Το Αρχοντικό της Σοφίας

Ιγνάτης Ψάνης

Το υπ’αρίθμ.165/ΙΑΝ-ΦΕΒΡ-ΜΑΡΤ-2021 φύλλο της εφημερίδας “ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ” που εκδώσαμε, όταν είχαμε την ευθύνη της σύνταξης της εφημερίδας, ήταν ένα από τα καλύτερά μας.
Μεταξύ των άλλων περιελάμβανε:
– Αφιέρωμα στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Συνέντευξη με τον σημερινό Πρύτανη κ. Δ Παπαγεωργίου)
– Μικρό αφιέρωμα στον “ΜΠΑΛΟ”
– Αφιέρωμα στον ταρσανά της Σκάλας
– Αφιέρωμα στα καφενεία του χωριού μας,
– Αφιέρωμα στο αρχοντικό της Σοφίας Παρασκευά.
μεταξύ των άλλων πολύ σημαντικών άρθρων. (Παραδοσιακή μουσική-Στάδιο-Θέρμα κλπ)
Από αυτό το φύλλο θα αναδημοσιεύσουμε, με την ευκαιρία της επίσκεψης της ομάδας open lesvos στο χωριό μας, το αρχοντικό της Σοφίας, που το δημοσιεύσαμε πολύ πριν το εντοπίσει η εθελοντική ομάδα open lesvos και η τηλεόραση!
Πρόκειται για εντυπωσιακά κείμενα, με φωτογραφίες που τα συνοδεύουν από την ίδια τη Σοφία. Εκτός από την αναφορά της στο δικό της σπίτι ασχολείται και με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Λέσβου, το Πυργόσπιτα και τα Αρχοντικά της, παραθέτοντας και πλούσια σχετική βιβλιογραφία.
ΤΟ ΑΧΟΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ (ο τίτλος δικός μας)
Σοφία Παρασκευά

Το ακίνητο αυτό, κηρύχθηκε διατηρητέο με απόφαση του αρμόδιου Υπουργείου Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβέρνησης, με το ΦΕΚ 252/24/3/1988.
Στη συνέχεια, ξεκίνησε η διαδικασία αναπαλαίωσης του κτηρίου και προσθήκης κατ’ επέκταση, με χωριστό όγκο, με μελέτη και επίβλεψη του κ. Χαράλαμπου Παπαδήμα, Πολιτικού Μηχανικού ΕΜΠ ’74 και με απόλυτο συσχετισμό με τον παραδοσιακό οικισμό του Πολιχνίτου, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και την ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα του κτηρίου. Η προσθήκη κατασκευάσθηκε όπισθεν του υπάρχοντος τμήματος και κατ’ επέκτα-
ση, προκειμένου να μην αλλοιωθεί ο όγκος του αρχικού οικοδομήματος.

Όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του υπάρχοντος κτηρίου εφαρμόσθηκαν και στην επέκταση και με την ίδια μορφή, αλλά και με την χρήση παραδοσιακών μεθόδων κατασκευής και εργαλείων. Χρησιμοποιήθηκαν πέτρες από το νησί που λαξεύτηκαεπί τόπου, για να συμπληρώσουν κατεστραμμένα στοιχεία του υπάρχοντος, αλλά και για την κατασκευή νέων στοιχείων στην επέκταση. Επίσης, η διακόσμηση των εξωτερικών επιχρισμάτων
και στα δύο κτήρια έγινε με χρήση παραδοσιακών μεθόδων (τραβηχτά και πελεκητά) με την χρήση αποκλειστικά παλαιών εργαλείων που ανευρέθησαν στο υπόγειο σχετικού καταστήματος κάπου στο Μοναστηράκι της Αθήνας (λάστιχα, χτένια, καλέμια,
σφυριά κλπ.). Ειδική επιμέλεια δόθηκε στις εξωτερικές γωνίες των κτηρίων (γωνιόλιθους που σχηματίζουν πέτρινους κίονες), όπου το επίχρισμα διαμορφώθηκε σε προεξέχουσες στρώσεις και χτενίστηκε, ώστε να δημιουργήσει αρμονική συνύπαρξη με την εξωτερική πέτρινη κατασκευή του κτηρίου. Το ίδιο έγινε και στα εξωτερικά ζωνάρια των κτηρίων, στο υπερυψωμένο δάπεδο του ισογείου και στην οροφή αυτού, με οριζόντιες γραμμώσεις,
καθώς και στην οροφή του ορόφου, στην έδραση της στέγης, όπου κατασκευάστηκε η παραδοσιακή απόληξη σε προεξοχή.

