Και διηγώντας τα να κλαις- Στρατή Πάντα

Στρατής Π. Πάντας

Σ’ ένα μικρό σπιτάκι δύο δωματίων, χωρίς λοιπά παρακολουθήματα, εκτός από έναν ξυλόφουρνο και ένα κοτέτσι, ζούσε μια πενταμελής οικογένεια, στη Σκάλα Πολιχνίτου.

Χωρίς κτηματική περιουσία, δυο κομμάτια γης και καμιά δεκαριά λιόδεντρα ήταν όλα τα καλά τους. Όμως, ήταν γεροδεμένος και εργατικός ο πατέρας και δουλεύοντας ολοχρονίς σαν χαμάλης στο λιμάνι κατόρθωνε να παλεύει και την ανέχεια. Πάντα έχοντας δίπλα του την πανάξια και τετραπέρατη γυναίκα του. Δεν είχαν ποτέ καταφέρει να ισοσκελίσουν τον λογαριασμό εσόδων και εξόδων τους. Όμως και ποτέ τους δεν έμειναν νηστικοί. Με του Θεού τη δύναμη και με το καλό κουμάντο τους τα έφερναν βόλτα.

Ήρθε όμως ο Οκτώβριος του 1940. Απ’ τους πρώτους του χωριού που έφυγαν για το μέτωπο ήταν ο πατέρας. Βρέθηκε στην Αλβανία. Έλαβε μέρος στις πρώτες γραμμές του μετώπου όλον τον χειμώνα του 1940 προς 1941. Ευχαριστούσε τον Θεό που τον έσωσε από τη φωτιά του πολέμου, αλλά και από άλλου είδους κακουχίες. Γιατί, εκτός από τις σφαίρες, πολυάριθμοι συστρατιώτες του έμειναν ανάπηροι από τα κρυοπαγήματα που έπαθαν μέσα στους πάγους και τα χιόνια. Ήταν γερός και αρτιμελής όταν κατέρρευσε τελείως το μέτωπο, τον Απρίλιο 1941, εξαιτίας της υπέροπλης γερμανικής επίθεσης. Όμως, ήταν χιλιάδες μίλια μακριά από το φτωχόσπιτό του και από την αγαπημένη του οικογένεια.

Πεζοπορώντας μαζί με όλους τους συμπολεμιστές του, μερόνυχτα ολόκληρα, μπόρεσε να διανύσει την τεράστια απόσταση από την Καστοριά μέχρι τον Πειραιά. Στο μεγάλο λιμάνι έφτασε ρακένδυτος, με τρύπιες αρβύλες και προπαντός ψειριασμένος και πεινασμένος. Οι ‘βδομάδες και οι μήνες περνούσαν χωρίς να φαίνεται από κάπου η ελπίδα ότι θα βρεθεί ένα πλεούμενο που θα τον μετέφερε στο νησί της Λέσβου. Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ γύριζε από μουράγιο σε μουράγιο και παρακαλούσε. Όμως τα πάντα είχαν νεκρώσει.

Η μεγάλη μάνα μας, η Ελλάδα, ήταν όρθια και οργανωμένη για ενδεχόμενο πόλεμο, όταν αυτός κηρύχτηκε. Με πλοία πολεμικά, εμπορικά και επιβατικά είχε μεταφέρει στα βόρεια σύνορά μας τους άνδρες, τους νησιώτες «με το χαμόγελο στα χείλη», ακόμη και τα υποζύγια. Τώρα όμως ήταν γονατισμένη η πατρίδα μας. Ήταν υπόδουλη και «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Είχε μπει το καλοκαίρι όταν εδέησε να ενδιαφερθεί ο τότε γενικός αστυνομικός διευθυντής Έβερτ, να διευκολύνει ένα ψαροκάικο δίνοντας τρία βαρέλια πετρέλαιο, με την υπόσχεση να παραλάβει μερικούς απ’ τους εγκαταλελειμμένους νησιώτες στρατιώτες και να τους μεταφέρει στη Λέσβο. Και τούτο το έκανε, όπως λέχθηκε τότε, γιατί οι ήρωες αυτοί του μετώπου είχαν καταντήσει θέαμα, αλλά και πρόβλημα για την κοινωνία του λιμανιού. Ζητιάνευαν και επιβάρυναν περισσότερο την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση της πόλης.

Έφτασε λοιπόν ο πατέρας στη Σκάλα Πολιχνίτου, αγνώριστος και σε άθλια κατάσταση, και δεν ήξερε από πού να αρχίσει, γιατί και η οικογένειά του -μόνη και αβοήθητη- ήταν επίσης εξαθλιωμένη. Αποφάσισε να σπείρει ένα μέρος από το χωράφι της Σκάλας, έστω και με το λισγάρι ή τον κασμά. Σ’ όσους όμως κι αν έτρεξε και παρακάλεσε κανείς δεν του έδωσε έναν τενεκέ σιτάρι για σπόρο. Έτσι, ήρθε ο χειμώνας του 1941-42 που, εκτός του ότι ήταν πολύ βαρύς, βρήκε την οικογένεια απροετοίμαστη, εξαθλιωμένη, πεινασμένη.

