Ιδού ο Νυμφίος!
Απ’ τής ψυχής μου ραθυμίας την νυστάλα
και βιωτής μου την αδιάκοπη τρεχάλα,
δεν σκέφτηκα καλέ και φίλε μου Χριστέ,
να ’χω την ίδια των παρθένων φρονιμάδα
μια αναμμένη να κρατώ κι εγώ λαμπάδα
μες στον Νυμφώνα σου να μπω, φίλε πιστέ.
Λαμπάδα την εξ αρετών και θείας γνώσης
που να φωτίζει να ξεφεύγω απ’ τις πτώσεις
κι απ’ τα γλιστρήματα τής δόλιας μας ζωής
στα ομιχλώδη των παθών τα μονοπάτια,
να φωτιστούν τα θαμπωμένα μου τα μάτια
της κάθε μου το μέγεθος να δω παρακοής.
Των οικτιρμών Σου τ’ άγια σπλάχνα μην μού κλείσεις,
αλλά την πύλη του Νυμφώνα Σου ν’ανοίξεις
κι ανάστησέ με απ’ τον ύπνο μου τον ζοφερό,
από της κάθε αμαρτίας μου το βάρος
με το συχώριο Σου λευκός, να πάρω θάρρος
να μπω κι εγώ στον νυφικό σου τον χορό.
Εκεί που ήχος καθαρός εορταζόντων
μελωδικά και ακατάπαυστα βοώντων,
τώρα ως γήινος εδώ να τον χαρώ
και των αγγέλων το φτερούγισμα να νιώσω
φιλιά να πάρω τής Λαμπρής, φιλιά να δώσω
να ξεφαντώσω στης Αγάπης τον χορό!
Κι άλλοι το ίδιο σαν κι εμένα λαχταρούνε
απ’ τ’ ανομήματα κι αυτοί να λυτρωθούνε
κι από του άγους των σκανδάλων τον κλοιό
του πολεμήτορος, τον κόσμο που κατέχει
σ’ έναν πλανήτη τής οργής που απαντέχει
το κάποιο θάμα απ’ τον… όποιο του θεό.
Και είσαι Συ, που σ’ όλους φέρνεις την ελπίδα,
ιδού, ερχόμενος με κόκκινη χλαμύδα
«γλυκύς Νυμφίος εν τω μέσω της νυκτός»,
κι απέ ν’ ακούσουμε μετά και να χαρούμε
το «Δεύτε λάβετε φως» αγιασμού, να λυτρωθούμε,
φως τής χαράς, εκ τού Ανεσπέρου Σου Φωτός.