Η ποιητική συλλογή της Ευστρατίας Καραγεώργη

 Ιγνάτης Ψάνης

Δυστυχώς, με δική μας ευθύνη, πήραμε κάπως αργά στα χέρια μας τη συλλογή ποιημάτων της συγχωριανής μας Ευστρατίας Καραγεώργη με τον χαρακτηριστικό τίτλο ” Περί ουσίας”.
Σε μία πραγματιστική, ρεαλιστική και απόλυτα υλιστική εποχή υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που αντιστέκονται, υπάρχουν κάποιοι αρνούνται να καθυποτάξουν το λυρισμό τους, τη φαντασία τους, υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να μας απευθυνθούν μεταφορικά, που νιώθουν την ανάγκη να μας μιλήσουν με μια γλώσσα αλλιώτικη, ποιητική.
 Και τότε μαζεύουν όλα τους τα πνευματικά, συναισθηματικά, και ψυχικά βιώματα και αποθέματα, αυτά που συγκροτούν την πραγματική, την ουσιαστική περιουσία τους και μας την καταθέτουν, γιατί έτσι νιώθουν, γιατί ίσως αυτά να είναι και μέρος της δικής μας εσωτερικότητας.
Γι’ αυτό βάφτισε, υποθέτουμε, η Ευστρατία την ποιητική της συλλογή ¨Περί ουσίας”, για να μας μιλήσει, δηλαδή, για θέματα σοβαρά, θέματα ουσίας.
Από μικρή ασχολείται με την ποίηση. Και πώς αλλιώς να γίνει, αφού το μεράκι του λόγου του ποιητικού πρέπει να το έχεις. Δε μαθαίνεται, δε διδάσκεται, μόνο με τη συνεχή εξάσκηση και το διάβασμα βελτιώνεται.
Η συλλογή αποτελείται από 37 ποιήματα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, χωρίς στιχουργικούς περιορισμούς και χωρίς στροφές. Τότε όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετατραπεί το ποίημα σε μια απέραντη πεζολογία. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει ο στίχος να αποκτήσει εσωτερική δυναμική, εσωτερικό ρυθμό και το αίτημα να βρεθεί η κατάλληλη λέξη, που θα πετύχει την μετουσίωση, αυτή τη μετάλλαξη είναι η πρώτιστη ανάγκη. Και η λέξη αυτή μπορεί να είναι η πιο απλή λέξη, μπορεί όμως να χρειαστεί να την επινοήσεις, να τη βρεις, να την πλάσεις ή να έχεις την υποδομή, ώστε να την αναζητήσεις.
 Αυτό, λοιπόν, το δύσκολο, πολύπλοκο και  απαιτητικό στιχουργικό ταξίδι και περιπέτεια, η Ευστρατία μας το κάνει να φαίνεται πανεύκολο. Ανταποκρίνεται με άνεση, με χαρακτηριστική ευχέρεια.
Σε όλα τα ποιήματά της είναι διάχυτος ο αυθόρμητος, ο ανυπόκριτος και ανεπιτήδευτος λυρισμός, η νοσταλγία, η καταγγελία του πολυ-αμαρτωλού σύγχρονου ανθρώπου αλλά πάνω από όλα κυρίαρχη και πανταχού παρούσα είναι η θεϊκή παρουσία, η πίστη που μόνο αυτή μπορεί να λυτρώσει τον σύγχρονο άνθρωπο από τη δυστυχία του και τα αδιέξοδά του.
Πρόκειται για μία συλλογή με καλοδουλεμένα, πολυδουλεμένα και απόλυτα προσεγμένα ποιήματα, με σεβασμό προς τον αναγνώστη.
Παραθέτουμε ένα δείγμα της εξαίρετης δουλειάς της.
ΑΝΕΜΟΥ ΓΕΝΝΑ 
 