Στο μεταξύ, στον Πολιχνίτο, όπως και σε όλη τη χώρα, είχαν αρχίσει οι θάνατοι των ανθρώπων «εξ ασιτίας». Πρηζόντουσαν οι άνθρωποι και πέθαιναν καθημερινά από την πείνα. Πολλοί Πολιχνιάτες, με κίνδυνο της ζωής τους και εξαιτίας των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στις θάλασσες και κάτω από τον φόβο των καταδιωκτικών των γερμανικών αρχών, με βάρκες καρυδότσουφλα, ακόμη και με κουπιά και πανιά κινούμενες, έφταναν στο «απονενοημένο διάβημα» να ταξιδεύουν και να διακινούν τενεκέδες και βαρέλια λάδι στη Θράκη και τη Μακεδονία, για να ανταλλάξουν με σιτάρι, κριθάρι ή όσπρια και καλαμπόκι ακόμα. Για να μπορέσουν να κρατήσουν στη ζωή τις οικογένειές τους, εφόσον θα τα είχαν καταφέρει να γυρίσουν σώοι και ασφαλείς οι ίδιοι μα και το εμπόρευμά τους. Γιατί πολλοί ναυαγούσαν ή έπεφταν σε γερμανικά καταδιωκτικά, που τους έπαιρναν το «πράμα» και που το λιγότερο που είχαν να κάνουν ήταν να τους ξυλοφορτώσουν ή να τους οδηγήσουν σε αγγαρείες και καταναγκαστικά έργα. Ο πατέρας, όμως, ούτε λάδι είχε για να το ανταλλάξει στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά ούτε σχέση με τη θάλασσα είχε. Δεν ήξερε καν κολύμπι. Καταγόταν από ένα χωριό που ήταν μακριά από τη θάλασσα. Τη φοβόταν τη θάλασσα. Δεν της είχε εμπιστοσύνη. Κι έτσι, έμενε σαν στρείδι κολλημένος στα κατάγιαλα του Πολιχνίτου, δουλεύοντας ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι της Σκάλας.

Όμως, εκτός από τους γενναίους Πολιχνιάτες, που ριψοκινδύνευαν στο πέλαγος, μόνο για να επιβιώσουν και για να σώσουν τις οικογένειές τους απ’ τον βέβαιο κίνδυνο του θανάτου της πείνας, άρχισαν να φυτρώνουν τα καινούργια «λουλούδια» της εποχής· οι μαυραγορίτες. Αυτοί διέθεταν τόνους λάδι. Έκαναν συμφωνίες με καϊκτσήδες και βαρκάρηδες και απέκτησαν και δικά τους καΐκια, όπως ήταν το «Δέσποινα», η «Μουλάρα», το τρεχαντήρι των Νταγήδων και άλλα. Στα σκάφη αυτά έβαζαν πληρώματα εμπιστοσύνης τους, με δικαίωμα μεριδίου επί του εμπορεύματος, γιατί οι ίδιοι δεν διακινδύνευσαν ποτέ τη ζωή τους.

Επειδή η διακίνηση αυτή των προϊόντων εξαγωγής και εισαγωγής ήταν απαγορευμένη απ’ τους Γερμανούς, γινόντουσαν όλα λαθραία. Η φορτοεκφόρτωση γινόταν σε απόμερες παραλίες, όπως το «Αμμούδι», το «Μπουγάζι», τα «Γρινιά», το «Γουρνέλι» και αλλού. Εκεί οι λιμενεργάτες της Σκάλας, σχεδόν κολυμπώντας, έκαναν τις φορτοεκφορτώσεις. Με κίνδυνο να πνιγούν όταν δεν ήξεραν τα «μπουντρούμια», που ήταν απότομα βαθουλώματα του πυθμένα της θάλασσας, ή να συλληφθούν από τους Γερμανούς, που οδηγούνταν από ρουφιάνους Γκεσταπίτες, που ήταν Έλληνες δυστυχώς. Πολλές φόρες είχαν ανοίξει και «πυρ» εναντίον των απροστάτευτων αυτών αγνών Ελλήνων βιοπαλαιστών οι Γερμανοί, οι όποιοι, ανά πάσα ώρα και στιγμή, ήξεραν σε ποιο μέρος γίνεται διακίνηση. Ιδίως δύο χιτλερικοί, επικεφαλείς του γερμανικού φυλακίου της Σκάλας, οι Ερρίκος και Χανς, ήταν σκληροί και αδίστακτοι διώκτες. Ευτυχώς που σπάνια έκαναν έφοδο από τη στεριά. Συνήθως ενεργούσαν απ’ τη θάλασσα με το «Δέσποινα», ένα καΐκι πολιχνιάτικο, που το είχαν επιτάξει και το είχαν κάνει καταδιωκτικό. Όποτε, μόλις οι χαμάληδες άκουγαν τον ήχο της μηχανής, σταματούσαν, έκρυβαν το εμπόρευμα και εξαφανιζόντουσαν. Έπαιζαν, με λίγα λόγια, το παιχνίδι της γάτας με τους ποντικούς.

