Η παράσταση “Λογική Αμφιβολία” του θεατρικού τμήματος του συλλόγου Πολιχνιατών Αθήνας στην Ηλιούπολη
Ιγνάτης Ψάνης
Παρακολουθήσαμε το προηγούμενο Σάββατο 15 Μαρτίου και ώρα 19:30 στο Δημαρχιακό μέγαρο Ηλιούπολης Μίκης Θεοδωράκης την παράσταση “Λογική Αμφιβολία”, του Συλλόγου Πολιχνιατών Αθήνας στα πλαίσια της στήριξης των ατόμων με νοητική υστέρηση του ΚΕΕΠΕΑ “Ορίζοντες”, μέσω των “Συνεργασιών Πόλης”.
Το έργο αυτό είναι μια εξαιρετική διασκευή του γνωστού “Οι 12 ένορκοι”.
Στο άρθρο που ακολουθεί αρχικά δίνονται σημαντικές πληροφορίες για το έργο (πώς προέκυψε, το θέμα, η πλοκή και τα μηνύματα του) και στη συνέχεια οι απόψεις μας για τη συγκεκριμένη παράσταση.

Το έργο

Ο Ρέτζιναλντ Ρόουζ (10 Δεκεμβρίου 1920 – 19 Απριλίου 2002) ήταν Αμερικανός σεναριογράφος. Έγραψε για αμφιλεγόμενα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ήταν περισσότερο γνωστός για το δικαστικό του δράμα ” Δώδεκα Θυμωμένοι Άντρες (12 Angry Men)”, στα ελληνικά “οι 12 Ένορκοι”

Η παράσταση είναι εμπνευσμένη από την εμπειρία του Rose (Ρόουζ), όταν ένορκος σε μια δίκη για δολοφονία στη Νέα Υόρκη.
 «Ήταν τόσο εντυπωσιακό και επίσημο το σκηνικό στο δωμάτιο του δικαστηρίου με τους ξύλινους τοίχους και τον ασπρομάλλη δικαστή. Με συγκλόνισε. Με συνεπήρε.   Ήμουν ένας από τους ενόρκους για μια υπόθεση ανθρωποκτονίας και συζητούσαμε και διαφωνούσαμε για οχτώ ώρες. Έγραφα μονόωρα δράματα τότε και σκέφτηκα, πόσο ωραίο σκηνικό είναι για δράμα»….
Στην αρχή ήταν επιφυλακτικός να συμμετέχει, αλλά έγραψε: «τη στιγμή που μπήκα μέσα στο δικαστήριο και ήρθα αντιμέτωπος με έναν περίεργο άντρα, που η τύχη του ήταν λίγο-πολύ στα χέρια μου, άλλαξε μια ολόκληρη συμπεριφορά μου πάνω σ’ αυτό το θέμα».
 Ο Ρόουζ ήταν απίστευτα εντυπωσιασμένος από τη βαρύτητα της κατάστασης, που άρχισε σε αντίθεση με τη μελαγχολική δράση του δικαστηρίου, καθώς και την «απόλυτη οριστική απόφαση» που έπρεπε να πάρουν. Επίσης, πίστευε ότι από τη στιγμή, που κανένας, εκτός από τους ενόρκους δεν είχε ιδέα τι γινόταν στο δωμάτιο που βρίσκονταν, «μια παράσταση, που λαμβάνει χώρο αποκλειστικά μέσα στο δωμάτιο των ενόρκων, μπορεί να είναι μια συναρπαστική και πιθανότατα συγκινητική εμπειρία για τους θεατές» («Σχόλια Συγγραφέα» για τους «12 ενόρκους Site Plays»).

Μεταφέρθηκε αρχικά στην τηλεόραση τον Σεπτέμβριο του 1954 και ο Ρόουζ βραβεύτηκε με βραβείο Emmy για το σενάριο. Τρία χρόνια αργότερα  προβλήθηκε και στον κινηματογράφο, με πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Χένρι Φόντα με τίτλο “12 Angry men”, [12 οργισμένοι άντρες]

Η δικαστής του Supreme Court Justice των ΗΠΑ, Sonia Sotomayor, είχε δηλώσει πως επέλεξε να ασχοληθεί με τη Νομική όταν είδε την ταινία για πρώτη φορά. Παρά τον θαυμασμό της για το έργο όμως, ξεκαθάρισε πως σε ένα πραγματικό δικαστήριο, δεν θα επιτρεπόταν ποτέ στους ενόρκους να αναιρέσουν τις μαρτυρίες και τις αποδείξεις του δικαστηρίου με απλές υποθέσεις, όπως έγινε στην ταινία….

