Ο γκρεμισμένος Πύργος της Γρύπας: Φωτογραφία Χαρίλαου Καρατζάνου
Καναρίδης Πέτρος
Με αφορμή το 20ο μέρος των φράσεων της ντοπιολιαλιάς μας στην παρούσα θεματολογία του ιστοτόπου μας επισημαίνουμε την σπουδαιότητα της προσπάθειας –πρωτοβουλίας του Τάσου Μακρή να συγκεντρώσει και να επεξεργασθεί όλο αυτό το υλικό, το οποίο με τον ιδιωματικό λεκτικό-γλωσικό πλοὐτο του συντηρεί και μας παραδίδει συσσωρευμένη εμπειρία ζωής από το παρελθόν. Με τις βραχυλογικές αυτές παροιμιώδεις φράσεις ξεδιπλώνεται η πολλαπλή δράση και συμπεριφορά των απλών ανθρώπων της καθημερινότητας σε όλες τις διαστάσεις της (κοινωνική, ψυχική, ηθική, οικονομική…).Στο σημείο αυτό καθοριστική είναι η συνεισφορά του Τάσου, ο οποίος προσεγγίζει τις φράσεις της ντοπιολιαλιάς μας γλωσσικά-ετυμολογικά, ερμηνεύει τις αλληγορίες τους, διευκρινίζει τυχόν αοριστίες και ασάφειες, προσαρμόζει και συνδέει το περιεχόμενό τους με τα ιστορικά-κοινωνικά δεδομένα και καταλήγει στο κεντρικό νόημα των φράσεων που «κλείνουν μέσα τους κάποιες λανθάνουσες αλήθειες που είναι εξ ίσου πολύτιμες με το κύριο νόημα», όπως ο ίδιος επισημαίνει. Τέλος αυτὀ το γλωσσικό αποθησαύρισμα αποτελεί ένα απὀκτημα γνώσεων παντοτινό που υποδεικνύει, διδάσκει, συμβουλεύει και προβληματίζει με την σοφία της λαϊκής παρἀδοσης η οποία φέρει και ποτίζει τις ρίζες του παρελθόντος. Χαιρόμαστε που ο ιστότοπός μας γίνεται ο κύριος γραπτός αγωγός που μεταδίδει αυτήν την γλωσσική-κοινωνική παρακαταθήκη και ευχαριστούμε τον Τάσο Μακρή που μας εμπιστεύεται το πνευματικό αυτό μόχθο του. Και έπεται η συνέχεια…………
Ήψα τσι κάηκα.
Δυο αόριστοι, δυο αρχαίων ρημάτων, περιγράφουν ένα θερμικό επεισόδιο. Ο πρώτος (ήψα) δεν ακούγεται πια στην νεοελληνική. Το ρήμα μένει σε χρήση μόνο σύνθετο (ανάπτω-ανάβω) και ο αόριστος «άναψα». Το ήψα μένει στα λεσβιακά, ένα ακόμα απ’ τα πολλά γλωσσικά απολιθώματα. Ο δεύτερος αόριστος μένει περίπου ίδιος από πάντα (εκάην-ν=κάηκα). Νοηματικά οι δυὀ λέξεις ενισχύουν η μιά την άλλη. Ἐχουμε δηλαδή το σχήμα λόγου «έν διά δυοίν»
Θα βρεις τ’ν Αγιά φτσυρίδα.
Το κλειδί της φράσης εξ αρχής φαίνεται πως είναι η φτσυρίδα, η οποία είναι παγκοίνως άγνωστη σαν συγκεκριμένο ή σαν αφηρημένο ουσιαστικό. Για να γίνει πιο μυστηριώδης οι πρόγονοί μας την αγιοποίησαν. Και άντε εσύ να βρεις την ρίζα και την φὐτρα της. Ο κάτοχος του ιδιώματος ξέρει ότι η φράση λεγόταν σε περίπτωση που κάποιος θα καθυστερούσε σε διανομή, οπόταν το δικό του μερίδιο θα εξαφανιζόταν. Άρα η φτσυρίδα ισοδυναμούσε με το τίποτα. Η ντοπιολιαλιά χρησιμοποιόυσε και το ρήμα «φτσυραίνου», που σήμαινε αδειάζω από κάποιο δοχείο το περιεχόμενό του: « φτσυραίν’ τ’ν γραγούδα μεσ’ τ’ν κούπα» = αδειἀζει την γραγούδα μέσα στην κούπα. Έτσι, βέβαια στην γραγούδα δεν μένει τίποτα. Αυτό το τίποτα ίσως να είναι η Αγία φτσυρίδα, την οποία βρίσκει ο κάθε καθυστερημένος στις διαδικασίες μοιρασιάς.
Θα γίνουμι σαν εύτοιν’, που ‘νι μεσ’ του φιγγάρ’.
