Τάσος Μακρής
Συνομήλικος, συμμαθητής και φίλος, σ’ όλο το ηλικιακό διάνυσμα(1938-2025), ο Δημήτρης Κωφόπουλος του Ιγνατίου, έφυγε ήρεμα από τη ζωή, αφού πρώτα εκπλήρωσε όλες τις επιθυμίες και όλες του τις υποχρεώσεις.
Έμεινα πίσω και μη έχοντας τι άλλο να κάνω, ανασκαλεύω μνήμες και κάνω, τώρα πια, μόνος μου τον απολογισμό.
Γεννηθήκαμε και ζήσαμε δυο προπολεμικά χρόνια. Μεταξικά βέβαια, αλλά…με τάξη και με τάξη χορτάτα, ως που μας ήρθαν κάποιοι άλλοι τακτικοί ταραξίες, έκαναν τον κόσμο μας άνω κάτω και πήραν τις μπουκιές από το στόμα. Τους διώξαμε, όμως, για να πάρει σειρά ο χειρότερος εμφύλιος. Δυο απανωτοί πόλεμοι γέμισαν τη ζωή μας με πείνα, πόνο, γύμνια, ταπείνωση!
Μόλις που τελείωσαν οι πόλεμοι, δωδεκάχρονοι, βρεθήκαμε, τον Σεπτέμβρη του 1950, σε μία σχολική αίθουσα, ογδόντα παιδιά, απ’ όλη τη γύρω περιοχή, στοιβαγμένοι σε εξατάξια θρανία, εμπιστευμένοι στην ευσυνειδησία- φιλότιμο ενός μόνο θεολόγου καθηγητή, για να αρχίσουμε τις σπουδές μας! Τα πάντα ήταν δύσκολα. Οι γονείς μας έπρεπε να πληρώσουν για τα βιβλία μας, να πληρώσουν για τον επιπλέον καθηγητή, που χρειάστηκε, για να λειτουργήσει και δεύτερη τάξη, για να μας κάνουν παπούτσια, ρούχα, που ήταν πανάκριβα, σε χρόνους με ανύπαρκτα μεροκάματα.
Κουτσά-στραβά οι δύο τάξεις βγήκανε κι αφού μάθαμε και σιγουρευτήκαμε πως «… ο φίλος τον φίλο εν κινδύνοις γιγνώσκει», ετοιμαστήκαμε να πάμε στην τρίτη Γυμνασίου, στη Μυτιλήνη. Οι γονείς μας τις μπουκές του ψωμιού τις μετρούσαν, αλλά τα παιδιά έπρεπε να μάθουν γράμματα. Οι πόλεμοι αντί να φοβίσουν και να ταπεινώσουν τους Έλληνες ατσάλωσαν τη θέλησή τους να βελτιώσουν τη ζωή των παιδιών τους. Η παραίνεση : « Μάθε, παιδί μου, γράμματα» ήταν ο στόχος ο δικός τους και οδηγούσε τα βήματα τα δικά μας.
Ο αείμνηστος Κώστας Πελέκος, ως πρόεδρος του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων κίνησε Γη και Ουρανό και προστέθηκε και τρίτη τάξη στο κουτσό ημιγυμνάσιό μας. Την επόμενη χρονιά και τέταρτη, τη μεθεπόμενη και πέμπτη και τέλος αποφοίτησε η πρώτη σειρά, η σειρά μας, από το ολοκληρωμένο Γυμνάσιο Πολιχνίτου. Οι μισοί καθηγητές ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, οι άλλοι μισοί πληρώνονταν από τους γονείς μας, οι οποίοι δεν είχαν πάντα τη δυνατότητα να εξοικονομήσουν τα δίδακτρα του παιδιού τους. Στην περίπτωση αυτή ο εισπράκτορας έδιωχνε τα παιδιά από το σχολείο, τα πλήγωνε, τα ντρόπιαζε και οι καθηγητές τα έβαζαν απουσίες. Θυμάσαι, Δημήτρη, δεν γίνεται να μη θυμάσαι, τέτοια τα παίρνει ο άνθρωπος μαζί του και στην άλλη ζωή…
Καλοκαίρι 1956! Επιτέλους απόφοιτοι Γυμνασίου! Και τώρα τι; Πού πάμε, τι κάνουμε, που δεν μπορούμε να’ μαστε πια παιδιά; Είμαστε, όμως, όπως πίστευαν άλλοι, χωριατόπαιδα μεν, μορφωμένα δε! Μπορούσαμε να χτυπήσουμε τις πόρτες των σχολών και αυτές ν’ ανοίξουν, ίσως γιατί η πατρίδα τότε χρειαζόταν και τους ημιμαθείς!