Η ΥΠΟΘΕΣΗ

Η παράσταση που παρακολουθήσαμε είναι διασκευή του έργου που προαναφέραμε.
Αρχικά η υπόθεση φαίνεται να μην έχει και πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Αλήθεια, ποιον ενδιαφέρει το γεγονός ότι ένας έφηβος, που μεγαλώνει σε μία κακόφημη γειτονιά, με αρκετά μεγάλο “πιστοποιητικό” νεανικής παραβατικότητας, μέσα σε μία οικογένεια με ένα βίαιο και συστηματικά κακοποιητικό πατέρα, φτωχό και αμόρφωτο, μετά από ένα γεγονός έντονης λογομαχίας και ξυλοδαρμού,  σκοτώνει τον πατέρα του με ένα στιλέτο; Δικάζεται γι’ αυτό. Και λοιπόν;
Κι όμως πώς γίνεται αυτό το δικαστικό δράμα να έχει καταγραφεί σαν το νούμερο 2 στην δεκάδα των καλύτερων κινηματογραφικών δικαστικών δραμάτων του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου (American Film Institute) και σήμερα, να γεμίζει ακόμα τις αίθουσες, όπου παίζεται; Για δέκατη χρονιά ήδη παίζεται στη στο θέατρο Αλκμήνη.
 