Όλα τα νέα στοιχεία προσεγγίζουν απόλυτα στην αρχική μορφολογία του κτηρίου.
Επισκευάσθηκε πλήρως ο ξύλινος εξωτερικός εξώστης με τα σιδερένια φουρούσια (σαχνισί ή σαχνισίνι) στην πρόσοψη του υπάρχοντος κτηρίου, ώστε να αποκατασταθεί η στατική του
επάρκεια και να καταστεί λειτουργικός. Και εδώ χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακές μέθοδοι κατασκευής και παλαιάς τεχνολογίας εργαλεία, από μαστόρους ξυλουργούς, ειδικευμένους στις χειροποίητες σκαλιστές ξύλινες κατασκευές, από τους τελευταίους που έχουν απομείνει στην Αγιάσο της Λέσβου. Ολόκληρη η κατασκευή στηρίζεται σε σιδερένια φουρούσια, είναι ξύλινη και φέρει παράθυρα – τζαμαρία που ανοίγει με τον παραδοσιακό τρόπο (τα φύλλα σύρονται κατακόρυφα, τύπου «καρμανιόλα», που στηρίζονται κατά το άνοιγμα με πεταλούδες και ελατήρια).

Για τον χρωματισμό των κτηρίων αναζητήθηκαν πληροφορίες από παρόμοια πυργόσπιτα και αρχοντικά της Λέσβου και αππαλαιό φωτογραφικό υλικό και μελέτη της ιστορίας της περιοχής και των ανατολικών και δυτικών επιρροών, έγινε προσέγγιση με φασματική ανάλυση με τα υφιστάμενα φυσικά εμφανή υλικά των όψεων (πέτρες, ξύλινα στοιχεία και σιδηρά στοιχεία), για να υπάρξει αρμονική συνύπαρξη με αυτά. Διατηρήθηκαν οι σιδερένιες πόρτες στο ισόγειο του υφιστάμενου κτηρίου, καθώς και τα σιδηρά παράθυρα, με την ισχυρή αμυντική κατασκευή. Επισκευάσθηκαν οι μεντεσέδες και οι μπάρες και οι κόντρες – γάντζοι
ασφαλείας, καθώς και οι τεράστιες κλειδαριές, με παραδοσιακό τρόπο και για χρήση με το ίδιο κλειδί, από παλιούς μαστόρους σιδεράδες στη Μυτιλήνη, με την μέθοδο του σφυριού και τηςφωτιάς και του καμινιού.

Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν και εσωτερικά των κτηρίων δένουν αρμονικά με αυτά των εξωτερικών όψεων, όπως η πέτρα, το μάρμαρο, το ξύλο και ο σίδηρος. Σε όλα τα επίπεδα
χρησιμοποιήθηκε το λευκό μάρμαρο Διονύσου για την επικάλυψη των δαπέδων, και το πράσινο μάρμαρο Τήνου και το ροζ μάρμαρο Ιωαννίνων για την επένδυση των δαπέδων και των τοίχωντων λουτρών. Το λευκό μάρμαρο στα δάπεδα δημιουργεί κλασσικά σχέδια με ρόμβους και περιζώματα από έγχρωμα μάρμαρα,σε ευθύγραμμη διάταξη. Το ισόγειο επικοινωνεί με τον όροφο με ανοιχτή κεντρική σκάλα, που οδηγεί πρώτα σε εσωτερικό εξώ-
στη, επενδεδυμένη με λευκό μάρμαρο Διονύσου. Στους χώρους καθιστικού όλων των επιπέδων, καίρια θέση κατέχουν τα τζάκια, όλα με επένδυση μαρμάρου και ξύλου, με σκαλιστά πέτρινα και μαρμάρινα φουρούσια. Στον αύλειο χώρο, έχει κατασκευασθεί τοίχος με πέτρινες καμάρες και αλκόβες και παραδοσιακή πέτρινη βρύση. Υπάρχουν και πέτρινες κατασκευές που συνθέτουν σύνολο για μαγείρεμα και ψήσιμο φαγητού και ψωμιού (φούρνος με ξύλα) και αποθήκευση βοηθητικών εργαλείων και υλικών και πάγκους σερβιρίσματος. Στον υπόγειο χώρο των κτηρίων υπάρχει ξενώνας και καθιστικό με τζάκι και κουζίνα με εσωτερικό φούρνο με ξύλα.
Στο παλαιό κτήριο η υπάρχουσα σοφίτα διαμορφώθηκε κατάλληλα και συνδέεται με τον υποκείμενο όροφο με κυκλική ξύλινη σκάλα, και διαθέτει ενιαίο χώρο με κτιστό ενιαίο περιμετρικό χαμηλό καθιστικό – ησυχαστήριο (κλασσικό ανατολίτικο), που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν παιδικό δωμάτιο, με μικρό
τζάκι και λουτρό.
Το ισόγειο του κτηρίου διαθέτει σαλόνι και καθιστικό με τζάκι, τραπεζαρία (που αποτελεί και την σύνδεση στο ισόγειο των δύο κτηρίων) και κουζίνα, σε ενιαίο χώρο, με τον μόνο οπτικό διαχωρισμό το ανοιχτό περιμετρικά κεντρικό τζάκι. Επίσης, στον χώρο του σαλονιού κυριαρχεί ανοιχτός εσωτερικός εξώστης με καθιστικό – γραφείο, που επικοινωνεί με αυτόν με την κεντρική ανοιχτή σκάλα.

Ο όροφος του παλαιού κτηρίου διαθέτει ένα κύριο υπνοδωμάτιο και ένα καθιστικό με τζάκι που έχει πρόσβαση στον κλειστό εξώστη (σαχνισίνι), στην πρόσοψη του κτηρίου, και επι-
κοινωνεί με την σοφίτα. Ο όροφος του νέου, κατ’ επέκταση κτηρίου, διαθέτει δύο
κύρια υπνοδωμάτια με ανοιχτούς εξώστες (βεράντες), ανεξάρτητο χώρο γραφείου και ανοιχτή βεράντα, που διαμορφώθηκε στην οροφή του τμήματος του ισογείου, ανάμεσα στα δύο κτήρια, που είναι ενωμένα στον ισόγειο όροφο, αλλά διαχωρίζονται στον όροφο (για να επιτευχθεί η διάσπαση των όγκων του κτηρίου και να διατηρηθεί το παραδοσιακό ορθογώνιο, με μικρή διαφορά πλευρικών διαστάσεων, πυργοειδές αμυντικό σχήμα του).
Όλα τα δωμάτια διαθέτουν ξύλινες ιματιοθήκες, νιπτήρες και παραδοσιακά εντοιχισμένα κουζινάκια και κρεβάτια και άλλα έπιπλα (κομοδίνα, καθρέπτες, κασέλες, κλπ.), ξύλινα και σιδερένια, παλαιάς τεχνοτροπίας και στιλ. Στους τοίχους υπάρχουν παλαιοί πίνακες ζωγραφικής και πορτραίτα, αλλά και παλαιά υφαντά. Στα παράθυρα επικρέμανται σκίαστρα διαφανή και υφασμάτινα.
Οι στέγες των κτηρίων είναι κεραμοσκεπείς τετράριχτες, κλασσικές για την μορφή των πυργόσπιτων και των παλαιών αρχοντικών, με ελεύθερη απορροή των υδάτων της βροχής.
Στον αύλειο χώρο έχουν επιλεγεί φυτά που συνήθως εμφανίζονται σε παραδοσιακούς οικισμούς και διατηρητέα κτήρια, όπως είναι τα φοινικοειδή και τα κυπαρισσοειδή.
Ο εσωτερικός και ο εξωτερικός φωτισμός αναδεικνύει όλες τις λεπτομέρειες των κτηρίων και των χώρων, με ζεστά χρώματα, από φως που πηγάζει από μπρούτζινα παραδοσιακά
φωτιστικά και πολυελαίους, και διαθλάται μέσα από λευκούς κρυστάλλους. Κάθε εσοχή των χώρων (αλκόβες), εσωτερικά και εξωτερικά, αντιμετωπίζεται αποκλειστικά, τόσο υλικοτεχνικά και χρωματικά, όσο και από απόψεως φωτισμού.

