Λεξικό φράσεων της ντοπιολαλιάς- Μέρος 16ο

Τάσος Μακρής

Εύτην η πάστρα  σι βαστά.

 Η δεικτική αντωνυμία  αυτός, αυτή, αυτό γίνεται στο λεσβιακό ιδίωμα εύτους, εύτην, εύτου. Η «πάστρα» είναι η γνωστή πανελλήνια καθαριότητα. Το «βαστώ» είναι ρήμα με πολλές σημασίες.  Εδώ σημαίνει πως  η πάστρα εξουσιάζει απόλυτα κάποιο άτομο και καθορίζει τις πράξεις του.                                                                                                                                                    Όχι μόνο κακό δεν είναι, αλλά είναι και αρετή να είναι κανείς δούλος της καθαριότητας. Προς τι λοιπόν ο διακρινόμενος ψόγος στην φράση των προγόνων μας; Την απάντηση την παίρνουμε από την δεικτική αντωνυμία η οποία επικεντρώνεται σε μια μόνο πάστρα.

Η αγνόηση όλων των άλλων μορφών της πάστρας οδηγεί  στην σκέψη πως πρόκειται για μεταφορικό λόγο, που στοχεύει ευθύβολα στην υποκρισία.

         Έφαγι τα  ζντιρκά

Θα μπορούσε να φανταστεί  κάποιος, που δεν έχει για μητρική το γλώσσα τα λεσβιακά, ότι τα «ζντιρκά» είναι τα σιδερικά.                                                                                                                  Δεν ξέρω ποιου αναστήματος  θα πρέπει να είναι ο γλωσσολόγος, που θα μπορέσει να διατυπώσει του λόγους και τις αιτίες για τις οποίες οι λέσβιοι παραποίησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ελληνικές λέξεις. Η μεταφορική τεχνική του λόγου, πάντως, γίνεται κατανοητή. Τα σιδερικά δεν τρώγονται, αλλά φθείρονται με την παρατεταμένη χρήση τους.                               Μ’ αυτό το σκεπτικό καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η διατύπωσή μας είναι ένας έπαινος  κάποιου πολύ εργατικού, που χρησιμοποιεί σιδερικά εργαλεία.

       Έφαγι  ‘ς μάνας  ντ’ τα  μπακιρκά

Πρόκειται  για τυπική περίπτωση ασώτου υιού, όπως αυτή του Ευαγγελίου. Εδώ όμως δεν σπαταλιέται η πατρική περιουσία , αλλά εξειδικεύεται στα  χάλκινα αντικείμενα του νοικοκυριού της μάνας. Το μητρικό φίλτρο πρόσφερε στον νοικοκύρη της τα χάλκινα σκεύη της κι αυτός τα έφαγε (τα σπατάλησε)  ανενδοίαστα.

          Έφαγι    τα    σ’κώτια  μ’

Η συμμετοχή του συκωτιού στη φράση την κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Οι άνθρωποι ήξεραν από  πολύ παλιά πως το συκώτι είναι το μόνο όργανο του σώματος που μπορεί να αναπλαστεί.  Είναι ο λόγος,  που ο μύθος του Προμηθέα χρησιμοποιεί για βασανιστή  ένα γύπα, που τρώει το συκώτι του τιμωρημένου κι αυτό αναγεννιέται.                                                  Στη φράση μας ο βασανιστής είναι ένας άνθρωπος που ασκεί ψυχολογική βία σε συνάνθρωπό του με συνέπεια την φθορά του συκωτιού και τούτο, γιατί πιστεύανε πως η ψυχή είχε ενδιαίτημα την κοιλιακή χώρα. Με τον όρο  «σκώτια» εννοούσαν γενικά τα σπλάχνα, για τούτο οι νεότεροι στη φράση έβαζαν το συκώτι στον ενικό αριθμό.

 Έφαγι του λουκμά
Όλοι ξέρουμε το τούρκικο γλύκισμα και όλοι το έχουμε δοκιμάσει. Τι συμβαίνει και στη φράση έχει ξεχωριστή σημασία;
Πρόκειται για μεταφορικό λόγο, ο λουκμάς είναι γλυκός και χορταστικός. Μπουκώνει το στόμα με τη σημαντική μάζα του και δεν μπορεί να μιλήσει. Κάπως έτσι γίνεται και με τη δωροδοκία: Είναι γλυκιά, είναι χορταστική, κλείνει τα στόματα.
Κάτι ήξεραν οι τούρκοι από μπαξίσια! Κάτι μάθαμε και εμείς από τη γλύκα τον λουκμάδων!
‘Εχ’ αλουγόμ’γις
Τα υποζύγια, τότε που δεν υπήρχαν τα εντομοκτόνα, βασανίζονταν από ένα είδος μύγες ανάμεσα στα πόδια τους και στην κοιλιά τους και αναγκάζονταν να κουνούν νευρικά την ουρά τους, να χτυπούν τα πόδια τους στο χώμα, να τις διώχνουν με το μουσούδι τους και γενικά να συμπεριφέρονται σαν νευρόσπαστα.
Υπήρχαν και άνθρωποι με αλογόμυγες αλλά εγκατεστημένες στο μυαλό τους και συμπεριφέρονται και εκείνοι σαν νευρόσπαστα από επιδειξιομανία. Η παρομοίωση και η μεταφορά στη συνέχεια ήταν μονόδρομος.