Είνι για τα τούμπανα – (τι ήταν και πώς γινόταν η διαπόμπευση-τα ρουδάνια σ’ Μόριας-το λιντσάρισμα σήμερα)

Τάσος Μακρής

Η προγονική μας φράση κατασκευασμένη με ελληνικές λέξεις και νεοελληνική σύνταξη είναι ακατανόητη από τους νεοέλληνες. Γιατί, άραγε;
Η φράση, που μας απασχολεί σε αυτό το κείμενο, μας δίνει την ευκαιρία να διαλογιστούμε πως η γλώσσα δεν είναι μόνο οι λέξεις, η γραμματική και η σύνταξη. Εμπεριέχει στο κείμενα της, μικρά ή μεγάλα, εικόνες, γεγονότα, ιστορία, πολιτισμό, την παρελθούσα γενικά ζωή στην ολότητά της.  Όλα αυτά τα βρίσκουμε στην ιστορία και πάντοτε ανάλογα με το βαθμό λεπτομέρειας, που επιδιώκει ο κάθε αναγνώστης.
Τις μέγιστες λεπτομέρειες αυτής της ζωής μάς τις δίνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα με τις ανασκαφές. Η γλώσσα έχει και αυτή κρυμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς, που χρειάζονται τη σχετική ανασκαφή, για να ανακαλυφθούν. Έτσι η φράση του τίτλου μας περιμένει να τη σκαλίσουμε, για να αρχίσει να μιλά για τη ζωή των προγόνων μας.
Όπως είναι διατυπωμένη, καταλαβαίνουμε ότι η κυρίαρχη νοηματική λέξη της είναι “τούμπανα” και πρέπει να δούμε τι είναι αυτά. Το “είνι”, πάλι, μας υποχρεώνει να ψάξουμε για το υποκείμενο, που θα σταλεί στα ντούμπανα, και βέβαια το λόγο, για τον οποίον θα πρέπει να γίνει αυτή η αποστολή.
Τα “ντούμπανα”, εύκολα γίνεται αντιληπτό, είναι τα τύμπανα. Είναι αρχαία λέξη και ακόμα αρχαιότερη είναι η μορφή “τούμπανο”, γιατί ο φθόνος “ου” εξελίχθηκε σε “υ”. Στην ντοπιολαλιά μας ένα πρόσθετο “ν” στην αρχή, έφερε τη λέξη σε συνάφεια για το γενικότερο ηχητικό περιβάλλον της γλώσσας. Στη συνέχεια το ουσιαστικό έγινε και επίθετο, ο “ντούμπανος”, για να χαρακτηριστεί ο πρησμένος από την πείνα, που έμοιαζε η κοιλιά του με τύμπανο. Υπήρχε και η φράση “ντούμπανα να γίνιν”, που σηματοδοτούσε την υποτίμηση, την περιφρόνηση γεγονότων και πραγμάτων. Αλλά και η φράση του τίτλου μας για υποτίμηση και περιφρόνηση φτιάχτηκε. Όταν αποφαινόμαστε πως ένα άτομο είναι για τα τύμπανα, τον στέλνουμε για διαπόμπευση.
Η ΔΙΑΠΟΜΠΕΥΣΗ
Η διαπόμπευση, ήταν μια πολύ σκληρή κοινωνική τιμωρία, κατά την βυζαντινή περίοδο, υποκριτικά απαράδεκτη στην εποχή μας. Τότε οι άνθρωποι έβλεπαν κινδύνους, που απειλούσαν τη συνοχή των οικογενειών, οι οποίες σαν κύτταρα των κοινωνιών τους θα μετέδιδαν τη μόλυνση και σε αυτές. Οι παραβάτες λοιπόν θα έπρεπε να τιμωρούνται παραδειγματικά, για να χτυπιέται το κακό από την αρχή και να ξεριζώνεται. Ο βιασμός, η μοιχεία, ο εμπρησμός, η κλοπή ήταν πράξεις που τιμωρούνταν με διαπόμπευση, η οποία ήταν ατιμωτική τιμωρία. Οι κοινωνίες, με την ανοχή της κεντρικής διοίκησης, αυτοδικούσαν και οργάνωναν τη διαπόμπευση. Το τιμωρημένο άτομο κουρευόταν, μουτζουρωνόταν το πρόσωπό του με καπνιά από λερωμένες παλάμες (από εκεί και οι νεοελληνική μούτζα) και το καβαλίκευαν ανάποδα σε ψωραλέο γαϊδούρι για περιφορά σε όλο τον οικισμό. Στο δρόμο πετούσαν πάνω του βρομιές και λάσπες- πηλό (εξ ου και ο προπηλακισμός) και το έβριζαν περιφρονητικά. Της πομπής προηγούνταν τύμπανα (ντούμπανα), για να ειδοποιούν τον κόσμο να μετάσχει στη διαπόμπευση.
