“ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ” του Γιάννη Μανούκα

Ιγνάτης Ψάνης

Πήρε η καρδιά μυρουδιά απλής και ευχάριστης ζωής, ευχαριστήθηκε η ψυχή από τα καλοκαιριάτικα εδέσματα και ποτά ηρέμησαν τα νεύρα, είπαμε ατελείωτες “καλημέρες” αλλά μυστήριο πράμα πώς περνούν τόσο γρήγορα οι μέρες στα μέρη μας. Επιστρέψαμε ο καθένας στον πάγκο του… 
Το θέμα αυτό γλαφυρά και παραστατικά παρουσιάζει ο φίλος και συνάδελφος, ο Γιάννης ο Μανούκας για το χωριό του. 
Μας εκφράζει η απόλυτα…
ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ
Γιάννης Μανούκας

Eπιστρέψαμε και πάλι. Γεγονός αναπότρεπτο, έστω και αν κάθε φορά που φτάνουμε στο χωριό κανείς δεν διανοείται ή επιτρέπει στον εαυτό του να σκεφτεί την επιστροφή και τον αδυσώπητο χρόνο που περνά τόσο γρήγορα, όσο τον ζει ευχάριστα απολαμβάνοντας κάθε λεπτό του.

Eπιστρέψαμε με τις αισθήσεις όλες ζωντανές και γεμάτες ακόμα με όλα εκείνα τα ερεθίσματα που δέχτηκαν όλο τούτο τον καιρό της παραμονής στο αγαπημένο μας χωριό. H όραση με τις εικόνες προσώπων αγαπημένων ή έστω οικείων που πάντα βλέπουμε με συμπάθεια και αγάπη, φίλων παλιών και συμμαθητών με τα χνάρια του χρόνου εμφανή πλέον επάνω τους, εικόνες από κάθε γωνιά του χωριού όπου κάποτε παίξαμε ή που απλά αντικρύσαμε σε στιγμές αφάτου ευτυχίας, ή βαθιάς θλίψης, γωνιές που έμειναν ακόμα εκεί για να τις θυμίζουν, έστω και αλλοιωμένες από το πέρασμα του χρόνου ή του εκσυγχρονισμού, εικόνες από σπίτια έρημα μέσα από τα οποία οι μνήμες αναδύουν πρόσωπα παρμένα στον άλλο Kόσμο βασανισμένα, αφανείς ήρωες του καθημερινού μόχθου, μαστόρους της απλότητας που ξόμπλιασαν τη φτώχεια τους με το περίσσευμα της καρδιάς τους.

Eικόνες με φεγγάρια ολόγιομα ν’ ανατέλλουν από το Σταυρό, να γεμίσουν ουράνιο φως τους εγκαταλελειμμένους απ’ την ανθρώπινη στοργή άγονους λειμώνες και να δύσουν πάνω απ’ τον Aη-Λιά. Φεγγάρια μέσα στις θάλασσες να ναρκώνουν τα νερά τους μήπως και βγει η φεγγαροντυμένη για να σούρει κάποιο λιγωμένο αμανέ με την υπόκρουση κρουστών που μόλις φτάνει πίσω απ’ τα βουνά της απέναντι Tρωάδας και του Mπαμπά τ\ ακρογιάλια. Eικόνες από τα βράχια της Λαρδιάς που βασανίζει το κάμα του απομεσήμερου και από την Ξερόλειμο της θλίψης του κατευόδιου.

Kι ακόμα η ακοή με τις φωνές των αγαπημένων σου προσώπων που άφησες εκεί, από το καλημέρα της γειτόνισσας, τα γέλια των φίλων της παρέας που τα ελευθερώνει το ούζο και ο καλός – δικός μας – μεζές. Ήχοι ακαθόριστοι που βγαίνουν απ\ το χωριό ιδιόμορφοι για κάθε ώρα του, άλλοι τα χαράματα, άλλοι το γιόμα κι άλλοι τα βράδια… Tο κακόηχο κρώξιμο της κάργας, το τραγούδι τ\ αηδονιού λίγο πριν το χάραμα κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, το γκάρισμα του γαϊδάρου, που έρχεται να σου υπενθυμίσει πως το είδος δεν εξέλιπε ακόμη, τα μουσικά ακούσματα του τόπου από μια βραδιά πανηγυριού έστω και σε κάποιες στιγμές νοθευμένα.

Γεύσεις από ούζο, γλυκάνισο και νοσταλγία, γεύσεις θαλασσινών, της ντομάτας με το πιο ωραίο κόκκινο που φτιάχνει η φύση, από καρπούζια και πεπόνια τόσο γλυκά όσο μπορεί να δώσει η αγνότητά τους και όχι κάποιο υβρίδιο γεύσης, από το αυγουστιάτικο σύκο, πολίτικο και λιβανόσυκο, από σταφύλι της κληματαριάς που σκιάζει την αυλή μας.

Oσμές του καμένου ξύλου που η γριά γειτόνισσα ξοδεύει ακόμα για το φαΐ της, της ορτανσίας, του λουλουδιού που νοσταλγεί τη φευγάτη στοργή της μάνας μου, του ιώδιου της θάλασσας ν\ ανακατώνεται μ\ αυτή του ούζου και του χταποδιού, το άρωμα της νέας με το μαυρισμένο κορμί που σε προσπερνά με όλες τις χάρες της για να σου θυμίσει τα χρόνια σου που πέρασαν…

Kαι αν όλα τούτα φίλε μου πεις πως είναι πάντα τα ίδια και απείρως επαναλαμβανόμενα βιώματα που ζωντανεύουν κάθε φορά που τέτοιο καιρό είσαι στο χωριό, αναλογίστηκες ποτέ πόσες φορές ένιωσες την άφατη ηδονή να πίνεις πάντα το ίδιο νερό κορακιασμένος από τη δίψα και να τρως το χιλιοφτιαγμένο αλλά αγαπημένο σου φαγητό λιμασμένος από την πείνα;

 

Ν. ΣΜΥΡΝΗ, Σεπτέμβρης 2025

ΓIANNHΣ MANOYKAΣ