Η παράδοση λέει πως οι σκιές που διακρίνονται στον δίσκο του φεγγαριού, είναι δυο αδέλφια, που μαλώνουν. Κι είναι γνωστή η σφοδρότητα της πάλης των αδελφών! Η απειλητική λοιπόν φράση προειδοποιεί τον αντίπαλο πως θα πιαστούν στα χέρια με τον ίδιο τρόπο. Άλλη μία απειλητική φράση των προγόνων μας, που δείχνει την ροπή τους στις έριδες. ουσιαστικοποιούντ
Θα γίν’, του έλα τσι να δεις.
Στην παραπάνω φράση εντύπωση κάνει το δεύτερο μέρος της,το οποίο αποτελοὐ-μενο από δυο ρήματα, δυο προτάσεις υπόσχεται δράσεις και ζωηρές εικὀνες για το φιλοεά-μον κοινό. Όλα αυτά δε, συνοδευόμενα από ένα άρθρο (του) ουσιαστικοποιούνται, για να γίνει πιο συγκεκριμένη η απειλή και πιο ενδιαφέρον το θέαμα. Μια άλλη φράση, πάλι, κάνει κάτι παρόμοιο, φτιάχνοντας και μια καινούργια λέξη: «θα γίν’του μαδήσ’». Το μαδήσ’ είναι το μάδημα και είναι μια ήπια πράξη, καμια φορά και ρομαντική, όπως το μάδημα της μαργαρίτας. Το «μαδήσ’» της φράσης όμως είναι κάτι το συλλογικό και άγριο, που παραπέμπει σε εξολοθρεμούς.
Θα δεις τουν ουρανό σφιντύλ’ τσι τ’ άστρα μακαρόνια.
Η έμμετρη απειλητική φράση θα μπορούσε να είναι και του νεοελληνικού λόγου,αν δεν είχε δύο ευδιάκριτα στοιχεία. Το ένα είναι η λέξη «σφυντίλ’». Εκφέρεται ιδιωματικά και όχι με την κοινή μορφή της στα νεοελληνικά, «σφονδύλη». Το άλλο είναι η χαρακτηριστική απειλητική διάθεση των προγόνων μας.
Οι άνθρωποι πρέπει να είχαν πρόβλημα. Κάθε τόσο μπροστά μας βρίσκεται μια φράση-απειλή. Θα ήταν ασυγχώρητοι , αν δεν φρόντιζαν να την διατυπώσουν με ποιητικό τρόπο, που τις κάνει τελικά παιγνιώδεις, χαριτωμένες διατυπώσεις. Η περιγραφή της ζάλης από χτύπημα στο κεφάλι, να βλέπει τον ουρανό να γυρίζει σαν το σφονδύλι του αδραχτιού και την λάμψη των αστεριών να επιμηκύνεται και να μοιάζει με μακαρόνια, δεν νομίζω πως έχει απόσταση από το χιούμορ, αλλά και γιατί όχι και από την ποίηση.
Τσι τώρα πια θα καν’ς του νιο χουριὀ
Μπροστά στη φράση κι αν δεν ακουγόταν, εννοούνταν οι λέξεις «τώρα πια» ένας χρονικὀς προσδιορισμός, δίχως τον οποίο δεν έδινε νόημα η φράση. Το νόημά της ήτανε πως στενέψανε τα χρονικά όρια και δεν προφθαίνεις να κάνεις σπουδαία πράγματα. Σπουδαίο πράγμα θα ήταν ένα νέο χωριό. Σήμερα δεν γίνονται νέα χωριά, αλλά αν θα θέλαμε να κάνουμε ένα, μπορούμε να αναλογιστούμε τις δυσκολίες και τον χρόνο που θα χρειαζόταν.
Θα κάνουμι χωριό. Η κυριολεξία είναι πως θα κτίσουμε χωριό, αλλἀ δεν πρόκειται περί αυτού. Η φράση είναι μεταφορική και η έννοια χωριό επιφορτίζεται με σημασίες που παραπέμπουν σε κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ συγχωριανών. Άρα το νόημά της είναι, γενικά, θα συμφωνήσουμε, θα συνεργαστούμε, θα ζήσουμε αρμονικά.
Θα λαλήσιν κουκβάγις.
Οι κουκουβάγιες είναι πουλιά που κάνουν τις φωλιές τους και τις αρέσει να διαβιούν στα χαλάσματα. Εκείακούγεται τις νύχτες και το θρηνητικό λάλημά τους, που ο θρύλος το ταυτίζει με συμφορές και εγκατάλειψη. Η φράση λοιπόν είναι μια προφητεία για ένα τόπο, που η ανθρώπινη παράνοια θα τον μετατρἐψει σε χώρο της κουκουβάγιας.