Η ΠΛΟΚΗ-ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
Η δίκη έχει ολοκληρωθεί και oι δώδεκα ένορκοι αποσύρονται σε κάποια αίθουσα, για να καταλήξουν στο αν ο έφηβος είναι ένοχος, οπότε θα καταδικαστεί σε θάνατο η αν θα αθωωθεί. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας παρουσιάστηκαν τόσα και τέτοια τεκμήρια σε βάρος του κατηγορουμένου, ώστε η ετυμηγορία για την καταδίκη του, να είναι μία απλή τυπική διαδικασία για τους ενόρκους.
“Η ζωή είναι στα χέρια τους -ο θάνατος είναι στο μυαλό τους”.
Και από εδώ και κάτω ακριβώς βρίσκεται το μεγαλείο της υπόθεσης.
Ένας μόνο ένορκος διεκδικεί το αυτονόητο δημοκρατικό δικαίωμα του γόνιμου διαλόγου, της αμφισβήτησης, το δικαίωμα της αμφιβολίας. Επιμένει να επανεξετάσουν προσεκτικά τα γεγονότα και να δουν τις αντιφάσεις και τα κενά που δεν τονίστηκαν στο δικαστήριο.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρακολουθούμε οι θεατές την απομυθοποίηση, το ξεγύμνωμα των υποτιθέμενων αμερόληπτων, αντικειμενικών και αδέκαστων ενόρκων, πάνω στους οποίους στηρίζεται η κορυφαία όλων των Αξιών μιας κοινότητας, η Δικαιοσύνη.
 Κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας θα εμφανιστούν τα ενδότερα μυστικά του καθενός ενόρκου, ενώ οι ίδιοι θα τεθούν αντιμέτωποι με τις προσωπικές τους φοβίες, ανησυχίες, αλλά και απωθημένα.
Ο σεναριογράφος ψάχνει μέσα σε αυτούς τους δώδεκα τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, έννοιες όπως η δημοκρατία, η προκατάληψη και ο ρατσισμός. Αποδεικνύει μπροστά στα μάτια μας την δυσκολία της αντικειμενικότητας, την αγωγή των μαζών, τον κίνδυνο της κοινωνικής διάκρισης, την οργή απέναντι στη διαφορετικότητα.
Θυμίζει έναν ευγενικό επαναστάτη, που όμως δε διστάζει να οξύνει τα πνεύματα όταν χρειάζεται, αλλά και να σταθεί απέναντι στον υπερασπιζόμενο την ιδέα ότι έστω και μια μικρή πιθανότητα, καθιστά την εξήγηση που οδηγεί στην κάλυψη της αλήθειας πολύ περίπλοκη.
 Ο καθένας τους είναι ένας κανονικός άνθρωπος, με σάρκα και οστά, με πραγματικό κόσμο, με βιώματα και παγιωμένες αντιλήψεις, οι οποίες απειλούν να μετατρέψουν τις συζητήσεις τους σε καυγά.
Η ομορφιά της παράστασης δεν είναι στον τεμαχισμό της δίκης και των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά στον κατακερματισμό και την αποδόμηση των δώδεκα ενόρκων.  Κάποιοι αναποφάσιστοι, αλλάζουν εύκολα θέσεις, άλλοι εύκολα παρασύρονται.  Το σενάριο περιέχει, επίσης, τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση της δολοφονίας, αλλά εξυπηρετεί περισσότερο στο να τονίσει τα πάντα και τις προσωπικότητες. Εδώ έγκειται και η ομορφιά του έργου.
Θυμίζει έναν ευγενικό επαναστάτη, που όμως δε διστάζει να οξύνει τα πνεύματα όταν χρειάζεται, αλλά και να σταθεί απέναντι στον υπερασπιζόμενο την ιδέα ότι έστω και μια μικρή πιθανότητα, καθιστά την εξήγηση που οδηγεί στην κάλυψη της αλήθειας πολύ περίπλοκη.
Όχι μόνο καλλιτεχνικής, αλλά και κοινωνικής-πολιτικής. Μια διατριβή πάνω στην αντικειμενικότητα της αλήθειας, στην αναγκαιότητα της δίκαιης μεταχείρισης, την αξία της διαφορετικότητας, την επικινδυνότητα των προκαταλήψεων, την μαζικοποίηση των συνειδήσεων. Ένα αριστούργημα που βάζει σε πολλές σκέψεις, μας κάνει να στεκόμαστε αμήχανα απέναντι του, που επεξεργάζεται έννοιες οι οποίες, όσο απλές και να φαίνονται, δύσκολα θίγονται.
Ο ειρηνικός και ευγενής επαναστάτης έχει με το μέρος του την εύλογη αμφιβολία ( «εύλογη αμφιβολία»), προσπαθεί να παλέψει απέναντι στον φόβο, την κοινωνική αδιαφορία και τις προκαταλήψεις.
Είναι είναι απόλυτα πειστικός στο ρόλο του, που όμως σε καμία περίπτωση δεν κρύβει υπεροψία, ενισχύουν τη συμπάθειά μας προς αυτόν.
Ο ρόλος του αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που χωρίς φωνές, εξηγήσεις και θεατρινισμούς, πάει κόντρα στο ρεύμα, στο κατεστημένο.
Έτσι σιγά – σιγά, με πολλές δυσκολίες και αντιμετωπίζοντας την εμπάθεια, την κοροϊδία ακόμα και την εχθρότητα από τους περισσότερους ενόρκους, καταφέρνει να πείσει τον έναν μετά τον άλλο, για την ορθότητα των ισχυρισμών του και να τους κρατήσει στην αθώωση του κατηγορουμένου λόγω «δικαιολογημένων αμφιβολιών».
