Στης ηλικίας το ανηφόρι

Μικρός, με λέγανε «μωρό»

«παιδάκι», Πίπη, Λάκη,

αργότερα με τον καιρό

«μικρέ» και «αγοράκι».

Στα χρόνια τα μαθητικά

το ίδιο το μοτίβο,

κι αρχίζοντας ερωτικά

σκιρτήματα να κρύβω…

το πάλευα να το χαρώ

κάπως να μεγαλώσω,

όλο βιασύνη να μπορώ

πιο νεαρός να νιώσω!

Κι άκουγα πότε «νεαρέ»

πότε «παλικαράκι»,

οι συνομήλικοι το «ρε»

κι άλλοι το «φιλαράκι».

Ενήλικος πια φθάνοντας,

το «φίλε» και «λεβέντη»

και έτσι πάει λέγοντας

με στόχο το… «αφέντη».

Μοιραίως μεσολάβησε

σαφώς το… «στρατιώτη»

που την σκυτάλη έδωσε

μετά στο… «πατριώτη»!

Όλα αυτά στον «ενικό»

και εκλαϊκευμένα

κι ακολουθούν «πληθυντικό»

ψευτοκαλλωπισμένα.

Στο «Κύριε» σαν έφτασα

το χιλιοειπωμένο,

τον εαυτόν μου ένιωσα

σαν λόρδο κορδωμένο.

Και ήρθε το «αγάπη μου»,

ήρθε και το «πατέρα»,

έπαιρνα και το… χάπι μου

το μέρα παρά μέρα,

ήρθανε και τα βάσανα…

 μεσήλικο με βρήκαν

και «πού και απ’ ανάμεσα»

κουσούρια μού αφήκαν.

Μετά, το «προϊστάμενε»

ήταν ζωής το λούσο…

κι ήμουνα στο «περίμενε»

κι «αφεντικό» ν’ακούσω!

Βρέθηκα και στην σύνταξη

με το «παππού» για στάμπα

και κάθε επιφύλαξη

στο «μάστορα» και «μπάρμπα»!

Δεν τα’χα σε εκτίμηση,

μοιάζαν στριφνές φιγούρες,

μού φέρνανε στη θύμηση

τής πιάτσας λαϊκούρες!

Κι ήρθα εδώ. Πώς έφτασα;

Ούτε και που το ξέρω.

Μα τώρα πια το ένιωσα

μ’αυτό το «κυρ…» και «γέρο»!

Και μ’ όλ’ αυτά κατέληξα

στην Τρίτη Ηλικία,

τα σούφρωσα, τα έπνιξα

κι έβαλα την τελεία.

Κι έτσι, η νύχτα φτάνοντας

χαθεί κι ο αποσπερίτης,

θα φύγω πίσω αφήνοντας

να λεν το… «μακαρίτης»!

Βαγγέλης Χατζημανώλης

                   ****