Ο πιο σίγουρος δρόμος για την κόλαση
                                    είναι να θυμηθείς έναν παράδεισο της νιότης σου
                                                    και να τον επισκεφθείς στα όνειρά σου.
                                    Με δέος να σκέφτεσαι εξορμήσεις στη θάλασσα,
το μπλε και η αλμύρα να πάλλονται,
το κύμα να σβήνει στα βότσαλα.
 Η ψυχή και το κορμί σου
να αναβαπτίζετε στα νερά του Αιγαίου,
αφήνοντας το βλέμμα να ταξιδέψει
στη γραμμή του ορίζοντα.
 Να παρακαλάς με πόνο ψυχής
αυτή η νερουλή ζωγραφιά
της απέραντης βαθιάς γαλάζια θάλασσας
να ξεχυθεί παντού όπου καιόμενη γης.
Κι ο άνεμος σγουρός και πολύβουος
να στροβιλίζει τα όνειρά μας
κι όταν ο ήλιος γέρνει να εναποθέτει τις γέννες του
στα πάρκα του οξυγόνου μας
με την αιολική του μηχανή να τουρμπίζει
και την τελευταία μας ελπίδα.
Κόπηκαν τα γεφύρια πίσω μας
σε μια εποχή που συνεχώς χάνεται
στην αχλή της απραξίας και της αμετροέπειας.
ΠΟΛΙΧΝΙΤΟΣ
Ψάχνω τα ίχνη σου
κάτω απ’ την επιρροή της Αρχαίας Πύρρας,
Πόλης κραταιάς και πλουσίας.
Η συνένωση των οικισμών σου
 στη σημερινή ασφαλή σου θέση
 σε γλίτωνε από τις επιδρομές πειρατών.
 Στην ευθεία με τα κυπαρίσσια
 ατενίζω το Ξηρόκαμπo
 που εκτείνεται προς τα Βασιλικά,
 άλλοτε έδινε πλουσιοπάροχα τα προς το ζην.
Χαμηλοί λόφοι κυκλικά σε γυροφέρνουν,
πυκνή βλάστηση με ελαιώνες,
 που κατηφορίζουν ως τη θάλασσα.
Πετώντας με την καρδιά μου τα φτερά
πάνω απ’ τις κορφές σου
Πλάτες, Πλακούρας, Καρδώνας, Ράχτα,
χαμηλώνω τον ήλιο,
πίσω απ’ τον προφήτη Ηλία
 ίσα να στραφταλίζει
 μες τη θάλασσα της Νυφίδας
 ώσπου να χαθεί πίσω από τα μπουγάζια.
Στους κατάφυτους ελαιώνας
 μαζεύω χαμομηλάκι ταπεινό, φασκόμηλο
 και κάπου ανάμεσα σε πρίνους και θάμνους
 σβιρνιές πικρόγλυκες που αναρριχώνται.
Με φρέσκια ρίγανη
τρίβω τα ακροδάχτυλα της μνήμης.
Κατηφορίζω στο επίνειό σου Σκάλα σκάλα,
μυρίζω την αύρα του κάλλιστου κόλπου σου,
ούζο και σαρδέλα στο γραφικό λιμανάκι.
Σκαρφαλώνω στις χιονισμένες
βουνοκορφές των αλυκών
 σου γίνομαι ένα με τη νοστιμάδα,
 ξεπλένω την αλμύρα
 σε ένα ιαματικό χαλαρωτικό μπάνιο
 στις θερμές κολυμβήθρες σου.
Κατά το σούρουπο το ερωτευμένο ζευγάρι
ανταμώνει στην πελαργοφωλιά
 στην κορυφή του φουγάρου στο παλιό λιοτρίβι.
Είναι η ώρα που φωτίζεται ο Παρθενώνας
 το ιστορικό αριστοτεχνικό σχολειό,
 με τα μεγάλα φωτεινά
 πνευματικά του μάτια ορθάνοιχτα,
 χρόνια τώρα μεταλαμπαδεύει φως.
Χάνομαι στα πλακόστρωτα στενά
με τα παπουτσάκια της νηπιακής μου ανάμνησης,
ο ήχος τους γλυκός και σιγανός
 χαϊδεύει απαλά τα παλιά αρχοντικά,
 τα πετρόχτιστα σπίτια με το λαξευμένο ιγκνιμβρίτη
 σε αποχρώσεις καφεκόκκινου
 και ροζέ με αετώματα και φουρούσια.
Τα σήμαντρα του Αγ. Γεωργίου, με ξυπνούν
 απ’ το παραλήρημα της νοσταλγίας, με καλούν.
Ευλαβικά ανάβω δυο κεριά στο μανουάλι.
Για τους προγόνους
 που άφησαν αυτή την απαράμιλλη κληρονομιά
 και για τους απογόνους
με την ευχή ευγνώμονες να την κρατήσουν.
]