Ο ταρσανάς της Σκάλας-Το παράπονο του μαστρο-Γρηγόρη (Καζαμία)

Εισαγωγικό σημείωμα Ιγνάτη Ψάνη

Είχαμε δημοσιεύσει στο  165/2021 τεύχος του ‘ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ” ένα άρθρο για τον  μαστο-Γρηγόρη Γρηγορίου (Καζαμία) στο τέλος του οποίου καταγράφαμε το παράπονό του, γιατί ενώ καταπατήθηκε ο χώρος του ταρσανά, δεν είχε κανείς την ευαισθησία, αν και του το υποσχέθηκαν, το φιλότιμο να φτιάξει στον χώρο αυτόν ένα μικρό μουσείο σε ανάμνηση μιας εξαίρετης οικογένειας καραβομαραγκών, που άφησαν του ανθρώπινο και επαγγελματικό τους μοναδικό αποτύπωμα στη Σκάλα μας, της οποίας αποτελoούν ένα μεγάλο και αξιόλογο κομμάτι της ιστορίας της.
 Επανερχόμαστε, όχι για να ζητήσουμε τη  δημιουργία μιας ανάλογης σχολής αλλά για να επαναφέρουμε τουλάχιστον αυτό που δικαιωματικά απαιτούσε και διεκδικούσε ο μαστρο-Γρηγόρης και ο τόπος το ζητά, τη δημιουργία ενός μικρού μουσείου στην είσοδο της Σκάλας.
Είχαμε ένα επιπλέον χρέος να επαναφέρουμε το άρθρο για τον  μαστρο- Γρηγόρη. Τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια “έφυγε” με αυτό το παράπονο.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Ιγνάτης Ψάνης

Προηγήθηκε η πολύ κατατοπιστική αρθρογραφία του Στρατή Πάντα, το 2008, στον ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΟ ΛΟΓΟ” με τον τίτλο: Γρηγόρης Χαρ. Γρηγορίου – ένας μερακλής μάστορας. Στο άρθρο αυτό ο αρθρογράφος εστίασε το ενδιαφέρον του αφενός στην οικογενειακή διαδρομή, ξεκινώντας από τον ιδρυτή του ταρσανά της Σκάλας, Χαράλαμπο Γρηγορίου, και
αναφέροντας όλους όσοι συντέλεσαν στην εξέλιξη και κορύφωση της ναυπηγικής τέχνης στον τόπο μας, με προεξάρχοντα τον γιο του, Γρηγόρη. Περιγράφεται από τονίδιο, τον μαστρο-Γρηγόρη, όλη η τέχνη και η τεχνική του. Παράλληλα διαγράφεται και ο εξαίρετος χαρακτήρας του με τη γνωστή συγγραφική μαστοριά του Στρατή.

Ακολούθησαν τα δύο εξαιρετικά άρθρα του Τάσου Μακρή, σε δύο συνεχόμενα φύλλα (137-139), το 2014 με τον τίτλο: Το περαματάκι η Σουλτάνα. Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται με το εύρος των γνώσεων του αρθρογράφου, που καλύπτουν συνολικά το θέμα της ναυπηγικής τέχνης. Οι προεκτάσεις και οι παρεμβάσεις του το καθιστούν ικανό
να διδαχθεί, να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε απαιτητικό ακροατήριο. Ο πιο αδαής κατατοπίζεται πληρέστατα. Η περιγραφική και αφηγηματική δεινότητα του Τάσου το
καθιστούν μοναδικό, οι φωτογραφίες υποβοηθούν στην κατανόηση του κειμένου.

Διαβάζοντας τους δυο εξαιρετικούς συλλέκτες της παράδοσης, του πολιτισμού και της ιστορίας του χωριού μας , ειδικότερα της Σκάλας, καλυπτόμαστε. Προς τι, λοιπόν, η επαναφορά του θέματος; Πρώτον, για να ξαναθυμηθούμε. Η μνήμη πρέπει να ανατροφοδοτείται.
Ο Γρηγόρης Γρηγορίου, λοιπόν, ήταν το μικρότερο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας (τρία κορίτσια και πέντε αγόρια), του Χαράλαμπου και της Ασημένιας. Ο πατέρας του ήταν και αυτός καραβομαραγκός. Την τέχνη του την είχε μάθει στα Μοσχονήσια.