Οι μαυραγορίτες όμως, εκ του ασφαλούς ενεργούντες, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τον εαυτό τους, διακινδυνεύοντας μόνο το εμπόρευμά τους, έγιναν μεγάλοι και τρανοί και όχι μόνο δεν κινδύνεψαν να πεθάνουν από την πείνα οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, αλλά βρέθηκαν, μετά την απελευθέρωση, άλλοι «λαδάδες» και άλλοι με λίρες και μεγάλες περιούσιες.

Και ήλθε το Ε.Α.Μ., στο οποίο πίστεψαν όλοι οι αγνοί, οι πεινασμένοι Έλληνες. Μαζί και ο πατέρας. Πίστεψαν όλοι ότι θα φέρει ισότητα και δικαιοσύνη και έτρεξαν να το πλαισιώσουν. Να φανταστείτε ότι μέχρι και θεατρίνος έγινε ο πατέρας. Για να ενισχυθεί η Ε.Τ.Α. (Επιμελητεία του Αντάρτη), με πρωτοβουλία του ίδιου και του τότε τελώνη της Σκάλας, Π.Θ., που ήταν αριστερός, έγιναν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Σκάλας ένας θίασος. Ανέβασαν στη σκηνή της «Όασης» στον Πολιχνίτο τρία θεατρικά έργα, με φοβερή επιτυχία. Τις εισπράξεις τις διέθεσαν όλες στην Ε.Τ.Α. -της οποίας τότε υπεύθυνος ήταν ο δάσκαλος Αντώνης Αντωνιάδης- με την επιθυμία ένα μέρος αυτών να διατεθεί για την περίθαλψη των Πολιχνιατών που νοσηλευόντουσαν με φυματίωση στο σανατόριο της Αγιάσου.

Με το που έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, εδραιώθηκε το Ε.Α.Μ. καταλαμβάνοντας την εξουσία. Στη Σκάλα χρέη τελώνη (που ασκούσε και χρέη λιμενικού) ανέλαβε ένας αγράμματος ψαράς (Γ.Μ.). Στον Πολιχνίτο άλλοι ανέλαβαν τα καθήκοντα των Αστυνόμου, των προέδρων δικαστηρίων, του αγρονόμου και γενικά όλων των αρχών και των εξουσιών. Στη Σκάλα, στο κτήριο του Τραγάκη, εκεί όπου ήταν προηγουμένως το φυλάκιο των Γερμανών, εγκαταστάθηκε το Ε.Λ.Α.Ν.

Όλα άλλαξαν! Σε κάποιες συμπεριφορές και στην εφαρμογή του δίκιου, μπορεί να πει κανείς ότι το σύνολο της κοινωνίας αισθάνθηκε μια ανακούφιση. Αρκετά πράγματα γινόντουσαν καλά. Υπήρχαν όμως, όπως πάντα, και οι καιροσκόποι που, εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη που τους έδωσε αναπάντεχα η λαϊκή εξουσία, νόμισαν ότι έπρεπε να βγάλουν τα απωθημένα τους.

Κάποιοι από αυτούς, ή μάλλον ένας (γνωστός και μη εξαιρετέος) κατηγόρησε τον πατέρα σαν δωσίλογο. Ότι συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Ότι με το να τρέχει στα κατάγιαλα, να προωθεί τα λάδια των μαυραγοριτών, συνέβαλε στο να τρανέψουν αυτοί. Θεέ και Κύριε! Ο άνθρωπος είχε μισήσει τόσο τον κατακτητή όσο και τους λαδάδες, που τους χαρακτήριζε σκουλήκια. Δηλαδή, τι άλλο έκανε, εκτός από αυτό που ήξερε να κάνει; Να φορτοεκφορτώνει δηλαδή (και μάλιστα με κίνδυνο της ζωής του) τα εμπορεύματα, όποιου κι αν ήταν αυτά. Ένα πρωινό τον συνέλαβαν τον πατέρα και τον έκλεισαν μαζί με άλλους υπόδικους στα υπόγεια του «Μπαϊμπή», του σπιτιού που στέγαζε την αστυνομία Πολιχνίτου παλιά, εκεί όπου πλέον είχαν εγκατασταθεί οι αστυνομικές αρχές του Ε.Α.Μ. Έγινε λαϊκό δικαστήριο. Ευτυχώς υπήρχαν και λογικά μυαλά. Ο Παναγιώτης Κρικλάνης (Στλελ’), ο Χαράλαμπος Δελόλμας, που αθώωσαν τον πατέρα και τον άφησαν να γυρίσει, λεύτερος και χωρίς να φέρει τη ρετσινιά του δωσίλογου, στη φαμίλια του.

Ο Παναγιώτης Κρικλάνης είπε στο δικαστήριο: «ο άνθρωπος που κάθεται σήμερα στο σκαμνί και δικάζεται κάθεται μονάχος, ενώ θα έπρεπε να συνδικάζεται μαζί με όλα τα μέλη του σωματείου που εκπροσωπεί. Δεν φόρτωνε τα λάδια των μαυραγοριτών, με κίνδυνο της ζωής του, για να πλουτίσουν αυτοί οι εχθροί του λαού, αλλά για να επιστρέψουν οι βάρκες και τα καΐκια απ’ τη βόρεια Ελλάδα με το φορτίο που είχε ανάγκη για να επιβιώσει ο πληθυσμός μας. Αν οι χαμάληδες της Σκάλας δεν διακινδύνευαν, θα έλειπε ολοτελώς το ψωμί, τα όσπρια και το καλαμπόκι και οι πεθαμένοι από την πείνα θα ήταν πολλαπλάσιοι. Έξαλλου, πώς μπορούμε να τον δικάσουμε σαν συνεργάτη των Γερμανών, όταν οι Γερμανοί είναι σε όλους μας γνωστό ότι κυνηγούσαν μέρα-νύχτα αυτούς τους ξυπόλητους; Γι’ αυτό τις φορτοεκφορτώσεις τις έκαναν σε απίθανα ερημικές παράλιες».

