Της Συμώνης Κατραμάδου (Ph.D.)*
Σ’ αυτόν τον «κόσμο τον μικρό τον μέγα» γιορτάζουμε δύο εθνικές επετείους κι όμως καμιά τους δεν σηματοδοτήθηκε από την νίκη. Η «Ελλάδα των ύμνων και των θρήνων» γιορτάζει την έναρξη του αγώνα εναντίον των Τούρκων στις 25 Μαρτίου, εναντίον των δυνάμεων του Άξονα την 28ηΟκτωβρίου. Η νίκη ήρθε τελικά, όταν είχαμε ήδη θρηνήσει χιλιάδες νεκρών, όταν οι ψυχές των προγόνων μας που έζησαν στις μαύρες εκείνες εποχές είχαν σημαδευτεί ανεξίτηλα από τον τρόμο και την απώλεια. Δεν γιορτάζουμε τη μέρα της οριστικής απαλλαγής από τον απάνθρωπο ξένο ζυγό παρά μόνο σε τοπικό επίπεδο, όπου η απελευθέρωση είχε επέλθει με λίγες αψιμαχίες και μικρές απώλειες. Η απελευθέρωση της Λέσβου από τον οθωμανικό ζυγό στις 8 Νοεμβρίου του 1912 εορτάζεται κάθε χρόνο εν χορδαις και οργάνοις. Ποιος όμως θυμάται πια πότε άρχισε η σκλαβιά μας;
Αποφράδα μέρα η 1η Σεπτεμβρίου του 1462. Επί χρόνια, πληρώναμε λύτρα στους Οθωμανούς για την λευτεριά μας. Κι όμως, εκείνη τη μέρα, τα καράβια τους μαύρισαν τον ορίζοντα της Επάνω Σκάλας και το φως έσβησε στις ψυχές μας. Οι γενοβέζοι άρχοντές μας, οι Γατελούζοι, πολέμησαν γενναία, διακόσιοι γενοβέζοι ιππότες, καμιά εβδομηνταριά Ιωαννίτες και 3 – 4 χιλιάδες ντόπιοι άμαχοι εναντίον 40.000 εμπειροπόλεμων Οθωμανών! Δύο εβδομάδες κράτησαν την πόλη. Μας έταξαν οφίκια και πλούτο στην Πόλη. Λάβαμεμάχαιρα. Κανείς από τους υπερασπιστές μας δεν επέζησε. Για τον Οθωμανό, λόγος που δόθηκε σε «άπιστο» δεν ισχύει. Ούτε συμβάσεις, ούτε συμφωνίες σεβάστηκαν όταν το συμφέρον τους το υπαγόρευε. Κάτι που για τους Έλληνες θεωρείται ντροπή, για εκείνους ήταν και είναι θεμιτή επιλογή. Πιστέψαμε στο λόγο τους. Χάσαμε. 15 Σεπτεμβρίου του 1462, δέκα χρόνια μετά την άλωση της Πόλης έπεσε η Μυτιλήνη. Το υπόλοιπο Αιγαίο πάει κι αυτό και μαζί του η πρώτη ελληνική αυτοκρατορία, η Βυζαντινή, έσβησε οριστικά. «Έθλιψε την Ελλάδα νύκτα πολλών αιώνων, νύκτα μακράς δουλείας».
Ακριβώς τετρακόσια πενήντα χρόνια σκλαβιάς. Κανείς πια δεν θυμάται αυτή την επέτειο. Κανείς δεν θρηνεί τους χαμένους από τους κανονιοβολισμούς της οθωμανικής μπομπάρντας, ή τις ζωές που το νήμα τους αναίτια κόπηκε από το μοχθηρό γιαταγάνι, ή τους άλλους που κάηκαν στη μεγάλη φωτιά στο Μελανούδι. Τις γυναίκες που πάντα πληρώνουν πρώτες το μένος του επιτιθέμενου με το κορμί τους και τα παιδιά που δεν πρόφτασαν να δουν το φως του ήλιου να εναλλάσσεται μ’ αυτό της σελήνης. Κι ακόμα, τον ανθό της λεσβιακής νιότης, κορίτσια κι αγόρια που τα άρπαξαν απ’ τις εστίες τους και την αγκαλιά των δικών τους, σκλάβους σε σκλαβοπάζαρα και σε χαρέμια. Δεκάδες χιλιάδες που δεν ξανάδαν τον αγαπημένο τόπο. Η μνήμη τους χάθηκε στο γλυφό νερό της λήθης που μας πότισε η μακροχρόνια σκλαβιά΄ ίσως και η ανάγκη να ξεχάσουμε, για να μπορέσουμε να ζήσουμε στον δύσκολο αυτόν τόπο που μας έλαχε, περίκλειστο σε κόλπο πια ξένο, τον Αδραμυτινό.