Η αρχική κατασκευή του ανάγεται προ του 1900 και ανήκε στην οικογένεια Σαραντίδη. Το 1952, δια διαθήκης, μεταβιβάστηκε από την Αικατερίνη, σύζυγο Σαράντου Σαραντίδη, στην
κόρη τους Αθηνά, σύζυγο Κυριάκου Μακρή. Μετά τον θάνατό της, το 1968, το ακίνητο περιήλθε στο γιό τους, Μιχαήλ Κυριάκου Μακρή, κατοίκου Γαλλίας. Στη συνέχεια, το 1983,αγοράστηκε από τη δασκάλα Αικατερίνη Παρασκευά, η οποία, το 1989,
το μεταβίβασε στην κόρη της, Σοφία.
Οικοδομικά στοιχεία:
Διεύθυνση: Ελευθερίας 19, Πολιχνίτος Λέσβου
Επιφάνεια Οικοπέδου: 335,40 τ.μ.
Πρόσωπο: 13,50 τ.μ.
Πρασιά: 3,60 μ.
Πλάγιος Ακάλυπτος: 3,70 μ.
Δομημένη Επιφάνεια: 267,00 τ.μ.
Αναπαλαίωση – Προσθήκη: 1989

Βαδίζοντας στην Λέσβο, αισθάνεται κανείς αυτό που θα μπορούσε να ονομάσει σχετικότητα του χρόνου. Εδώ, παλιά και τωρινά, μπλέκονται σε έναν χορό, όταν το παρελθόν ορθώνεται
μπροστά στα μάτια σου ζωντανό, μέσα από τις δημιουργίες των ανθρώπων που πέρασαν από το νησί. Στην Θερμή και στον Άγιο Βαρθολομαίο, ένα όστρακο ζωντανεύει τον μόχθο των προϊστο- ρικών ανθρώπων. Στην Κλοπεδή, το μάτι σαγηνεύεται από την μυστικιστική αρμονία των αιολικών κιονόκρανων. Στα Μέσα, το θρόισμα των φύλλων στον άνεμο φέρνει μακρινούς ήχους από χαρούμενες φωνές και τραγούδια γυναικών που διαγωνίζονται
προς τιμήν της θεάς Ήρας…