Δίκαιος, λογικός και τίμιος άνθρωπος αυτός ο Παναγιώτης Κρικλάνης, που για την ιδεολογία του πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα του πολιχνιάτικου εμφύλιου σπαραγμού. Του σκότωσαν οι ακροδεξιοί Χίτες μια νύχτα και τη γυναίκα και την κόρη του, την πεντάμορφη Ζαχαρούλα.

Εν τω μεταξύ, ο πατέρας, αφού έχασε τη σπορά του σιταριού το 1941-42, τον επόμενο χρόνο έκανε συμφωνία με ένα «γουρούνι» που είχε μπόλικα σιτάρια. Πήρε από αυτόν ο πατέρας δύο τενεκέδες σιτάρι σπόρο, για το 1942-43, να το σπείρει, να θερίσει, να αλωνίσει στο χωράφι της οικογένειας και στο τέλος, τον Ιούλιο του ’43, να δώσει στον «ευεργέτη» το μισό σιτάρι και το μισό άχυρο της παραγωγής.

Η γυναίκα του τελώνη καταγόταν από το Σίγρι. Ήταν κόρη μιας οικογενείας καραβοκύρηδων και είχε μπόλικο αλεύρι. Δεν ήξερε όμως να ζυμώσει, γι’ αυτό κάλεσε τη μητέρα να την εξυπηρετήσει. Αυτή, αφού κοσκίνισε το αλεύρι με το ψιλό κόσκινο, για να κρατήσει παραπάνω πίτουρο, το πήρε όταν τέλειωσε τη δουλειά της. Πήρε μια χεριά αλεύρι, το ανακάτεψε κι έκανε με το μίγμα της δυο τηγανιές πτάρια, που τα έφαγαν τα μώρα της και ευχαριστήθηκαν.

Ανέβηκε στην «Παλιόμαντρα» ο πατέρας. Έκοψε θάμνους πρίνους. Τους φορτώθηκε και τους κατέβασε στη Σκάλα, για να φουρνίσει η γυναίκα του. Τότε τον «συνέλαβε» ο αγροφύλακας και του έκανε μήνυση! Δικάστηκε ο πατέρας όταν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. Και έλεγε, πάντα με πίκρα, σαν έβλεπε από τη Σκάλα να φαίνονται οι πρίνοι πιο ψηλοί από τα ελαιόδεντρα, στα βουνά του «Άσκυλου», της «Αγμαστιάς», του «Σύλλακου» και της «Παλιόμαντρας»: «Να δείτε μια μέρα πως αυτοί που μουτζούρωσαν το ποινικό μου μητρώο και με φόρτωσαν με την “κλοπή άγριων θάμνων” πως θα πληρώνουν και θα παρακαλούν, να πας να βγάλεις τα λιόδεντρά τους στο φανερό, μέσα από τα αγριόδεντρα».

Πολλά σπαραξικάρδια θυμόταν και έλεγε κατά καιρούς ο πατέρας, αλλά εκείνο που δεν περίμενε ήταν που τον «φακέλωσε» η αστυνομία Πολιχνίτου. «Επικίνδυνος κομμουνιστής». Δεν μετέσχε (απείχε) στο δημοψήφισμα του 1946 για τον επανερχομό του Βασιλιά Γεώργιου Β΄. Απείχε και παρέσυρε και τα υπόλοιπα μέλη του σωματείου των λιμενεργατών Σκάλας στην αποχή.

Συνδικαλίστηκε. Εκτός από το προεδριλίκι του σωματείου, εκλέχθηκε μέλος της διοίκησης του Πανεργατικού Κέντρου Λέσβου και συνεργάστηκε με μη «εθνικόφρονες» παρατάξεις. Εκπροσώπησε το εργατικό κέντρο στο 11ο Πανελλαδικό Συνέδριο στην Αθήνα. Και μια Πρωτομαγιά, από το μπαλκόνι των δημοτικών σχολείων Πολιχνίτου, απευθυνόμενος προς τα μέλη των εργατικών, αγροτικών και αλιευτικών σωματείων και συνεταιρισμών, που είχαν κατακλύσει την αυλή των διδακτηρίων, διάβασε έναν λόγο, σωστό μανιφέστο, που του είχαν γράψει οι διοικούντες το Π.Ε.Κ Λέσβου, με το οποίο ξεσήκωνε τους εργάτες κατά του κεφαλαίου και των αφεντικών. Μετείχε ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος σε δύο αριστερούς συνδυασμούς. Εξελέγη δημοτικός σύμβουλος -με την αριστερή παράταξη και τις δύο φορές- και πήρε αποφάσεις αντίθετες από τις «γραμμές της δεξιάς».