Το γεγονός ότι δεν ακούγονται τα ονόματα των ενόρκων, η τοποθεσία που διαδραματίζεται η δίκη, το επάγγελμα του κάθε ενόρκου, η κοινωνική τους θέση, το μορφωτικό τους επίπεδο, αποτελεί ένα εξαιρετικό εφεύρημα του σεναριογράφου, για να καταδείξει ότι οποιοσδήποτε και οπουδήποτε θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση τους και να επωμιστεί τέτοια ευθύνη.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Οι παρέες είναι γνωστό ότι άλλοτε γράφουν αλλά, δυστυχώς, άλλοτε διαγράφουν την ιστορία.
Αυτή η θεατρική παρέα του Συλλόγου γράφει πραγματικά τη δική της θεατρική-καλλιτεχνική ιστορία. Χρόνια μαζί, χνότισαν πια, εύκολα γνωρίζονται και αναγνωρίζονται πάνω στη σκηνή. Και σε μία ερασιτεχνική δουλειά δεν θα γινόταν και αλλιώς.
Το σκηνικό απλό. Μια μεγάλη αίθουσα, στο βάθος ο τείχος γεμάτος αποκόμματα εφημερίδων (το θέμα σοβαρό έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και στον τύπο), δύο μεγάλα τραπέζια γύρω από το οποίο κάθονται-βρίσκονται μοιρασμένοι οι 11 ένορκοι.
Προσωπικά συμφωνούμε με τη σκηνική λιτότητα. Το ενδιαφέρον και η προσοχή του θεατή δεν πρέπει να αποσπάται με περιττά μπιχλιμπίδια και έντονα χρώματα, δε πρέπει να αποπροσανατολίζεται. Επιβάλλεται να εστιάζεται στα δρώμενα.
Πρόκειται για μια παράσταση- αποτέλεσμα σοβαρής και συστηματικής δουλειάς, καλοδουλεμένη, χωρίς κενά σε όλη τη διάρκεια της. Ο κάθε “ένορκος” ήξερε πολύ καλά το ρόλο του και τη θέση του. Άψογη και η συνεργασία μεταξύ τους, εντυπωσιακή και η φυσική ροή της υπόθεσης. Έπειθαν, είχαν την άνεση του ρόλου τους, μολονότι ήταν μόνο η δεύτερη φορά που παρουσίαζαν την παράσταση.
Κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον όλων μας, με τον ζωντανό, παραστατικό λόγο, σε συνδυασμό με την κινητικότητά τους, που συνόδευε και ταίριαζε με την εξέλιξή της, αν και από κάποιο σημείο και μετά διακρινόταν η συνέχεια της υπόθεσης.
Το πιο σημαντικό για μας είναι το γεγονός ότι κατάφεραν να μας μεταφέρουν τα εξαιρετικά κοινωνικά, πολιτικά και ηθικά μηνύματα του έργου, ότι οι ένορκοι είναι και αυτοί οι άνθρωποι με τις ατέλειες, τα πάθη, της αδυναμίες τους.
Ότι το πράγματα δεν είναι συχνά όπως φαίνονται ή όπως δείχνουν, ότι η αποκάλυψη της αλήθειας απαιτεί πνευματική συγκρότηση, επίμονη αναζήτηση, ψυχική αντοχή και δύναμη. Ακόμα μας κατέβασαν στην πλατεία από τη σκηνή τους και τα ζεύγη ευθύνη- ανευθυνότητα, σοβαρότητα- γελοιοποίηση, συγκροτημένη επιχειρηματολογία- επιπολαιότητα, ηπιότητα – φανατισμός και εμπάθεια.
Θεωρούμε πως σε μια εποχή κυριαρχίας της φωτογραφίας και της εικόνας, του “φαίνεσθαι”, της χειραγώγησης των μαζών, σε μία εποχή που ο στοχασμός, η αναζήτηση και η αιτιολόγηση των αποφάσεων μας περνούν σε δεύτερη μοίρα, σε μία τέτοια που τα δικαιώματά μας δεν είναι αυτονόητα και δεδομένα, κυρίως όταν ανήκεις σε κάποια διαφορετικότητα, σε μια τέτοια εποχή θεωρούμε ότι η επιλογή του συγκεκριμένου έργου ήταν η βέλτιστη.
Για άλλη μια φορά θα προσθέσουμε πως η συνεκτική ύλη, η κινητήρια δύναμη, που μεταδίδει, εμπνέει και οργανώνει την εξαιρετική δουλειά, η ψυχή με τις ανεξάντλητες αντοχές, δυνατότητες και ικανότητες είναι το πάθος, η εσωτερική παρόρμηση και ανάγκη για το θέατρο της Κατερίνας, που πλέον έχει ανέβη θεατρικά σε άλλο επίπεδο.
Εννοείται πως για μία εξαιρετική θεατρική παράσταση, όπως αυτή που παρακολουθήσαμε, απαιτείται και ένας καλός καπετάνιος, για να μοιράσει ρόλους, ανάλογα με τις ικανότητες και τα προσόντα του καθενός, να διδάξει και να καθοδηγήσει. Ένας καπετάνιος μορφωμένος έμπειρος, ικανός. Τέτοιος είναι ο σκηνοθέτης, ο Γιώργος Αδαμαντιάδης.
Αφήσαμε τελευταίους τους ενόρκους στη σειρά, που όμως είναι πρώτοι σε σκηνική παρουσία. Δεν ήταν απλά ότι ήξεραν τα λόγια τους. Αφομοίωσαν ο καθένας τον διαφορετικό ρόλο του, έπεισαν την πλατεία ότι εννοούσαν όσα έλεγαν, είναι αυτό που λέμε:” τα έδωσαν όλα”. Για αυτό και στο τέλος εισέπραξαν την δίκαιη ανταμοιβή τους, ένα ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα στο κατάμεστο δημοτικό θέατρο της Ηλιούπολης.
Τα ευχαριστήρια από το ΚΕΕΠΕΑ “Ορίζοντες”