Η Επανάσταση στην Ελλάδα άρχισε από την Πελοπόννησο. Μέσα σε λίγες μέρες, από 21 έως 28 Μαρτίου, είχε γενικευτεί και είχε επεκταθεί σε όλες τις επαρχίες της, οι οποίες κινήθηκαν με την ίδια προθυμία. Ο χρόνος της έναρξής της προσδιορίστηκε από τις ειδικές συνθήκες σε κάθε επαρχία και από τα τοπικά επεισόδια που είχαν προηγηθεί. Σύσσωμη η Πελοπόννησος και μεγάλο μέρος της ανατολικής Στερεάς είχαν ως τα τέλη Μαρτίου ξεσηκωθεί. Από τα νησιά το πρώτο που επαναστάτησε ήταν οι Σπέτσες. Συγχρόνως ή αμέσως μετά την επανάσταση των Σπετσών ύψωσαν επαναστατική σημαία και τα γειτονικά τους νησιά, Πόρος, Αίγινα και Σαλαμίνα. Στις 10 Απριλίου επαναστάτησαν και τα Ψαρά, που μαζί με την Ύδρα και τις Σπέτσες αποτελούσαν την κύρια ναυτική δύναμη του έθνους.
Αν αφαιρέσουμε κάποιες μικρές προσπάθειες ξεσηκωμού στη Λέσβο, το επαναστατικό κίνημα, μ’ όλο το προπαρασκευαστικό του στάδιο, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί ως την τελευταία του φάση, τον ένοπλο αγώνα. Παρ’ όλο που οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ήδη από τις αρχές του αιώνα είχαν γίνει γνωστές στο νησί, παρ’ όλο που τα τραγούδια του Ρήγα είχαν αρχίσει να τραγουδιούνται από τους Λέσβιους, παρ’ όλο που ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και ο Παλαιολόγος Λεμονής είχαν μεταφέρει στη Λέσβο τις επαναστατικές ιδέες της «Φιλικής Εταιρείας» και είχαν μυήσει αρκετούς ντόπιους, η Λέσβος δεν μπόρεσε να εξεγερθεί μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1821. Ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης στο άρθρο του «Η Λέσβος κατά το 1821» (περ. “Τα Ψαρά”, 37,38,39, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1983) προσδιορίζει τους βασικούς λόγους που εμπόδισαν την εξέγερση της Λέσβου.
“Στο νησί δεν υπήρχε αντάρτικο, κλέφτες και αρματολοί, ο στρατιωτικός δηλαδή πυρήνας, που θα σήκωνε το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον ενός στρατού οργανωμένου, εκπαιδευμένου και εξοπλισμένου. Τα μυαλά του «μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω» δεν έλειψαν ποτέ, και στους χρόνους του ξεσηκωμού πλήθυναν, αλλά δεν υπήρχε στρατιωτική παράδοση, απαραίτητη για μια επιτυχημένη διεξαγωγή του αγώνα…
Ο ανεφοδιασμός του νησιού σε όπλα και πυρομαχικά, και γενικά η διατήρηση του μετώπου σ’ αυτό, θα ‘ταν συνεχώς υπό την αίρεση του τουρκικού στόλου, που εύκολα και γρήγορα θα κατέβαινε από τις βάσεις του στα Στενά. Ακόμα και η απέναντι Μικρασία ήταν ακένωτη πηγή ενισχύσεων για τους Τούρκους και κοντινή.
Πεινασμένοι και φανατισμένα άτακτα στίφη ήταν πρόθυμα να περάσουν από τη Μικρασία στα νησιά για πλιάτσικο και ανεμπόδιστη σφαγή. Τα τρία μεγάλα κάστρα, Μυτιλήνης, Μολύβου, Σιγρίου, καλά οχυρωμένα και εφοδιασμένα, θα ‘πρεπε να πολιορκηθούν από στεριά και θάλασσα, για να πέσουν. Ο διοικητής της Μυτιλήνης είχε τα δικά του πλοία, και στο σημερινό Δημοτικό Κήπο υπήρχαν ναυπηγεία σουλτανικά που ‘φτιαχναν και φρεγάδες ακόμα“.
Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές εκείνης της περιόδου, η γεωγραφική θέση της Λέσβου στάθηκε ένας σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας στην εξέγερση της. Η Λέσβος βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα μικρασιατικά παράλια και τα στενά των Δαρδανελίων και επομένως ήταν εύκολη η καταστολή της επανάστασής της με στρατεύματα, που μπορούσαν να μεταφέρουν οι Τούρκοι με ευχέρεια από το απέναντι μέρος. Εκτός απ’ αυτό, η γεωγραφική της θέση είχε δημιουργήσει δυο πολύ σοβαρά εμπόδια στην εξέγερσή της: ότι χρησιμοποιήθηκε κατά τα χρόνια της Επανάστασης από τον τουρκικό στόλο ως ναυτική βάση και ότι το νησί θεωρήθηκε θέση στρατηγικής σημασίας και ενισχύθηκαν από την αρχή σημαντικά οι φρουρές του με επιπρόσθετους στρατιώτες. Φιλοτουρκική γαλλόφωνη εφημερίδα, η «Le Spectateur Oriental» (Ανατολικός Θεατής), που έβγαινε στη Σμύρνη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αναφέρει στο φύλλο της 19ης Απριλίου 1821 ότι 3.000 Τούρκοι υπό τη διοίκηση ενός πασά έφτασαν στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε ελληνικό σπίτι να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο σπίτια που επιτάχθηκαν από τους στρατιώτες (Στρατή I. Αναγνώστου, Ανεξερεύνητες γραπτές πηγές της Λέσβου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, περ. “Ελιόφως”, τεύχος 8-9, 1994).
Ενώ λοιπόν η Επανάσταση άρχισε να επεκτείνεται και στα νησιά, στη Λέσβο η τουρκική διοίκηση πήρε σειρά από μέτρα, για να αποτρέψει τη μεταλαμπάδευσή της. Ο καπετάν Πασάς εξέδωσε διαταγή «να επιδειχθεί δύναμη και να τρομοκρατηθούν και οι άλλες (μη επαναστατημένες) περιοχές. Οι περιουσίες των επαναστατών να κατάσχονται και να εξανδραποδίζονται οι οικογένειές τους». (Ν. Μοσχόπουλου, Η Ελληνική Επανάσταση κατά τους Τούρκους ιστορικούς, Αθήνα I960).
Οι Τούρκοι, έχοντας υπόψη τους τις κινήσεις των Φιλικών της Μυτιλήνης, εξαπέλυσαν κύμα τρομοκρατίας με συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Όσοι ήταν ανακατεμένοι στις επαναστατικές ετοιμασίες κατέφυγαν στα βουνά. (Ν. Μοσχόπουλου, Η Ελληνική Επανάσταση κατά τους Τούρκους ιστορικούς, Αθήνα I960).
Παρ’ όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες πραγματοποιήθηκαν και στη Λέσβο αρκετές πολεμικές επιχειρήσεις τόσο κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, όσο και αργότερα. Από αυτές τις επιχειρήσεις ξεχωρίζει η πυρπόληση του τουρκικού δίκροτου στην Ερεσό από τον Παπανικολή στις 27 Μαΐου 1821. Η είδηση της πυρπόλησης προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους της Λέσβου, οι οποίοι όμως δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, αφού οι Τούρκοι προχώρησαν αμέσως σε συλλήψεις, σφαγές και εκτελέσεις. Η ομαδική σφαγή, γνωστή με το όνομα “μεγάλο τζουλούσι“, που πρέπει να έγινε την ίδια μέρα με την πυρπόληση του δίκροτου, αποδεικνύει την εκδικητικότητα των Τούρκων, αλλά και την αποφαστικότητά τους να μην επιτρέψουν να πάρει διαστάσεις ο ξεσηκωμός στο νησί.