Πικραμένος από όσα πέρασε, χτυπημένος από την ασθένεια «Πάρκινσον», ο πατέρας παρέλυσε νέος σωματικά και έφυγε από τη ζωή, επίσης σχετικά νέος. Λέγοντας πως «ποτέ δεν μπόρεσα να βρεθώ με τους άρχους της ζωής. Πήγαινα με τις τράτες, ψάρευαν τα γριπέλια. Πήγαινα με τα γριπέλια, πιάναν οι τράτες τα ψάρια» (Σ.Σ. Αυτή είναι μια φραστική διατύπωση που συνηθούν να τη λένε στον Πολιχνίτο, όσοι κατέβαλλαν προσπάθειες για να επιτύχουν κάτι το καλό, αλλά το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους έβγαινε πάντα στο ανάποδο). “Κουκουές” δεν ήμουν. Δεν ήμουν όμως και δεξιός, προπαντός βασιλόφρονας. Ως πολίτης, με τη δική μου κρίση και το δικό μου λογικό, πίστευα στο κέντρο. Βενιζέλος Ελευθέριος, Νικόλαος Πλαστήρας, Θ. Σοφούλης, Σοφοκλής Βενιζέλος και Γεώργιος Παπανδρέου ήταν τα πιστεύω μου. Και πάνω που ο Γέρος της Δημοκρατίας, το 1963 και το 1964, δικαιώθηκε επιτέλους και πίστεψα και εγώ πως άλλαξαν τα πράγματα, βγήκαν οι αποστάτες που τον έριξαν και έφεραν τους ανθρώπους του παλατιού πάλι στα πράγματα.»

Όμως, στον αγώνα για την επιβίωση της οικογένειας ο πατέρας είχε στο πλευρό του την ακαταπόνητη, την πανέξυπνη και αποφασιστική γυναίκα του. Την είχαμε ακούσει πολλές φορές να υπερηφανεύεται για τα παιδιά και τον άντρα της και να μην κρύβει πως μέχρι και «κλέφτρα» έγινε την περίοδο της Κατοχής, της πείνας και της ανέχειας, για να μην πεθάνουν από την πείνα τα παιδιά της που εν τω μεταξύ έγιναν τέσσερα.

Σαν στάχωσε το στάρι, αρχές του καλοκαιριού του 1943, αυτό που το 1942 έσπειρε ο πατέρας στο δικό τους χωράφι, συνεταιρικά με αυτόν που διέθεσε τον σπόρο, η μάνα πήγαινε σχεδόν καθημερινά και έκοβε στάχυα. Είχε βρει τον τρόπο και αφαιρούσε τον καρπό μέσα από τα άγανα. Πότε έβραζε τον καρπό και πότε τον ξέραινε και τον άλεθε στον χειρόμυλο και έκανε τηγανίτες και πίτες και μαζί με τα αγριόχορτα που έβγαζε από τα χωράφια, τις λαχανίδες και τα άλλα ζαρζαβατικά που καλλιεργούσε, αλλά και με ψάρια, χτένια ή και άλλα αλιεύματα, που ο Θεός είχε δώσει με αφθονία για να σωθεί ο φτωχός κόσμος από την πείνα, είχε πάντα γεμάτο τον σουφρά σαν μαζευόντουσαν για να φάνε τα κλωσόπουλά της.

Μια φορά, ένα μαυραγορίτης, «όνομα και μη χωριό», θέλοντας να τα έχει καλά με τον πατέρα, που ήταν πρόεδρος του Σωματείου λιμενεργατών, του είπε να πάνε στη μητέρα του στον Πολιχνίτο να τους δώσει πέντε οκάδες σιτάρι δώρο· έτσι, χωρίς πληρωμή. Λαχτάρησαν οι καημένοι οι γονείς και παρά το γεγονός ότι η μάνα ήταν σχεδόν ετοιμόγεννη σε ένα μωρό, που από την πείνα γεννήθηκε δυστυχώς νεκρό, εμπιστεύτηκε τα μωρά της σε μια φίλη και γειτόνισσά της και κίνησε με τα πόδια να ανέβει στον Πολιχνίτο, να της δώσει η γριά μάνα του λαδά το σιτάρι. Η γριά όμως δεν είχε πάρει εντολή από τον γιο της και της είπε να περιμένει να γυρίσει στο σπίτι ο κανακάρης της για να της το δώσει, γιατί αυτή χωρίς εντολή δεν έβγαζε από το σπίτι ούτε σπυρί.

Πέρασε το μεσημέρι, πέρασε το απόγευμα, χτύπησε η καμπάνα του Εσπερινού και η μάνα, στεγνή από την πείνα και αδρόσιστη, περίμενε καρτερικά σε μιαν άκρη του δρόμου απέναντι από το σπίτι του μαυραγορίτη. Περίμενε και περίμενε, γιατί τίποτα άλλο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί δεν ήθελε, σε καμία περίπτωση, να χάσει την ευκαιρία να πάει πέντε οκάδες στάρι στο σπίτι της, να ταγίσει ψωμί τα παιδιά της.