Σ’ ΜΟΡΙΑΣ ΤΑ ΡΟΥΔΑΝΙΑ
Η ανάλγητη αυτή τιμωρία είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση της προσωπικότητας, την πλήρη εξουθένωση και απαξίωση, έτσι ώστε να καθίσταται το άτομο αποσυνάγωγο, για πάντα, από το κοινωνικό σύνολο. Αυτόν τον ευτελισμό χρησιμοποίησε η προγονική μας γλώσσα, για να διατυπώνει την απαξίωση για ορισμένα άτομα. Η φράση βέβαια δεν είναι ετυμηγορία δικαστηρίου, για να σταλεί οπωσδήποτε σε διαπόμπευση, δηλώνει πάντως πως κάποιος δεν αξίζει να είναι μέλος του κοινωνικού συνόλου, γιατί οι πράξεις του δεν συνάδουν με τις παραδεκτές αρχές και την επικρατούσα ηθική του.
Όταν πρόκειται όμως για τις ικανότητες ατόμου, τότε τον έστελναν αλλού, στα ροδάνια της Μόριας. Η έκφραση είναι της ίδιας μορφής:” Είνι για σ’ Μόριας τα ρουδάνια”. Η Μόρια από παλιά είχε κήπους, που τους πότιζαν με νερό από πηγάδια, τα οποία αντλούσαν με μαγγάνια. Ο μηχανισμός του μαγγανοπήγαδου αποτελούνταν από ρόδες, που τις γύριζε το πιο άχρηστο γαϊδούρι, γύρω γύρω, όλη τη μέρα, με δεμένα τα μάτια, για να μην έχει αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Όλα αυτά μαζί, μηχανισμοί και δρώμενα, αποτελούσαν της Μόριας τα ρουδάνια, στα οποία έστελναν φραστικά τα άτομα, για τα οποία είχαν τελεσίδικα αποφανθεί πως δεν είχαν την ικανότητα να προσφέρουν κάτι στο σύνολο, που ζούσαν. Εξίσωση με γαϊδούρι μάγκανου!
Ήταν ανάλγητοι οι πρόγονοί μας σε μερικά πράγματα. Δεν συγχωρούσαν συνειδησιακές και συναισθηματικές αδυναμίες αλλά ούτε και τη διανοητική υστέρηση. Οι κοινωνίες τους ζούσαν σε σκληρές ιστορικές συνθήκες και έπρεπε να αποτελούνται από υγιή σωματικά και ψυχικά άτομα. Αυτή η ανάγκη τους οδηγούσε σε ένα είδος επιλογής με το απαράδεκτο σήμερα δικαίωμα της αυτοδικίας.
ΛΙΝΤΣΑΡΙΣΜΑ
Στις μέρες μας δεν έχουμε διαπόμπευση. Κανείς δεν την εγκρίνει. Μήπως όμως, εκτός από τον προγονικό μας λόγο, κάπου -κάπου νοσταλγούμε τέτοιου είδους αυτοδικίες; Ο όρος “λιντσάρισμα” και κάπου- κάπου η υλοποίησή του, πόσο μακριά είναι από την αυτοδικία και τη διαπόμπευση; Μήπως λειτουργούν και σήμερα εκσυγχρονισμένα, μόνο που αντί για τούμπανα έχουμε τον τύπο, τις τηλεοράσεις, το διαδίκτυο; Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και χειρότερο, αφού στα πρωτόγονα μέσα τον προγόνων μας προστέθηκε και η υποκρισία.
Όπως και νά’ναι και τότε και σήμερα οι πρακτικές αυτές είναι απαράδεκτες και καταδικαστέες. Μόνο να αναλογιστεί κανείς την περίπτωση λάθους είναι ανατριχιαστικό.