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική και η οικιστική οργάνωση της Λέσβου, όπως επιβιώνει σήμερα, είναι δημιούργημα των ιστορικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν στην Λέσβο από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και εξής. Την εποχή εκείνη οι κάτοικοι του νησιού, λόγω των πειρατικών επιδρομών, εγκατέλειψαν τα παράλια και δημιούργησαν οικισμούς μακριά από τα κέντρα των Οθωμανών, ενώ οι Τούρκοι της Λέσβου κυρίως στη Μυτιλήνη και στον Μόλυβο. Έτσι, τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ομαδοποιούνται σε γεωγραφικές περιοχές. Αυτή η κατά περιοχές οικιστική οργάνωση του νησιού δεν επιτρέπει γενικεύσεις στην περιγραφή της αρχιτεκτονικής του ταυτότητας. Άλλοτε την ιδιαιτερότητα του οικοδομήματος επιβάλλει το ταξικό πλαίσιο, και άλλοτε η χρηστική του αξία. Στην Λέσβο, η
αρχιτεκτονική διαμορφώθηκε μέσα από το πάντρεμα τεχνοτροπιών διαφορετικής γεωγραφικής προέλευσης: Βόρεια Ελλάδα και Μικρά Ασία αποτελούν πηγές επιρροής, καθιστώντας την αρχιτεκτονική της Λέσβου εντελώς διαφορετική από την τυπική αιγαιοπελαγίτικη, όπως αυτή διαμορφώθηκε, κυρίως, στα κυκλαδονήσια. Η Λέσβος, ως προς την αρχιτεκτονική της, εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο με άλλα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, όπως η Λήμνος και η Σαμοθράκη. Φαίνεται πως στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας κινήθηκαν τεχνίτες που εφάρμοσαν τα ίδια αρχιτεκτονικά πρότυπα και άφησαν το στίγμα τους στην αισθητική που διαμορφώθηκε σε αυτά τα νησιά, τα οποία, ούτως ή άλλως, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, συνδέονταν στενότερα με την Βόρεια Ελλάδα, παρά με τις Κυκλάδες. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, σχεδόν αποκλειστικά, ήταν το ξύλο και η πέτρα. Η εικόνα που έχουμε για την αρχιτεκτονική του νησιού είναι ελλιπής, και γι’ αυτό σαφώς ευθύνονται οι σεισμοί και οι πυρκαγιές, που, κατά καιρούς, έπληξαν την Λέσβο.
Μένουν, όμως, τα πυργόσπιτά της, τα αρχοντικά στους αστικούς οικισμούς, οι αγροικίες και τα σπίτια των χωριών, τα λιθόστρωτα σοκάκια, οι κρήνες, χτισμένες, οι περισσότερες, στην εποχή της Τουρκοκρατίας, και οι γέφυρες που ζωντανεύουν, ακόμη, μια Λέσβο, που διατηρεί τις βαθιές ρίζες στο χρόνο να θυμίζουν
την ζωή και την αισθητική των χρόνων που πέρασαν. Αλλά, και τα βιομηχανικά της κτήρια, τα ελαιοτριβεία και τα σαπωνοποιεία, και οι αναρίθμητες εκκλησίες και τα μοναστήρια, που έχτισαν οι Λέσβιοι. Κτήρια χτισμένα για να καλύψουν τόσο διαφορετικές ανάγκες, ωστόσο, όλα κατασκευασμένα με την αγάπη και την φιλοπονία των νησιωτών και εναρμονισμένα στο φυσικό περιβάλλον, ώστε τα χρόνια που αδυσώπητα περνούν, να τα κάνουν, απλά, περισσότερο γοητευτικά. αδυσώπητα περνούν, να τα κάνουν, απλά, περισσότερο γοητευτικά.