Επιτέλους, εδέησε να εμφανιστεί ο κτηνάνθρωπος που παραπατούσε από το μεθύσι και σαν να ήταν όλα ρόδινα και ωραία πήγε να αστειευθεί κιόλας. Η μάνα όμως δεν χαμπάριαζε και τον κεραύνωσε, βγάζοντας τα νεύρα και το σκάσιμο μιας ολόκληρης μέρας. «Ε, άκσει μι να σι πω, ε σας του χρούστουμ’ του στάρ’, δώρου θα σας του κάνου, τσι εν είπα ‘γω στουν άντρα ς να στείλ’ σένα, αγκαστρουμέν’ γναίκα, μον ναρτ’ φτός να του πάρ’.» Της έδωσε ένα δικό του σακούλι και της είπε πως είχε μέσα πέντε οκάδες πράμα. Το πήρε και έφυγε σαν τρελή. Έφθασε στη Σκάλα, έκανε έναν καβγά με τον άντρα της, για να ξεθυμάνει και άνοιξε το σακούλι. Τότε ήταν που ξεχείλισε η αγανάκτηση και των δύο. Το σακούλι είχε μέσα ένα άθλιο σκύβαλο που μόνο οι κότες θα μπορούσαν να ξεδιαλέξουν.

Μια άλλη φορά, είχε έρθει στη Σκάλα ένα Κουλουριότικο καΐκι. Έμεινε αρκετές μέρες αραγμένο, γιατί περίμενε να σιγουράρει τον καιρό για να σαλπάρει για τη Θεσσαλονίκη. Θα μετέφερε επιταγμένα λάδια Γερμανών. Ο καπετάνιος φώναξε τον πατέρα κρυφά και του είπε πως έχει μισό σακί αλεύρι. Να βρούμε μια νοικοκυρά, καθαρή γυναίκα, να το ζυμώσει και να πάρει και αυτή κάνα δυο ψωμιά για τον κόπο της. Λαχτάρησε ο πατέρας και είπε κι έφεραν στη γυναίκα του το αλεύρι. Όμως, ο καπετάνιος είχε δώσει εντολή στον ναύτη του που έκανε τη μεταφορά να κάτσει να παρακολουθήσει αν θα κοσκινιστεί όλο το αλεύρι και να μετρήσει πόσα ψωμιά θα μπουν στις πινακωτές και μόνο τότε να φύγει, για να φουρνιστούν τα ψωμιά με την ησυχία τους.

Η μάνα, όσο έβλεπε τον επιτηρητή να την παρακολουθεί, τόσο πιο πολύ νευρίαζε. Όμως, δεν το ‘βαζε κάτω. Κοσκίνισε με την «τριχιά» της Τελώνενας, που ήταν πολύ πυκνή, για να κρατήσει όσο πιο πολλά πίτουρα μπορούσε και άμα τελείωσε το ζύμωμα γέμισε με τα ψωμιά τις πινακωτές και είπε στον ναύτη «Νάτα βρε τα ψουμιά. Μέτρησ’ τα τσι τράβα τουν αραμπά σ’. Γω θα ανάψου του φούρνου σιγά-σιγά, τσι θα περιμένου να ανέβειν πρώτα τα ψουμιά μεσ’ τς πνακουτές για να τα φουρνίσου. Άμα ξιφουρνίσου θα σας καλέσ’ γι άντρας ιμ να τα παραλάβητει.» Πράγματι, ο ναύτης τα μέτρησε και αποχώρησε. Τότε η μάνα, χωρίς χρονοτριβή, για να προλάβει τη διαδικασία του φουσκώματος (ανέβασμα) των ψωμιών, έκοψε από κάθε ψωμί από ένα κομμάτι ζύμη και έπλασε άλλα δύο ολόκληρα ψωμιά κατάδικά της. «Τα μνούχ(ι)σα προτού ανέβειν, γιατί αλλιώς θα μι παίρναν χαμπάρ’», έλεγε ύστερα από χρόνια, όταν πια είχαν γίνει χάμα-λίμα τα ψωμιά και τα χόρτασαν και οι σκύλοι και οι γάτες.

Η οικογένεια δεν είχε αυτάρκεια λαδιού. Έβαζαν χρονιά παρά χρονιά καμία πενηνταριά οκάδες λάδι, από τα λίγα λιόδεντρα που είχαν στο κτήμα τους. Μα αυτό δεν αρκούσε να βγει η χρονιά. Αγόραζαν με το μπουκάλι το λάδι από τον μπακάλη και η μάνα το γυαλομετρούσε, γιατί πολλές φορές αναγκάστηκε να ταΐσει ανάλαδο φαγητό στα μωρά της. Ήταν, λοιπόν, μια μέρα επί ΕΑΜοκρατίας. Η Σμυρνιά η συνοικισμώτισσα, που ήταν και αυτή οργανωμένη στο ΕΑΜ, γύριζε με έναν τενεκέ και μάζευε λάδι για την ενίσχυση της Επιμελητείας του Αντάρτη (Ε.Τ.Α.). Πέρασε λοιπόν και από τη μάνα για να δώσει το κατά δύναμη. Μόλις την είδε αυτή ήταν έτοιμη να τη μουντάρει. Δεν πρόλαβε να μιλήσει και χωρίς να χάσει καιρό της λέει σιγά-σιγά, που μόλις ακουγόταν, «πάρε τον τενεκέ, μπες μέσα στο σπίτι, κάνε πως βάζεις λάδι και φέρε μου τον, σαν που στον έδωσα, γιατί και τα ντουβάρια έχουν μάτια και βλέπουν» Χαλαρή-χαλαρή τότε η μάνα εφάρμοσε την εντολή της Σμυρνιάς και η υπόθεση πήρε τέλος.