Ερήμωσε τότε το νησί, ερήμωσε και η λεσβιακή ψυχή. Ο τόπος που έδωσε ποιητές και φιλοσόφους, που σημάδεψε με τον πολιτισμό του την παγκόσμια ιστορία, έχασε την επαφή με την λαμπρή παιδεία που δημιούργησε και όπου συμμετείχε για αιώνες. Ζήσαμε λίγοι, φτωχοί, κρυφά, μέσα σε πνευματικά λαγούμια, να μην ακουστούμε για να κρατήσουμε, έστω και με εξευτελισμούς και αδικίες, αυτό το λίγο, το ελάχιστο ζωής που αναλογεί στον σκλάβο. Αντί του ευ ζην, η επιβίωση. Εκεί που ανθούσε ο λόγος, τώραμαρασμός. Και πόσο ν’ αντέξει η ψυχή την πνευματικήανομβρία; Πόσα να σώσει και πόσα ν’ αφήσει πίσω; Πού να βρει τους χυμούς που κυλούσαν ορμητικά στις φλέβες του ελληνικού πλατάνου; Πέσαν τα φύλλα, στέρεψαν οι χυμοί.
Πάνε 100 ακριβώς χρόνια από την επικύρωση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά μας με τη Συνθήκη της Λωζάνης. 6 Αυγούστου του 1924 τέθηκε σε ισχύ, και εμείς λεύτεροι και σύμφωνα με τον διεθνή νόμο, ενώσαμε τις μοίρες μας με αυτές της παλιάς Ελλάδας. Κι όμως, ακόμα να κοιτάξουμε πίσω μας. Να αναζητήσουμε αυτές τις ρίζες που μας έφεραν ως εδώ, που μας έδωσαν τον «ήλιο τον ηλιάτορα»για φως και σκέπη και γη «το περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι». Πού είναι η μνήμη; Που το μνημόσυνο και η απότιση τιμής; Είχαμε χάσει, όχι μόνον τη ζωή, τη λευτεριά, αλλά και τη συμμετοχή στον πολιτισμό που άνθιζε τότε στην Ευρώπη. Την Αναγέννηση, που ανέβασε πάλι στο βάθρο τους δασκάλους της Αρχαίας Ελλάδας. Ούτε στον Διαφωτισμό συμμετείχαμε, την εποχή του ορθού λόγου. Είχαμε μείνειπίσω στον Μεσαίωνα, εμείς που πρωτοπορούσαμε. Λίγοι από μας καταφέρανε να φέρουνε την λεσβιακή άνοιξη στα γράμματα του μεσοπολέμου. Με κόπο και πάθος γιατί είχαμε χάσει πολύ χρόνο. Και ξέραμε ότι βοήθεια δεν θα είχαμε απ’ αλλού. Καταλάβαμε ότι «αν είν’ ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς». Οι υπόλοιποι ακόμα παλεύουμε, συχνά με τις σκιές, αφού το παρελθόν μας ακόμα να το αντιμετωπίσουμε. Ακόμα να το εντάξουμε στις εμπειρίες της πολύπαθης ράτσας μας. Εμπειρίες που θα μας στήριζαν σε κάθε καταιγίδα και σεισμό. Και όπως λέει ο φιλόσοφος, «ο λαός που ξεχνά την ιστορία του κινδυνεύει να την ξαναζήσει».
Τώρα που πλέον έχουμε σχέσεις και επαφές με την ακτή που κάποτε ήταν ‘ο Μυτιληναίος αιγιαλός’, όπου άνθησε για αιώνες η ελληνική διανόηση και πια διαφεντεύεται από τους πρώην εχθρούς, ας μην ξεχνάμε την 1η Σεπτεμβρίου. Κι αςθυμόμαστε και τη δική μας τη Σαπφώ που εν σοφία έλεγε «Μήτ᾽ ἔμοι μέλι μήτε μέλισσα». Ούτε το μέλι θέλω ούτε τη μέλισσα. Κι αν όμως δεν θέλουμε να κλείσουμε τις πόρτες ή δεν μπορούμε, ας θυμηθούμε τουλάχιστον τον λαϊκό θυμόσοφο που πάντα κρατούσε κι ένα ξύλο…
ΥΓ1. Για την πτώση της Μυτιλήνης στους Οθωμανούς βλ. τονέο μου μυθιστόρημα Ξενόνυχτες (2024, Εκδόσεις Άνω Τελεία).
ΥΓ2. Ποιητικές αναφορές στο κείμενο από τον Οδυσσέα Ελύτη (Γένεσις, Άξιον Εστί), τον Ανδρέα Κάλβο (Ο Ωκεανός, Ωδή Δεκάτη) τον Γιώργο Σεφέρη (Άρνηση, Ποιήματα), τον Κώστα Βάρναλη (Η καμπάνα) και τη Σαπφώ.
*Η κα. Συμώνη Κατραμάδου είναι συγγραφέας, Πρεσβευτής Α’ στο Υπουργείο Εξωτερικών και σύμβουλος για πολιτιστικά και εκπαιδευτικά θέματα.