Λεξικό φράσεων ντοπιολαλιάς- Μέρος 30ο

Φωτογραφία: Αράπογλου Γιώργος- Ο Κόλπος μας!

Τάσος Μακρής

                               Παγ’   στη   δ’λειά   τ’

     Το «παγ’»  είναι ο μισός τύπος του ιδιωματικού αορίστου του «πηγαίνω» (πάγ’κα= χάθηκα !).  Ολόκληρος είναι «παγ’τσι» (πήγε), που στη φράση μας συγκόπτεται χάριν μουσικότητας του λόγου. Ο αόριστος αυτός παίρνει και τη σημασία του έφυγε, τέλειωσε, πέθανε.

Η «δ’λειά» (δουλειά) σε μερικές θέσεις του λόγου σηματοδοτεί την αποκλειστική ενασχόληση με τα προσωπικά του καθενός  ( τράβα στη δουλειά σου)

Με τα παραπάνω δεδομένα η φράση σημαίνει: εξουδετερώθηκε, τέλειωσε,

 Πανί  βρουμεί.

     Η φωτιά τουλάχιστον, όταν είναι στην αρχή της, γίνεται αισθητή και με την μυρωδιά της καύσης. Το πανί καίγεται με χαρακτηριστική οσμή και δίνει τον συναγερμό κινδύνου.

Ο κίνδυνος μπορεί να προέρχεται από πολλές αιτίες και όχι μόνο από την φωτιά, αλλά μεταφορικά επικράτησε η οσμή του πανιού, που καίγεται, να αντιπροσωπεύει όλους τους κινδύνους.

      Παίξαν    τα   τέλια.

     Η εφεύρεση του τηλέγραφου στην εποχή μας φαντάζει πρωτόγονη, αλλά για τους ανθρώπους των χρόνων εκείνων ήταν θαυμαστή. Το σήμα, η είδηση περνούσε μέσα από τα σύρματα (τα τέλια) κι ήταν ένα υπέροχο παιχνίδι. Δε  χρειαζόταν ιδιαίτερη ικανότητα οι πρόγονοί μας τη διαδικασία του τηλέγραφου σε κάθε μορφή είδησης. Έτσι   «παίξαν τα τέλια 

 Πα’ σ’  ένα  στσοινί   χορεύγιν.

     Η λέξη  «πα’» είναι μισή, ολόκληρη θα ήταν «πάνω». Το «στσοινί» είναι το σχοινί, κι αφού  πάνω του χορεύουν , πρόκειται για σχοινί σχοινοβασίας.

Θα μπορούσε η φράση να βάλει τους δυ0 χορευτές να δίνουν  την παράστασή τους σε μια πίστα , σε μια εξέδρα , κάπου σε σταθερό έδαφος, τέλος πάντων. Διάλεξαν όμως οι πρόγονοί μας ένα αιωρούμενο σκοινί, στο οποίο είναι τρέλα να χορεύουν  δυο σχοινοβάτες. Αυτή την τρέλα και των δυυ ήθελαν, φαίνεται, να επισημάνουν και συνάμα να επικρίνουν.

  Πάρι ώρμα,   πάρ’  τσ’  άγουρα.

     Οι λέξεις ώριμος και ωριμάζω χρησιμοποιούνται κυρίως στους καρπούς, αλλά στη μεταφορική τους χρήση σε χίλιες δυο περιπτώσεις . Μια απ’ αυτές είναι και στα λόγια. Ανάλογα με τη σοβαρότητά τους έχουμε λόγια μετρημένα, ζυγισμένα, ώριμα και λόγια ανώριμα, άσκεφτα, άγουρα.

Όταν κατά τη δεύτερη περίπτωση ακούγεται λόγος αμετροεπής, ανώριμος, για να μην πουν ξεκάθαρα στο χρήστη αυτού του λόγου πως λέει βλακείες, του λένε τη φράση «΄πάρι ώρμα, παρ’ τα’ άγουρα», δηλαδή  «πώς να ξεδιαλέξουμε καημένε, αυτά που

  Πάνι   να    ξιγυρευτείς

     Το «πάνι» είναι ιδιωματισμός, προστακτική του πηγαίνω. Το «ξιγυρευτείς»  είναι κι αυτό ιδιωματικό. Στην καθομιλουμένη  υπάρχει το «ξεγυρίζω», αλλά προέρχεται από το γυρίζω, ενώ της ντοπιολιαλιάς μας  από το γυρεύω. Το «ξιγυρεύω» λοιπόν έχει άλλη σημασία, σημαίνει ερευνώ. Κι επειδή στο λόγο χρησιμοποιείται για τις αρρώστιες, η σημασία τους είναι ότι ψαχνόμαστε για την υγεία μας.

Επειδή η προτροπή απευθυνόταν ύστερα από λογομαχία, το «ξιγύρεμα» αφορούσε την ψυχική και διανοητική υγεία του αντίμαχου, αμφισβήτηση της ισορροπίας του.

                  Πάτσι  θέλ’ς  ΄α  σι  κάνου  τσ’  ένα  κλήτσ’ ;

     Η φράση έχει πολλαπλό ενδιαφέρον, γλωσσικό  και παραδοσιακό. Το «πάτσι» σημαίνει  «μήπως» και ως εκ τούτου φαίνεται ότι είναι το ίδιο με το νεοελληνικό  «μπας και» και στα λεσβιακά συμπτύχθηκε σε μία λέξη.  Το «κλήτσ’» πάλι  έχει τη δική του περιπέτεια .

Στο Βυζάντιο ο αρχαίος «κόλλιξ», το κουλούρι,  έγινε κολλίκιον  και στα λεσβιακά  «κλίτσ’». Κατά παράδοση όμως στους γάμους έστελναν προσκλητήρια στους καλεσμένους με γαμήλια «κλήτσια». Αυτά τα κολλίκια ήταν κλητήρια, που έμοιαζαν όμως με τα  «κλίτσια», γι’ αυτό έγιναν  και αυτά κλήτσια , μόνο που, σκέφτηκα, αυτά να γράφονται με «η», για να δείχνουν την πρόσκληση.

Μετά από αυτά συμπεραίνεται πως η φράση ήταν μια προειδοποίηση σε άτομο, που αντιδρούσε σε κάποια προσφορά.

  Πέντι βόδια,  δυό ζηυγάρια.

     Οι μεταφορές στο λόγο των προγόνων μας  είναι κανόνας, μέχρι του σημείου να πιστέψει κανείς πως, αν τους έλειπε ο μεταφορικός λόγος, δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν.

Παρατηρούμε ακόμα πως στο λόγο τους μετέφεραν τις σκηνές και τους όρους της βουκολικής  ζωής τους από ανθρώπους της υπαίθρου, δίχως την παρέμβαση της αστικής ζωής και μορφωμένων ανθρώπων.

Τα βόδια, δυο-δυο ζευγμένα στο ζυγό τους έκαναν “ζευγάρι”. Η αριθμητική των δακτύλων λέει πως με πέντε βόδια γίνονται δυο ζευγάρια και έμενε ένα μοναχό βόδι. Η μη κατανόηση αυτής της αριθμητικής σήμαινε νοητική καθυστέρηση. Γι’ αυτήν προοριζόταν η φράση των προγόνων μας.