Όμως, ύστερα από κάνα χρόνο, μια σχετική ίδια σκηνή επαναλήφθηκε. Αυτήν τη φορά ο παπά-Γιώργης Δουκέλης, με έναν γκαζοτενεκέ γύριζε και μάζευε λάδι, για να το στείλουν οι παπάδες στα Ιεροσόλυμα, για το άναμμα της Αγίας Κανδήλας του Πανάγιου Τάφου. Τραγική ειρωνεία! Θα έλεγε κανείς. Στη Σαρακήνα, στους αλάδωτους, Θεέ μου συγχώρα με, πήγαν οι αθεόφοβοι να κάνουν έρανο λαδιού, όταν όλοι σχεδόν οι Σκαλιώτες αγόραζαν μισή-μισή οκά το λάδι για το φαγητό τους. Έφθασε ο παπάς και στην πόρτα της μάνας. Εκείνη την ημέρα το λαδόμπρικο ήταν τελείως άδειο και δεν υπήρχε και πρόβλεψη να γεμίσει, γιατί ο λογαριασμός με τον μπακάλη είχε φουσκώσει και γιατί οι χειμωνιάτικες κακοκαιρίες δεν άφηναν περιθώρια αισιοδοξίας ότι η αυριανή μέρα θα ερχόταν καλύτερη. Όλα έδειχναν πως τα μικρά θα έτρωγαν ανάλαδο εκείνη την ημέρα το φαγητό τους. Η μάνα, που είχε πάρει στο παρελθόν το μάθημά της από τη Σμυρνιά, αεράτη, με προσποιητή προθυμία, παίρνει το δοχείο από τα χέρια του παπά, μπαίνει μέσα στο σπίτι της, λαδώνει το φαγητό της οικογένειας πρώτα και ύστερα ανασκελώνει και μια πήλινη κούπα και κλάκα-κλάκα τη γεμίζει από το λάδι του Θεού. Ο παπάς παίρνοντας στα χέρια τον τενεκέ κάτι υποψιάστηκε και λέγει «σαν πιο λαφρύς μι φαίνιτι γι τινικές», «τι να κάνουμι παπά μ’, του κατά δύναμη τ’ ου καθένας», του απαντά με σοβαρό ύφος η μάνα και έτσι αποκλείει κάθε άλλο σχολιασμό.

Πήγε μια μέρα η μάνα σε ένα μπακάλικο να πάρει μια οκά λάδι. Του Μητρέλ’ του σναχουμένου ήταν ο μπακάλης. Αυτό ήταν το πλόμι του. Αυτός είχε πιει μερικά κονιάκ και όταν πήγε να βάλει το λάδι και να γεμίσει το μπουκάλι μπέρδεψε τα δράμια (μετρήδια). Αντί να πιάσει το δράμι του λαδιού, πήρε αυτό του καθαρού (φωτιστικού) πετρελαίου. Φαίνεται πως το δράμι είχε και λίγο πετρέλαιο μέσα. Δεν είχε, δηλαδή, αδειάσει τελείως, κατά την πάγια και προσφιλή συνήθεια των μπακάληδων που πάντα ξηκιτό πωλούσαν το είδος τους. Παίρνει, λοιπόν, η μάνα το λάδι και τρέχει στο σπίτι. Λαδώνει τα φασόλια (ήταν και από τη Λήμνο), κόβει φέτες το ψωμί και δίνει το παράγγελμα να αρχίσουν να τρώνε. Αμ δε! Με την πρώτη κουταλιά τα μωρά, παρά την πείνα και την όρεξη που είχαν για φαγητό, σαν συνεννοημένα φώναξαν «μπουφ». «Τρώτι βρε, μην τα πάρου από μπροστά σας», κατσάδιασε η μάνα. «Βρουμούν γκάζ’ ω μάνα», απάντησαν τα μωρά. Παίρνει μια κουταλιά και η μάνα και την παίρνουν τα κλάματα. Εεε, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Μια και δυο, με την κούπα τα λαδωμένα φασόλια και το μπουκάλι με το βρόμικο λάδι, φτάνει αφρισμένη στο μπακάλικο «Βρε μητσμένου τσι σναχουμένου παλιού Μητρελ’, τι θα ταγίσου τώρα τα μουράμ’;» και χωρίς χρονοτριβή περιχύνει το Μητρέλ’ με τα λάδια και τα φασόλια. «Τζάνουμ, βρε γναίκα, ότ’ να πείς δίτσιου έχ(ει)ς. Να σι δώσου άλλου λάδ’; Να σι δώσου μσή ουκά κασσέρ’; Να, πάρι τσι κάμπουσες ιλίες τσι σμπάθσιμι. Ε τόκανα επίτηδις, τα μπέρδιψα».