Από αυτό τον αγώνα δεν έλειψε η Αγιάσος. Σύμφωνα με το Στρατή Αναγνώστου, στο φύλλο της 17 Μαΐου 1822 της παραπάνω φιλοτουρκικής γαλλόφωνης εφημερίδας σημειώνονται τα παρακάτω: “Η Λέσβος έχει 67 ελληνικά και τουρκικά χωριά. Μεταξύ αυτών των χωριών το Πλωμάρι με 4.000 σπίτια και η Αγιάσος με πάνω από 2.000 σπίτια είναι τα πιο σημαντικά και ολωσδιόλου κατοικημένα από Έλληνες. Και τα δυο αυτά χωριά προσχώρησαν στην ελληνική Επανάσταση και ο πασάς του νησιού βάδισε εναντίον τους” (Στρατή I. Αναγνώστου, ό.π.).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες δε θα καρποφορήσει καμιά πολεμική επιχείρηση. Η Λέσβος δε θα μπορέσει να επαναστατήσει. Θα υπομείνει τον τουρκικό ζυγό για άλλα 90 χρόνια. Η πολυπόθητη λευτεριά θα έρθει για το νησί μας το 1912.
Πηγή Παν. Σκορδάς-https://www.lesvosnews.net/articles/news-categories/afieromata/i-lesbos-kata-tin-epanastasi-toy-1821
αρχική δημοσίευση περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87
Ένα θέμα που απασχόλησε αρκετούς συγγραφείς είναι το ότι η Λέσβος δεν πήρε μέρος ένοπλα στην ελληνική επανάσταση, αλλά συνεισέφερε με άλλους τρόπους. Ο Αντώνης Δουκέλης στο «Δύο καημοί» προβάλλει, μέσα από μια ερωτική ιστορία, τη συνεισφορά της Λέσβου στον Αγώνα μέσω των λεσβίων μελών της Φιλικής Εταιρείας, τα οποία τροφοδότησαν τον Αγώνα με όπλα αλλά και με τη δική τους συμμετοχή στην επανάσταση της Πελοποννήσου.
Μυημένος στην Φιλική Εταιρεία από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, ο Παλαιολόγος Λεμονής ενστερνίστηκε τον σκοπό της Εταιρείας ως ιεραποστολή. Οργάνωσε στη Μυτιλήνη την πρώτη ομάδα των Φιλικών, στην οποία συμμετείχε και ο αδελφός του, Γιαννάκης Λεμονής ή Κοντογδής. Ακολούθησε η επιστροφή του στη Ρωσία και η συμμετοχή του, υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στη μάχη του Δραγατσανίου. Μετά την καταστροφή του Ιερού Λόχου, κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα όπου και πληροφορήθηκε την εκτέλεση του αδελφού του, αλλά και όλων όσων συμμετείχαν στην ομάδα της Φιλικής Εταιρείας που εκείνος είχε δημιουργήσει στο νησί.
«Επίμονος αγωνιστής ο Π. Λεμονής προσπαθεί από την Τήνο να συγκροτήσει ένα εκστρατευτικό σώμα από φυγάδες Λέσβιους για να ελευθερώσουν το νησί. Γράφει συνεχώς στην Κυβέρνηση και, όταν εκείνοι με τη φωνή της λογικής του απαντούν πως το σχέδιο του θα είναι καταστρεπτικό για τους ίδιους και τον πληθυσμό της Λέσβου, καταφέρεται βίαια εναντίον τους, ώσπου αποφασίζεται η απέλασή του, που όμως την προλαβαίνει μια μεγάλη επιδημία στην Τήνο, θύμα της οποίας υπήρξε και ο Π. Λεμονής» γράφεται, σε ανυπόγραφο άρθρο, στο περιοδικό «Τα Καλλονιάτικα».
Ενώ, ο Παναγιώτης Μιχαηλάρης, σε άρθρο του δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Εμπρός», αναφέρεται στον «φλογερό Λέσβιο μεγαλέμπορο, πατριώτη και σημαίνοντα Φιλικό, τον Παλαιολόγο Λεμονή» αποκαλύπτοντας ότι υπήρξε και χορηγός «της έκδοσης βιβλίων και κυρίως βιβλίων που εντάσσονται στο πλαίσιο δράσης του κινήματος Νεοελληνικού Διαφωτισμού, με την τεράστια συμβολή του στην έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης και δημιουργία του ελληνικού κράτους».
