Τάσος Μακρής
Μεταξύ των άλλων φιλοδοξούμε το “Πανόραμα” να αποτελέσει έναν χώρο αποθήκευσης και καταγραφής γενικότερα του συνολικού πολιτισμού μας.
Γι’ αυτό, οποιοσδήποτε μπορεί να μας συνδράμει σ’ αυτό το έργο μας, ευχαρίστως θα φιλοξενούμε το υλικό που θα μας στέλνει.
Ήδη μέχρι τώρα έχουμε συγκεντρώσει- και συνεχίζουμε- ένα αρκετά μεγάλο και σημαντικό τέτοιο υλικό.
“Γ’
Γάνιασι η γλώσσα μ’ απ΄του πε τσι απί του λάλ’σι
Από την αρχή δίνουν το νόημα της φράσης: Κουράστηκα να λέω τα ίδια και τα ίδια και να μη γίνομαι κατανοητός. Το ενδιαφέρον στη διατύπωση προέρχεται από τις λέξεις και τη σύνταξή τους. Η λέξη «γάνιασι» είναι αόριστος του «γανιάζου», που παίρνει τη σημασία της επίστρωσης της σωματικής κοιλότητας από κάποια στεγνή επικάλυψη. Αυτή προέρχεται ή από δίψα ή από πολυλογία, όπως συμβαίνει με τους ρήτορες που πίνουν γουλιές νερού, όταν ρητορεύουν. Είναι το ρήμα γανώνω, λίγο παραποιημένο. Οι τύποι “πε” τσι “λάλ’σι” είναι αντίστοιχοι τύποι των ρημάτων λέγω και λαλώ αλλά οι προστακτικές εδώ είναι έναρθρες σαν να είναι ουσιαστικά και βέβαια παίζουν το ρόλο ουσιαστικό, για να επωμιστούν στη φράση της δράσης και να εκφράσουν το μέγιστο της έντασης. στην προσπάθεια νουθεσίας. Γίνεται έτσι κατανοητό πως πρόκειται για αποτυχημένη νουθεσία.
Για τ’ αντί, που τ’λίγιν του πανί.
Για να γίνει κατανοητή η φράση, θα πρέπει να συμπληρωθεί υπό τύπον διαλόγου με ένα προπορευόμενο “γιατί”, στο οποίο δίνεται μια ανόητη απάντηση και τούτο γιατί κατά κανόνα ανόητη είναι και η ερώτηση. Το “αντί” στο οποίο τυλίγουν το πανί (ύφασμα του αργαλειού) είναι μια κοντή, χοντρή, ξύλινη αντένα λατινικής προέλευσης και στον Μεσαίωνα “αντίον”. Η διατύπωση με τον παραλογισμό της ανακλά τον εκνευρισμό, που προέρχεται από μια ανούσια συνομιλία.
Γίν’ τσις (έγινες) σα δυο ώρις να φέξ’
Γίν’ τσις σα κακό χρόνου να χ’ς.
Και οι δύο διατυπώσεις έχουν την ίδια σημασία. Σκοπό έχουν να επισημάνουν την κακή όψη του συνομιλητή τους. Παίζουν, δηλαδή, τον ρόλο του καθρέφτη.
Σε πρώτη περίπτωση η παρομοίωση γίνεται με τη μορφή της φύσης στη συγκεκριμένη στιγμή, που το εικοσιτετράωρο. Δυο ώρες πριν φέξει επικρατεί το πιο πηχτό σκοτάδι και τότε όλα στη φύση είναι άσχημα.
Στη δεύτερη περίπτωση περιγράφεται κάποιος, που έζησε έναν κακό χρόνο. Οι συμφορές θα είναι σίγουρα αποτυπωμένες στο ύφος και στη μορφή του.
Η χρήση των παρομοιώσεων και οι αποφυγή των συγκεκριμένων χαρακτηρισμών μαλακώνει κάπως τη σκληρή πραγματικότητα.
Γυρίζ’ σα του ξυκαπίστρουτου του μλάρ’ .
Τό λεσβιακό ιδίωμα διαμορφώθηκε σε χρόνους, που οι άνθρωποι πατούσαν γερά στο χώμα και είχαν τη ζωή τους προσδεδεμένη με τα άψυχα και ζωντανά της φύσης. Ήταν επόμενο και η γλώσσα τους να διαμορφωθεί μέσα σε αυτό το κλίμα. Οι παρομοιώσεις λοιπόν με μουλάρια και γαϊδούρια δεν ξένιζαν κανένα και γίνονταν άμεσα κατανοητές.
Το “καπίστρι” ήταν το χαλινάρι του μουλαριού και μ’ αυτό το χαλιναγωγούσαν. Όταν όμως δεν το φορούσε, έτρεχε ατίθασο και ελεύθερο. Τι πιο εύκολο αυτή η ελευθερία να παρομοιαστεί με ανθρώπινη συμπεριφορά κάποιου, που δεν ελέγχεται. Γυρίζει ανεξέλεγκτος “σαν του ξικαπίστρουτου του μλάρ'”. Εδώ είναι ευδιάκριτη και δυσανεξία των προγόνων μας στην αχαλίνωτη ελευθεριότητα.
Γ΄ένας του κόφτ’, γ’ άλλους του δέν’.
Ο παροιμιώτης λόγος έχει τόση εκφραστική δύναμη, ώστε ακαριαία εδώ σχηματίζεται η ζωντανή εικόνα μια συντροφιάς, στην οποία ένα αδύνατο μέλος δέχεται λεκτική, επιτιμητική επίθεση με ανάλγητη ειρωνεία από τα άλλα μέλη, που έχουν το πάνω χέρι. Συμβαίνει δηλαδή το κοινώς λεγόμενο δούλεμα αλλά σε ομαδική σύνθεση. Η διατύπωση, δηλαδή, κάνει την περιγραφή ενός είδους καλόγουστου (αν υπάρχει τέτοιο είδος) και ακίνδυνου bullying. Ο ευαίσθητος, πόσα παραστεί σε μία τέτοια σκηνή, αντιλαμβάνεται πως είναι μια εξίσου επώδυνη κατάσταση.
Γυρίζ’ του ουρτανλία
Γυρίζ’ του τρικλάδ’.
Και οι δύο φράσεις χρησιμοποιώντας το “γυρίζω” με τη σημασία του περιφέρομαι έχουν τον ίδιο στόχο: να επικρίνουν τους περιφερόμενους για αυτό που κάνουν. Η διαφορά τους έγκειται στο χώρο περιφοράς.
Η πρώτη χρησιμοποιεί το “ουρτανλία” που είναι τούρκικο και σημαίνει ορίζοντας. Έτσι γίνεται ένα σχήμα υπερβολής μια και ο ορίζοντας δεν έχει καθορισμένα πέρατα. Ίσως για αυτό χρειάστηκε και δεύτερη διατύπωση με τη λέξη “τρικλάδ’ “, που σηματοδοτεί πιο περιορισμένο χώρο.
Μπορεί να έγινε και αντίστροφα η εξέλιξη! Να θεωρήθηκε μικρός χώρος το τρικλάδ’ (τρεις κλάδοι= τρίστρατο) και να ζητήθηκε κάτι ευρύτερο.