Οι ψουμουμένις!

Οι γ’απόκριγις τιλειώσαν,

ρίξαν…φάγαν ουλ’ καλά.

Έλα όμους που γλινώσαν…

τσ αυγατίσαν τα κιλά!

Έτσ λοιπόν ιφτά η γι’ ώρα

Στρατουνίκ’ κι Λιφτιρία,

ουριξάτις πήραν φόρα

για να παν πιζουπουρία.

Απ τ Σουράδα, τσούκου-τσούκου,

Ακλειδιού, Κουμκό, Βαρειά,

ήβγαν πλια απά στού δρόμου

κάτου, απ’ τ θάλασσα μιριά.

Ψουμουμένις τσι αφράτις…

κουβιντιάζαν, πουρπατούσαν,

βλέπαν τσ’ένα γύρου τς μπάντις,

κνιόνταν… τσι παραπατούσαν.

Του παγαίναν τσι… τρουχάδην,

καμαρώναν δυό κουρμάρις,

μόνι που’ βγαν για του βάδην

τσι γ’ οι δυό μι σαγιουνάρις….

Σαγιουνάρις στα πουδάρια,

τόσου δρόμου, πού τιριάζ,

χουματόδρουμους, πιτράδια,

μ έναν κώλου… να τραντάζ;

Να τσι βζα…τσι κλοιά…παλάντζα,

τι προυφίλ, τσι τι αμφάς!…

Του γλι΄των’ς μαθέ τ ακτάρντ’σμα

τσι τα μούτρα σ να μη φάς;…

Κι έτσ, απά στην πιζουπουρεία,

«μπρος Μαριά τσι πίσου Ρήν’»,

κειν’ τ στιγμή η Λιφτιρία

λόγιαζι πρους τ Μυτιλήν’,

άκσι ξαφνικά ένα κρότου,

σα να έσπασι κλαδί…

ένα φραπ…ένα αλλιώτκου…

γύρσι πίσου τς… τι να δει!…

Βλεπ τη Στρατουνίκ’ στου χώμα,

μια τσι δυό… προυσγειουμέν’…

μι τα χέρια τς απλουμένα,

μπρούμτα ξαπλανταρουμέν’…

—Τ έπαθις βρε φιλινάδα;

Χτύπσις; Φτάξι Παναγιά μ!

—Άγιου είχα…Λιφτιρία

μι γλιτώσαν τα κιλά μ…

Πήρανι του σκόρτσου όλου…

τσι δεν έσπασα παγίδ,

μόνου τράνταγμα στουν κώλου,

τέτοια τα ’χου γω πιχνίδ!…

Έμπλιξι η σαγιουνάρα μ,

τρύπουσι τσ ένα πιτράδ,

παρ’ την κάτου απ’ ντ τρουμάρα μ,

πού’νταν να βριθεί του ρμαδ!

—Έ άντι σήκου, πάρι θάρρους.

Ν ανιφτήσου να σκουθείς;

–Οχ’ καλέ, μι τόσου βάρους…

μη ζουρστείς τσι κατουρθείς…

Τσ ανισκώθτσι πα στα σκέλια

η Στρατουνίκ’ μι χίλια ζόρια,

τσ έβαλι μι μιάς τα γέλια

για να διωξ τη στινουχώρια.

Χέρ μι χέρ… πιασμένις τώρα

κι γ’οι δυό για σιγουριά,

τσούκου-τσούκου… πίσου στ χώρα,

μι σγκαμένα… τα μηριά!.

Βαγγέλης Χατζημανώλης