                            ΤΑ ΠΥΡΓΟΣΠΙΤΑ

Στα περίχωρα της Μυτιλήνης, ως τις αρχές του 19ου αιώνα χτίστηκαν τα επιβλητικά πυργόσπιτα της Λέσβου, ως εξοχικές κατοικίες πλουσίων Ελλήνων και Τούρκων αστών.
Τις βρίσκουμε μέσα στον περίβολο κτημάτων, και μάλιστα στο ψηλότερο σημείο του κτήματος, πολυώροφες και οχυρές. Ο πέτρινος όγκος τους υψώνεται σε δύο ή τρεις ορόφους.
Άλλοτε ο τελευταίος όροφος διαμορφώνεται με σαχνισίνι, σταθερά, όμως, λείπουν τα ανοίγματα στους χαμηλότερους ορόφους, γεγονός που υποδηλώνει τον αμυντικό τους χαρα-
κτήρα. Τα πυργόσπιτα έπρεπε να προστατεύουν τους ιδιοκτήτες τους από εχθρικές επιθέσεις, ιδιαίτερα σε μια εποχή, που στην Λέσβο λυμαίνονταν οι πειρατικές γαλέρες του Αιγαίου. Ο φόβος των πειρατών υπαγόρευσε την καθ’ ύψος ανάπτυξη των πυργόσπιτων, την έλλειψη ανοιγμάτων στο ισόγειο, την βαριά και ενισχυμένη με ξύλινες μπάρες και πελώρια κλειδαριά, εξώπορτα, τους “φονιάδες” (τρύπες πάνω από την πόρτα ή κάτω από τα παράθυρα, από τις οποίες έριχναν ζεστό νερό ή λάδι στους επιτιθέμενους). Οι Λέσβιοι, λοιπόν, κατασκεύαζαν τα απομονωμένα στην ύπαιθρο εξοχικά τους σαν
πραγματικούς πύργους. Μόνο στους Πύργους Θερμής εμφανίζονται αυτού του τύπου τα οικοδομήματα συγκεντρωμένα σε συστάδες. Εκεί στέκει ο παλιότερος σωζόμενος πύργος
του νησιού, ο πύργος του Νιάνια, που χρονολογείται από το 1647, και ξεχωρίζει για την σταυροειδή του κάτοψη. Μέσα στον πολεοδομικό ιστό του οικισμού της Θερμής, ο πύργος
του Μαγνήσαλη και ο πύργος του Γιαννά, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα του ιδιότυπου αυτού αρχιτεκτονήματος, που αναπτύχθηκε στο νησί της Λέσβου.

     ΤΑ ΑΡΧΙΟΝΤΙΚΑ

Στα μέσα του 19ου αιώνα, στην Οθωμανική αυτοκρατορία, σημειώθηκαν σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που επηρέασαν την κοινωνική ζωή των υπό τουρκική κατοχή
ελληνικών περιοχών, όπως της Λέσβου. Το μονοπώλιο καταργήθηκε, η ιδιοκτησία των Ελλήνων νομιμοποιήθηκε και επιτράπηκε η μετανάστευση. Συνέπεια αυτών των αλλαγών
ήταν η άνθηση μιας νέας μεγαλοαστικής τάξης Ελλήνων εμπόρων και γαιοκτημόνων στην Λέσβο. Στην Μυτιλήνη ιδρύονται τραπεζικοί οίκοι και εγκαθίστανται προξενικές
αρχές ευρωπαϊκών χωρών. Πολλοί Λέσβιοι επεκτείνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες στο εξωτερικό και εγκαθίστανται εκεί. Έτσι, η Μυτιλήνη γίνεται από τα σημαντικότερα
εμπορικά και οικονομικά κέντρα του Αιγαίου, και τόπος όπου συντελείται ο συγχρωτισμός της Ανατολής με την Δύση. Ο τρόπος ζωής των κατοίκων, των αστικών, κυρίως, κέντρων,
αλλάζει. Οι νέες τάσεις στην αισθητική – δυτικίζουσες, κατά κύριο λόγο – και οι νέες αξίες αποτυπώνονται στην αρχιτεκτονική των αρχοντικών της Μυτιλήνης και του Μολύβου. Η
εξέχουσα τάξη των Ελλήνων γαιοκτημόνων και εμπόρων θέλει, μέσα από την κομψότητα – κάποιες φορές και την υπερβολή – των κατοικιών της, να εκφράσει την υπεροχή της.

Τα αρχοντικά που κατασκευάστηκαν από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, για να κοσμήσουν την Μυτιλήνη, απέκλιναν ριζικά από την παραδοσιακή λεσβιακή αρχιτεκτονική, που ήταν ένα μείγμα βορειοελλαδίτικων και τουρκικών επιρροών. Ο ντόπιος τεχνίτης αντικαταστάθηκε από τον επιστήμονα αρχιτέκτονα, ο οποίος, σύμφωνα με τις
επιταγές και τις επιθυμίες του πελάτη του, στρέφεται προς έναν εκλεκτικισμό, που συνδυάζει δυτικά και οθωμανικά αρχιτεκτονικά πρότυπα. Χαρακτηριστική είναι η πολυμορφία των κατασκευών, που φανερώνει την τάση των ιδιοκτητών τους για μοναδικότητα και επίδειξη, στην μικρή κοινωνία του νησιού. Τα διάφορα στιλ (κυρίως μπαρόκ και νεογοτθικό), αναμειγνύονται σε ένα μοναδικό στην ιστορία της αρχιτεκτονικής συναπάντημα τεχνοτροπιών.