Τον ταρσανά αντίκριζε κανείς μόλις έμπαινε στη Σκάλα. Μία μεγάλη τζιτζιφιά προστάτευε τους εργαζόμενους, κάτω από την οποία υπήρχε ένας ξύλινος πάγκος, όπου έφτιαχναν με τα λιγοστά εργαλεία αλλά με πολύ μεράκι τα σκαριά. Δίπλα, μία ξύλινη παράγκα, όπου έβαζαν τα εργαλεία, την οποία πολλές φορές ο Χαράλαμπος τη χρησιμοποιούσε σαν χώρο ξεκούρασης τους καλοκαιρινούς μήνες. Πιο κάτω ήταν τα “βάζια”, μεγάλα μακρόστενα
ξύλα, που πάνω τους έβγαζαν τα μεγάλα καΐκια και στη συνέχεια γινόταν οι απαραίτητες εργασίες. Απέναντι από τον ταρσανά, δέσποζε μία μαρμάρινη βρύση, στεγνή τώρα
πια και ανίκανη να δώσει τη χαρά, να ξεδιψά τους περαστικούς και να ξεπλένονται οι ψαράδες.

Αριστερά επάνω στη βάρκα ο μαστρο-Γρηγόρης. Κάτω ο Στέλιος Καβαλίκας, η Χαρικλίτσα Σαμαρά και ο Βασίλης Σαμαράς. Δίπλα ο Σταύρος Μακρής ο Παναγιώτης Γρηγορίου και ο μικρός (;)-Φωτογραφία Σωτηρούλας

Στην εποχή του Χαράλαμπου, τα σκαριά που κατασκευάζονταν δεν είχαν μηχανές. Ήταν με δύο κατάρτια και πανιά σε κάθε κατάρτι. Τα σκαφάκια ήταν προσαρμοσμένα για τις ανάγκες των ψαράδων εκείνης της εποχής. Μεταπολεμικά, τα πράγματα άλλαξαν σιγά-σιγά, οι ανάγκες των ανθρώπων μεγάλωσαν, στα ψαράδικα έπρεπε να τοποθετηθούν μηχανές
εσωλέμβιες. Χρειαζόταν, λοιπόν, να αλλάξει η γεωμετρία του σκάφους, να μεγαλώσουν οι χώροι, χωρίς να μεταβληθεί η ευστάθεια και η σταθερότητά του. Τη λύση δίνει τώρα πλέον ο Γρηγόρης, ο γιος και διάδοχος του Χαράλαμπου, που ήταν κοντά του από μικρό παιδί. Στην αρχή ήταν βοηθός του, μετά εξελίχθηκε με το έμπειρο μάτι και το ικανό χέρι, την αντίληψη και την ευστροφία που διέθετε, σε έναν εξαιρετικό και μοναδικό μάστορα.

