω στου πάγου το ψυγείο, μια δραχμούλα δί-
ναμε «κασάτο και χωνάκι» δώσε και μένα θείο.
Μια φορά το μήνα ερχόταν ένα «βουδάκι» με ψάρια κατεψυγμένα «κύριε δώσε ένα
κιλό και μένα».
Βλέπεις η μόδα τότε ήτανε τα ψάρια τα μεγάλα τα κατεψυγμένα γιατί τα φρέσκα
τους φαινότανε πολύ συνηθισμένα!
Ψυγεία πάγου δεν είχανε τα σπίτια, μόνο τα καφενεία είχανε και τα τρια και πρόσφε-
ραν στους πελάτες τους νερό, πορτοκαλάδα και γκαζόζα κρύα. Τα σπίτια είχανε «φανά-
ρια» που έβαζαν μέσα το τυρί, το ψωμί και όλα τα αποφάγια. Αυτή τη στιγμή θαρρώ πως
ζω και βρίσκομαι στη γειτονιά μου και απ’ τη πολλή συγκίνηση πάει να σπάει η καρδιά
μου.
Τώρα παντού κλειστά και κλειδαμπαρωμένα, σπίτια και καφενεία όλα εγκαταλελημ-
μένα. 8 Νοέμβρη ήταν η γιορτή του Αη Στράτη (των Ταξιαρχών) στο πανηγύρι πήγαιναν
στην «Τραπεριά» όλοι οικογενειακώς νέοι, γέροι και παιδιά, για να προσκυνήσουν και το
μεσημέρι στο σπίτι τους να γυρίσουν.
Οι πανηγυριώτες γύριζαν καβάλα στ’ άλογά τους, στολισμένα με κεντημένα «καρπε-
τιά» και καρνόφυλλα στ΄αυτιά τους.
Σαν το «Βρετανικό το ιππικό» περνούσαν στο Μακρύ Σοκάκι παρέλαση θαρρείς τους
έκαναν φορώντας άσπρο πουκάμισο χωρίς το μαύρο το σακάκι. Θυμάμαι του Αη-Γιάννη
τα «κάψαλα» με τις φωτιές στους δρόμους, το τι χαρές εσήκωναν όλοι οι άνθρωποι
στους ώμους.
Τα κορίτσια το πρωΐ γέμιζαν «τα κλάρια τους» με το αμίλητο νερό από της γειτονιάς
τη βρύση και ονειρευότανε τον άνδρα που πρώτος θα τις γλυκοφιλήσει. Το βράδυ τρα-
γούδια, γέλαι και χαρές οι νέοι και οι νέες πηδούσαν τις φωτιές και αντάλλασαν θαρρώ
ερωτικές ματιές. Όλα τα «Μαγιάτικα» στεφάνια τα βάζανε στη σειρά, ανάβανε φωτιά και
πηδούσαν τα κορίτσια όσο μπορούσαν πιό ψηλά.
Στον «κλείδωνα» ανέκδοτα έλεγαν οι γυναίκες και αστεία ποιηματάκια και αντιλα-
λούσαν στα γέλια και τις χαρές όλα τα γειτονικά μας τα σοκάκια. Όμορφη, απλή, αγνή,
που ήτανε η ζωή στα χρόνια τα δικά μου και τί δεν θα ‘δινα να ξαναζούσα μια στιγμή στην
φτωχνική και όμορφη γειτονιά μου.
Κάθε Κυριακή εκκλησία ανελλιπώς και το βράδυ νυφοπάζαρο στη βόλτα στο «ξηρό-
καμπο». Ε! δεν γινότανε αλλιώς! Στο «Αγροκήπιο» έπαιζε η μουσική και γλεντούσαν μέσα
οι μεγάλοι και έξω οι νεαροί. Πλατωνικοί ήτανε οι έρωτες για το νέο και τη νέα, από
μακριά κουβέντιαζαν και έλεγαν τα δικά τους νέα.
Η νοσταλγία στο ζενίθ, θα ήθελα να ζούσα πάλι στην πατρική μου γειτονιά. Αχ θεέ
μου απ’ τη χαρά με πιάνει της επιθυμίας μου η ζάλη.
Οι γονείς ελπίζανε για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους, γι’ αυτό γράμματα
τους μάθανε πολλά και έτσι τους έχασαν από κοντά τους.
Ετσι ερήμωσε η γειτονιά και τώρα την πατούνε οι ξένοι, όμως η ελπίδα της επι-
στροφής πάντα μας προσμένει και ποτέ της δεν πεθαίνει. Νάτανε θεέ μου μπορετό να
ξαναζούσα στο χωριό, στην ίδια γειτονιά με τους ίδιους τους ανθρώπους, νέους, γέρους
και παιδιά. Ελάτε φίλοι μου καλοί να γίνουμε ξανά παρέα, όλοι μαζί να τρέξουμε νοερά
στο Μακρύ Σοκάκι στο δρόμο, ν’ ακούσουμε τη φωνή της μανούλας μας να μας καλεί
και ας είναι για μια τελευταία φορά και μόνο. Πόσο πονώ που σκέφτομαι τα χρόνια τα
περασμένα, στέλνω την αγάπη μου στη γειτονιά μου τη μικρή, που φιλοξένησε και εμένα.
Μαρία Αρχοντούλη -Βαλάκου
Αναδημοσίευση από το τεύχος 168/ΟΚΤ-ΝΟΕ-ΔΕΚ-/2021