Πολλά από τα αρχοντικά αυτής της εποχής σώζοντα ιακόμη και σήμερα, άλλα ανακαινισμένα, για να στεγάσουν τους νέους ιδιοκτήτες τους ή δημόσιες υπηρεσίες, άλλα εγκαταλειμμένα στην φθορά του χρόνου. Στα αρχοντικά στεγάστηκαν κάποιες από τις σπουδαιότερες οικογένειες της Μυτιλήνης, όπως η οικογένεια Αλεπουδέλη (θείος του Οδυσσέα Ελύτη), Βουρνάζου, Γούτου,Τρύφωνος, Φουρτούνα, κ.ά. Με τα ίδια πρότυπα κατασκευάστηκαν και κτήρια που προορίζονταν να στεγάσουν δημόσιες υπηρεσίες και χώρους κοινωνικών συνευρέσεων, αλλά και εκκλησίες, όπως ο ναός του Αγίου Θεράποντα, το Α’ Γυμνάσιο Μυτιλήνης και το Δημαρχείο. Τα παλαιότερα αρχοντικά του νησιού, που χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, δεν παρουσιάζουν ομοιότητες με τα νεότερα αρχοντικά της Μυτιλήνης. Σε αυτά, η ανατολίτικη επίδραση είναι εντονότερη, ώστε να εντάσσονται στον κύκλο των καθαρά οθωμανικών επιρροών. Σήμερα σώζονται, μόνο, το αρχοντικό της Βαρελτζήδαινας στην Πέτρα και τα σπίτια του Γιαννάκου και του Κράλλη στον Μόλυβο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
• Μαρία Γιάγκου – Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου
2003
• Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης, Υπουργείο Πολι-
τισμού, Κ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτή-
των, Μυτιλήνη, 1999
• Βοστάνη-Κούμπα Ε., Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτε-
κτονική, Λέσβος, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1882
• Δράκος Ε., Λεσβιακά, Αθήνα, 1899
• Ζαγορίσιος Μ. Γ., Γιαννουρέλλης Γ. Ν., Παραδοσιακή
Αρχιτεκτονική της Λέσβου, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας,
Αθήνα, 1995
• Μπελαβίλας Ν., Λιμάνια και Οικισμοί στο Αρχιπέλαγος
της Πειρατείας, Αθήνα, 1997
• Ορλάνδος Α. Κ., «Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλή-
νων και οι τρόποι εφαρμογής αυτών κατά τους συγγραφής,
τας επιγραφάς και τα μνημεία” Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αρ. 37, τεύχ. 2, Αθήνα, 1959-1060
• Παρασκευαΐδης Π. Σ., Η Λέσβος κατά την Τουρκοκρα-
τία, Εταιρεία Αιολικών Μελετών, Μυτιλήνη, 1881
• Παρασκευαΐδης Π. Σ., Η Μυτιλήνη επί Γατελούζων,
Μυτιλήνη, 1970
• Σιφναίου Ε., Λέσβος, Οικονομική και Κοινωνική Ιστο-
ρία (1840-1912), Δήμος Μυτιλήνης – Τροχαλία, Μυτιλήνη,
1996
• Τάξης Ο., Συνοπτική Ιστορία και Τοπογραφία της Λέ-
σβου, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη, 1995
• Τεριάντ Εκδόσεις, Εκατονταετηρίδα 1897-1997, Μου-
σείο – Βιβλιοθήκη Τεριάντ, 1998