Προχώρησε,λοιπόν στις απαραίτητες αλλαγές στο σκάφος. Δημιουργεί πια σκάφη μεγαλύτερα, για να έχουν μεγάλη κουβέρτα και να χωρούν πολύ περισσότερα δίχτυα, η πλώρη φαρδαίνει στο πάνω μέρος. Ένας τύπος ψαράδικου που κατασκευάζει ήταν και το γνωστό με το όνομα “περαματάκι“.Τα ξύλα που χρησιμοποιούσε ήταν τα πεύκα, που τα αγόραζε από την Αγιάσο, τα έβαζε στο νερό και μετά τα έκοβε και άρχιζε να φτιάχνει τα λεγόμενα “ψαροκόκαλα”, δηλαδή τη ραχοκοκαλιά της βάρκας. Ακολουθούσε το πέτσωμα, το καλαφάτισμα και λοιπά. Όλα γινόταν χειροποίητα, ο υπολογισμός των μέτρων γινόταν ανάλογα με τις ανάγκες του πελάτη. Το χαρακτηριστικό δε των σκαριών του ήταν το πελεκητό, με το σκεπάρνι, “φιδάκι” στις δύο πλευρές της βάρκας. Αγαπούσε πολύ την τέχνη του. Το τελευταίο περαματάκι του το έφτιαξε σε μεγάλη ηλικία στη Σκάλα Καλλονής, στο καρνάγιο του Ψαραδέλλη, ο οποίος υπήρξε και μαθητής του, μια που το δικό του δεν υπήρχε πια.
Το περαματάκι λέγεται “Σουλτάνα” και ο ιδιοκτήτης του είχε έρθει ειδικά (κατόπιν προτροπής ενός καθηγητή Πανεπιστημίου που είχε ακούσει για την τέχνη του) από τη
Τζια, όπου θα το χρησιμοποιούσαν σαν τουριστικό και θα απολάμβαναν τις υπηρεσίες του οι τουρίστες. Ήταν γνωστός σε όλο το νησί και κατά καιρούς δούλεψε και σε άλλα καρνάγια του νησιού.


Όταν πια σταμάτησε λόγω ηλικίας να ασχολείται με την τέχνη του, απλόχερα έδινε τις συμβουλές του, όποτε και όποιοι τον καλούσαν από άλλους ταρσανάδες, για να
ελέγξει τυχόν ατέλειες στα σκαριά που κατασκευάζονταν. Κατά καιρούς γίνονταν σεμινάρια πάνω στην τέχνη του καραβομαραγκού και πολλές φορές είχε δεχτεί προτάσεις να συμμετάσχει, να δώσει τις γνώσεις του για την παραδοσιακή αυτή τέχνη αλλά η ηλικία του δεν του το επέτρεπε. Όταν κάποια εποχή είχε βρεθεί στην Αθήνα -μεγάλος πλέον- είχε γνωριστεί και είχε δεχθεί πρόταση από μεγάλο καρνάγιο των Νοτίων προαστίων να παρευρίσκεται και να δίνει μόνο συμβουλές, πρόταση που δεν αποδέχτηκε.
Τα σκαριά του βρίσκονται σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, στη Γλυφάδα, Βάρκιζα, Λαύριο και αλλού.
Σημείωση: Στις πληροφορίες για τη σύνταξη του άρθρου βοήθησε και η κόρη του Μαστρο-Γρηγόρη, η Σωτηρούλα.

Το παράπονό του

Αναφέραμε στην αρχή τον πρώτο λόγο της συγγραφής του άρθρου. Ο δεύτερος λόγος είναι για να ξανακούσουμε το παράπονο του μαστρο-Γρηγόρη και μήπως μπορούμε να κάνουμε κάτι. Αναδημοσιεύουμε, λοιπόν, το παράπονό του από την κουβέντα που έκανε με τον Στρατή Πάντα.
«Όμως έχω ένα παράπονο, που το διατυπώνω, για να ακούσει ο δήμος Πολιχνίτου και η νομαρχία της Λέσβου. Καταρχήν λίγο το λιμενικό ταμείο, λίγο ο δήμος κόβοντας από δω και τσιμεντώνοντας από κει για να γίνει το λιμάνι, για να διευρυνθεί ο δρόμος μπροστά στην παραδοσιακή βρύση έκοψαν την 100χρονίτισσα τζιτζιφιά, εξαφάνισαν την παράγκα μας και δεν άφησαν ίχνος από το ιδιόκτητο καρνάγιο μας. Σκύψαμε το κεφάλι και δε διαμαρτυρηθήκαμε. Είπαμε δεν βαριέσαι έργα έγιναν, η Σκάλα αναδείχτηκε και ομόρφυνε, συνεχιστή του επαγγέλματός μας δεν έχουμε, δεν πειράζει. Όμως για τον νόμο της “απόσυρσης των σκαφών”, προκειμένου να εισπράξει την επιδότηση ένας ψαράς, δίνει το σκάφος του και του το σπάζουν και το διαλύουν με το σφυρί κάποιου εκσκαφέα – φορτωτή. Ήδη έχουν εξαφανιστεί όλα τα “Περάματα” που έγιναν με μεράκι και αγάπη πολύ από τα χέρια μου. Υπάρχουν σήμερα στη ζωή μόνο τα “Περάματα» του Όθωνα Χιωτέλλη στον Πολιχνίτο, των Κυριάκου και Δημητρού Αλεξίου στο Λισβόρι και του Νίκου Γιουσμά στα Βασιλικά.