Πήγες εκεί, που ήταν η κλήση σου Δημήτρη, στον χώρο του αθλητισμού, πήγα εκεί, που μου επέτρεπαν οι δυνατότητες του πατέρα μου. Τα καταφέραμε. Γίναμε και οι δυο εργάτες της Παιδείας. Καταξιώθηκες στον επαγγελματικό σου χώρο, άφησες εποχή, άνοιξες δρόμους, μιλούν για σένα οι μαθητές σου, σε φώναζαν “δάσκαλε” και μ’ αυτόν τον τίτλο να σ’ ακολουθεί, θα διαγράφεται το φωτεινό σημάδι, που άφησες στο πέρασμά σου από τη ζωή.
Με τη δουλειά μας, με το κοινωνικό μας έργο, με την οικογένεια και τα παιδιά μας, που φτιάξαμε ακολουθώντας την εθνική μας παράδοση, ζήσαμε τα χρόνια της εθνικής προσπάθειας για ανασυγκρότηση της χώρας μας. Ζήσαμε εθνικές περιπέτειες, εξάρσεις, αλλά και ντροπιαστικές υποχωρήσεις, πολιτικές ανωμαλίες, μίση αβυσσαλέα, εθνικές ταπεινώσεις, ανόδους και καθόδους. Τα βγάλαμε πέρα, βγήκαμε αλώβητοι! Φτάσαμε στη σύνταξη.
Ζήσαμε και την τρίτη ηλικία με τα ταίρια μας, με τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Χαρήκαμε τα χόμπι μας. Παράπονο δεν έχουμε, η ζωή μας ήταν ενδιαφέρουσα. Από τον, σχεδόν πρωτογονισμό, των παιδικών μας χρόνων, άρχισαν τα θαύματα της τεχνολογίας να μας εκπλήξουν, να μας θαμπώνουν μέρα με τη μέρα: Τα σπίτια αποκτήσανε μπάνιο! Το νερό έτρεχε από τη βρύση του σπιτιού! Το φως ήταν ηλεκτρικό και τα λυχνάρια με τις τεχνολογικές προηγμένες λάμπες πετρελαίου έγιναν μουσειακά είδη. Τα εμβόλια φρέναραν τις παιδικές ασθένειες. Ήλθε στο χωριό μας κινηματογράφος (τι θαύμα!). Τα αυτοκίνητα πλήθαιναν- αποκτήσαμε κι εμείς! Το διάστημα κατακτήθηκε. Η τηλεόραση μάς έφερε στο σαλόνι μας τις εικόνες των ανθρώπων στο φεγγάρι. Πιάσαμε στα χέρια μας τα κινητά και τώρα μας λένε πως το μυαλό μας είναι άχρηστο, γιατί η τεχνητή νοημοσύνη θα σκέφτεται για εμάς!
Δε μας έμειναν αλλά να δούμε, Δημήτρη! Τα είδαμε όλα. Καμιά άλλη γενιά δεν πρόλαβε να δει τόσα πολλά θαύματα. Είμαστε η τυχερή γενιά. Καλά θα ήταν να μη φεύγαμε, αλλά δεν γίνεται να σκεφτόμαστε σαν τη θεια Γουνατούδα, που στα εκατό της χρόνια έλεγε:” Άντι βρε, που θα φύγω, τώρα που ήρταν τα καλά τα χρόνια, μι τα καλά τα φαγιά!”.
Είμαστε θνητοί και πρέπει να συμβιβαζόμαστε με την έννοια του τέλους. Αν με το τέλος υπάρχει μία άλλη αρχή, στην οποία πίστεψαν οι άνθρωποι, τότε καλή αρχή Δημήτρη. Είμαι σίγουρος πως κι εκεί με τις ίδιες αρχές θα πορευτείς, με τις αρχές, που ξέρω και μ’ άφησες να παιδεύομαι μ’ αυτές, ως που να έρθει η ώρα να σ’ ακολουθήσω.
Καλό σου ταξίδι. αγαπημένε φίλε.