Αυτή ήταν η μεγάλη φαμίλια των Λεμονήδων. Δεν ξέρω ποιοι είναι σήμερα οι απόγονοι τους. Κι η πορεία της ιδιοκτησίας τους στο Ταμείο Εθνικής Άμυνας είναι εύκολο να εξευρεθεί. Προς το παρόν, ας κρατήσουμε στη μνήμη μας τα ονόματα τους. Το φυλάκιο στη Λεμονού δεν είναι παρά το φυλάκιο στα κτήματα του Λεμονή. Τουλάχιστον ετούτο, τις δύσκολες μέρες που ζούμε ας το κρατήσουμε ζωντανό. )(Μπαλάσκας 24/3/2020 στο νησί)
μιχηλαρης
η Λέσβος κατέχει σημαντική θέση ως μια ισχυρή εστία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, με έντονη τη λειτουργία σχολείων και φωτισμένων δασκάλων στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, ανάμεσα στους οποίους η δράση και το έργο του Βενιαμίν Λεσβίου κατέχει την πρώτη θέση.
Παράλληλα και σχεδόν ισότιμα στέκεται η σπουδαία φυσιογνωμία του τέκνου της Μυτιλήνης Ιγνατίου Ουγγροβλαχίας. Γνωρίζουμε πολύ καλά τη δράση του ιερωμένου και πολιτικού άνδρα, ο οποίος από τη μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης και την υπηρεσία στην αυλή του Αλή Πασά Ιωαννίνων, πέρασε στα υπό ρωσική κατοχή Επτάνησα και στην υπηρεσία των Ρώσων, εξαιτίας της οποίας έλαβε και τη μητρόπολη Ουγγροβλαχίας. Η σημαντικότερη όμως υπηρεσία του στον Αγώνα είναι η παραμονή του στην ιταλική πόλη της Πίζας και η δράση του στα πρώτα χρόνια του Αγώνα, όταν μέσα σε ένα κύκλο Ελλήνων (ο κύκλος της Πίζας), συντηρούσαν ένα σοβαρό διπλωματικό υπέρ της Επανάστασης βραχίονα, που βρισκόταν πολύ κοντά στα κρίσιμα πολιτικά συμβάντα που λάμβαναν χώρα στην Ευρώπη.
Κλείνοντας αυτήν την πρώτη επιφυλλίδα δεν πρέπει να αφήσουμε έξω από τη θεώρησή μας τη δράση του Λέσβιου εμπόρου, εγκατεστημένου στην Κωνσταντινούπολη, και σημαίνοντος φιλικού Παλαιολόγου Λεμονή, που έφερε τη Λέσβο κοντά στην προετοιμασία του Αγώνα. Ίσως μάλιστα εξαιτίας της δράσης του Παλαιολόγου Λεμονή η Μυτιλήνη είχε λάβει στην κρυπτογραφική αλληλογραφία μεταξύ των μελών της Φιλικής Εταιρείας τον αριθμό 66.
Η δράση της Φιλικής Εταιρείας στη Λέσβο και η καταστολή του κινήματός της
Ο λεσβιακής καταγωγής μεγαλέμπορος της Οδησσού και της Πόλης Παλαιολόγος Λεμονής, το γένος Μητρέλια, γνωστός και ως Παλολόγαρος (1781-1822), συνεργάτης και συναγωνιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη, θεωρείται ο πρωτεργάτης της προσπάθειας της Φιλικής Εταιρείας να διαδώσει και στη Λέσβο τους σκοπούς της. Ο Παλαιολόγος Λεμονής έφτασε στη Μυτιλήνη στα τέλη Νοεμβρίου ή στις αρχές Δεκεμβρίου του 1820 με ιδιόκτητο πλοίο. Εκεί μετέδωσε το εθνεγερτικό μήνυμα της Εταιρείας στους αδελφούς του Γεώργιο και Γιαννακό ή Κοντογδή, στον «επ’ αδελφή» γαμπρό του Χατζηγρηγόριο Ιωάννου, στον μητροπολίτη Μυτιλήνης Καλλίνικο και σε δημογέροντες της πόλ
Νέα της Λέσβου 24 μαρτίου 2022
———————————————