Τι θα στοίχιζε στον Δήμο, στη Νομαρχία ή σε οποιοδήποτε άλλο φορέα ή σύλλογο να αγόραζε ένα από αυτά τα «Περάματα» αντί να τα διαλύσει η απόσυρση και να τα τοποθετούσαμε στο χώρο που ήταν άλλη φορά ο «ταρσανάς» μας; Θα τοποθετούσαμε σε μία προθήκη τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαμε τα χρόνια εκείνα και θα γινόταν ένας επισκέψιμος χώρος για ξένους και ντόπιους επισκέπτες. Το σκάφος “Πέραμα” έβγαινε μόνο από τα δικά μου χέρια και δεν πρόκειται να το ξανακάνει άλλη φορά άλλος κανείς. Σας είπα στην αρχή πως η τέχνη είναι ένα μεράκι και εγώ ό,τι είχα να δώσω σε τούτον τον κόσμο, με απόλυτη αγάπη και ειλικρίνεια το έδωσα. Επιθυμώ, όμως, να καμαρώνουν την τέχνη μου οι επερχόμενες γενιές, ύστερα από πολλά χρόνια, όπως καμαρώνουμε όλοι μας οι Πολιχνιάτες τα μερακλίδικα πελεκητά και τα λιθόκτιστα σπίτια του Πολιχνίτου”.

Το μεγάλο του παράπονο ,επίσης, ήταν ότι ενώ του είχαν υποσχεθεί να δημιουργηθεί στον εναπομείναντα χώρο του ταρσανά ένα απλό στέγασμα, όπου θα υπήρχαν ένα περαματάκι και κάποια εργαλεία που χρησιμοποιούσε, κάτι σαν μουσείο, ώστε να θυμίζει τι υπήρχε κάποτε
εκεί, ένα κόσμημα για τους επισκέπτες και για τη Σκάλα, αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ΠΟΤΕ. Έφυγε πλήρης ημερών, απογοητευμένος όμως, γιατί το τελευταίο όνειρό του για τον αγαπημένο του ταρσανά δεν υλοποιήθηκε. Σήμερα δεν υπάρχει πλέον ταρσανάς. Τα λιγοστά τετραγωνικά που έχουν απομείνει δυστυχώς χρησιμοποιούνται για ΠΑΡΚΙΝΓΚ. ΚΡΙΜΑ!

Δεν είναι ποτέ αργά να επανέλθει το ειλικρινές ενδιαφέρον και η έμπρακτη αγάπη μας για κάτι μοναδικό, που για πολλά χρόνια έδινε ζωή και ομορφιά στη Σκάλα.
Ένα μικρό μουσείο στην είσοδό της ας πούμε, αφιερωμένο στην παραδοσιακή ναυπηγική της με κάθε λογής υλικά (φωτογραφικό, ηλεκτρονικό, εργαλεία και άλλα). Θα ήταν ένα κομμάτι της Σκαλιώτικης στεριάς και θάλασσας. Ένα κομμάτι της ζωής και της κουλτούρας της. Η βρύση απέναντι χρόνια τώρα περιμένει. Ίσως κάποιες σταγόνες της που δεν τις βλέπουμε τη νύχτα, να μαρτυρούν τον πόνο της. Περιμένει.

Πόσο, κ. Δήμαρχε, πόσο κοστίζει, επιτέλους; Ίσως, αν βοηθούσε ο Σύλλογός μας αλλά και ιδιώτες;