Φωτογραφία: Ανθισμένη αγριοπασχαλιά
Τάσος Μακρής
Όσα παἰρν’ η κουριμέν’, στου πασάλ’μμα τα διαβαίν’.
Η λέξη «κουριμέν’» μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω και μας φἐρνει σε μια κοινωνία με γυναίκες, που τα μαλλιά τους ήτανε πλεξούδες και δεν τα κούρευαν ποτέ. Κι εκεί, ανάμεσά τους, να και μια κουρεμένη σα μύγα μεσ’ το γάλα. Σίγουρα, για να τολμά να κουρευτεί, θα ήταν ανήθικη και θα πληρωνόταν. Το ρήμα «παίρν’» μας το λέει καθαρά.
Αλλά για να τα παίρνει, πρέπει να καλλωπίζεται με τα καλλυντικά της εποχής, το πασάλ’μμα, το οποίο, φαίνεται, δε θα ήταν φθηνό. Έτσι δεν πρόκοβε χρήματα, τα «διάβαινε», τα σπαταλοὐσε, περνούσαν και διάβαιναν από τα χέρια της. Απ’ εδώ καταλαβαίνουμε πως το στιχούργημα φτιἀχτηκε όχι τόσο, για να στιγματίσει την ανήθικη κουριμέν’, όσο για να επιτιμήσει τον όποιο σπάταλο σκορπά τα χρήματα, που βγάζει με κόπο.
Όσα σέρν’ η φρουκαλιά.
Θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως οι πρόγονοί μας εκφραζόταν με εικόνες; Προσωπικά κάθε φορά, που καταπιάνομαι με την γλώσσα τους, αισθάνομαι πως ζώ ανάμεσά τους, βλέπω εικόνες της ζωής τους και έχω τους παππούδες και τις γιαγιάδες κοντά μου.
Με τα βούρλα, απ’ τα μπάνια, έκανε τις φρουκαλιές της η γιαγιά μου και φροκαλούσε την αυλή της. Έσερνε τα «φρόκαλα» (σκουπίδια) και τα μάζευε με την «συράνα» την ελληνική και όχι με το «φαράσι» το αλβανικό και… «φιλοκαλούσε» (στὀλιζε). Η φιλοκαλία της γιαγιάς έδωσε και το όνομα στο εργαλείο με το οποίο την πετύχαινε: Τη φιλοκαλία – φιλοκαλιά – φρουκαλιά την ελληνική , που δεν μας άρεσε και την κἀναμε σκούπα λατινική.
Αλλά το σκούπισμα και τα σκουπίδια χρειάστηκαν για το μεταφορικό λόγο: Η γλώσσα μας έγινε φρουκαλιά και έσερνε σα σκουπίδια τα ελαττώματα, τις αμαρτίες και γενικά τις κατηγορίες των άλλων. Ας θυμηθούμε και τη φράση της νεοελληνικής: «Τον στόλισε, όπως του άξιζε!» Κι εδώ τα στολίδια σκουπίδια είναι.
Όσ’ ώρα τα ‘πείς.
Η έκφραση «όσ’ ώρα» σημαίνει μικρή χρονική περίοδο: «Πήγε τσ’ήρτι όσ’ ώρας» πολύ γρήγορα. Δε μετριέται με τη φράση ο χρόνος, αλλά είναι οπωσδήποτε μικρός.
Αυτά που «θα πεις» είναι βέβαια λόγια, για τα οποία η λαϊκή θυμοσοφία αποφαἰνεται με τη φράση μας πως δεν έχουν διάρκεια, όπως είχαν για το θέμα αποφανθεί και οι Ρωμαίοι: «Τα λόγια φεύγουν», χάνονται, αναιρούνται, δεν μπορείς να βασισθείς πάνω τους. Τα γραπτά είναι αυτά που μένουν. Έχουμε και τον ποιητή Όμηρο που τα λόγια τα έλεγε «πτερὀεντα», φτερωτά, που πετούν.
Ό, τ’ λουγιά να σι δούν , έ σι χουρταίνιν.
Η φράση είναι πολύ ενδιαφέρουσα από γλωσσική, από κοινωνική, από παραδοσιακή άποψη. Γλωσσικά έχουμε δυό ιδιωματικούς τύπους το «ό,τ’ λουγια» και το «χορταίνιν».
Το «ό,τ’ λουγια» είναι σύνθετο από την αναφορική αντωνυμία «ό,τι» και το «λογής» της καθομιλουμένης, που είναι ο τύπος κάποιου ελλειμματικού ουσιαστικού, όπως λένε τα λεξικά. Εδώ στη φράση μας το σύνθετο ό, τ’ λουγια έχει επιρρηματική σημασία και σημαίνει «με όποιον τρὀπο», «όπως» (να σε δούν).
Το χορταίνιν έχει μεταφορική σημασία με την έννοια της κοινωνικής αποδοχής. Χρησιμοποιείται μόνο με την αρνητική της σημασία, σα να λέμε, κάνουν έντονη κριτική.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο το «ό,τ’ λουγια» καθορίζει νοηματικά τη φράση: Εφ’ όσον ζεις μέσα σε κάποιο κοινωνικό σύνολο, θα είσαι εκτεθειμένος σε διαρκή κριτική.
Όχινα μι δυό τσιφάλια.
Η διαβίωση με τους κανόνες μιας ανθρώπινης κοινωνικής δομής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο λόγος της μεγάλης δυσκολίας πρέπει να είναι το ανθρώπινο υπερεγώ, το οποίο φτιάχνει εγωιστικές μικροκοινωνίες με δικούς του κανόνες , στους οποίους νομίζει ότι πρέπει να ευθυγραμμίζονται και οι άλλοι. Αν τολμήσει να αντισταθεί κάποιος με ένα όχι του, δέχεται λεκτική επίθεση με τη φράση των προγόνων μας , η οποία είναι λογοπαίγνιο με το όχι και την οχιά.
Η λέξη «όχινα» παραπέμπει στην έχιδνα – οχιά, που έχει μάλιστα , και δυό κεφάλια. Παραλείπεται βέβαια το συμπλήρωμα (να σε φάει), γιατί εννοείται, ή ας πούμε και από ευγένεια.
Παγαίν’ τρεύλις – τρεύλις.
Το «παγαίν’» παίρνει τη σημασία του περπατά . Η ερμηνεία τότε της φράσης θα είναι : Περπατά με βήμα ασταθές.
Η «τρεύλα» είναι ιδιωματική. Η ετυμολογία της ίσως να είναι μετεξέλιξη της αρχαίας «τραυλός», που δείχνει και αυτή αστάθεια , αλλά στην ομιλία. Ίσως πάλι να προέρχεται από το αρχαίο ρήμα στρεβλώ (στρεβλώνω)