Κάποτε πέρασαν τα δίσεκτα χρόνια. Το ψωμοσάνιδο γέμιζε πια με μυρωδάτα, καλοζυμωμένα σταρένια ψωμιά, καμωμένα πάντα από τα άξια χέρια της μάνας. Μες στο κατώγι ήταν τώρα γεμάτο το κιούπι με λάδι και δίπλα του ένα μικρότερο κιουπέλ’ είχε πάντα μέσα του εκλεκτές ελιές. Τα μωρά μεγάλωσαν, πήραν τον δρόμο τους. Η μάνα ηρέμησε, έπαψε να τα βλέπει όλα μαύρα. Άρχισε να κάνει όνειρα για την αποκατάσταση των παιδιών της. Κάνοντας, λοιπόν, τον απολογισμό της μίζερης ζωής που πέρασε, θυμήθηκε πως είχε εξαναγκαστεί από τις τότε καταστάσεις μέχρι και κλέφτρα να γίνει, για να μεγαλώσει τα βλαστάρια της. Πήγε, λοιπόν, στον παπά-Βασίλη τον Συκά –πάντοτε τον τιμούσε, τον συμβουλευόταν και τον υπάκουε. Πήγε να του ζητήσει να την εξομολογήσει. Με δάκρυα στα μάτια, εξιστόρησε στον ασπρομάλλη παπά όλα όσα σας κατέγραψα. Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει, γιατί ο παπάς, πολυφαμιλήτης και αυτός, με εννέα παιδιά, της φώναξε με βουρκωμένα μάτια: «σήκου κόρη μ’ τσι δεν ίνι αμαρτίις αυτά που έχς καμουμένα. Άμα άφνεις να πιθάνιν απ’ τ’ πείνα τα μουράς τότε θα ήσταν αμαρτουλή. Γι Θιός σι έχ’ σχουριμέν’, γι’ αυτό τσι απ’ ιμένα σχουριμέν’ είσι.»

Ο πατέρας είχε μια συνήθεια να γράφει ένα είδος ημερολογίου της ζωής του σε μικρά σημειωματάρια, από τα οποία λίγα έχουν διασωθεί, καταχωρούσε σχεδόν καθημερινά κάποια γεγονότα. Συνήθως όμως διαβάζεις σε αυτά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, ιδίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που εξαιτίας τους δεν πλεύριζε πλοίο στο λιμάνι της Σκάλας επί σειρά ημερών. Δεν ερχόταν πλοίο να βγάλει ή να πάρει εμπορεύματα, δεν υπήρχε και μεροκάματο, μεροδούλι καλύτερα να πούμε. Η αναδουλειά έφερνε την ανέχεια και αυτή ήταν προάγγελος της δυστυχίας, της απαισιοδοξίας, της κακομοιριάς.

Γράφει, λοιπόν, σε μία σελίδα ο πατέρας, στα τα τέλη της δεκαετίας του 1940. «Φουρτούνα, χαλασμός. Μερόνυχτα τώρα στη στεριά δέντρα ξεριζώνει και στη θάλασσα δεν πετάει ούτε γλάρος. Οι βαρκάρηδες έχουν βγάλει στη στεριά τις βάρκες τους. Κανά δυο καΐκια που ήταν για να έλθουν στο λιμάνι μας, μπόδισαν και τρύπωσαν στην Αποθήκα, στο φυσικό λιμάνι της. Στέγνωσα οικονομικά. Δεν έχω δίλεπτο να ανάψω κερί, και αύριο μέρα Χριστουγέννων. Όλοι έκαναν το κουμάντο τους και πήραν κρέας για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Εγώ δεν μπορώ και δεν θέλω να χρεώνομαι συνέχεια. Τι να κάνω δεν ξέρω. Είμαι σε απόγνωση, γιατί έχω φαμίλια. Πώς θα ταΐσω τόσα στόματα που περιμένουν από μένα, που δεν μπορώ ούτε μια οκά κρέας να αγοράσω;» Πέρασαν και αυτά τα Χριστούγεννα και στην καταχώριση της 26/12 γράφει:

«Τελικά, με καλή θέληση, υπάρχει πάντα λύση. Σφάξαμε μια κότα. Κάναμε ένα πιλάφι μοσχομυριστό. Το φχαριστηθήκαμε μικροί και μεγάλοι. Μάλιστα εγώ ήπια και το μπουκάλι το κρασί που μου δώρισε ο κουμπάρος μου και περάσαμε, με αγάπη και ξενοιασιά, τα ομορφότερά μας Χριστούγεννα. Και του χρόνου να είναι καλύτερα».

Την ιστορία τούτη την ιστόρησε ένα από τα παιδιά της οικογένειας που κατέληξε «Σαν θέλω να κατέβω στη Σκάλα, πηγαίνω με τα πόδια από τον παλιό αμαξωτό δρόμο, τον χωματόδρομο που περνά από το νεκροταφείο του Πολιχνίτου. Μέσα στο οστεοφυλάκιο έχω τοποθετήσει τα κασάκια με τα λείψανα των γονιών μου. Έχω βάλει πάνω τους και τις φωτογραφίες τους. Πηγαίνω λοιπόν και κουβεντιάζω μαζί τους. Τώρα που έγινα πατέρας και παππούς είμαι σε θέση να εκτιμήσω των αγώνα και την προσφορά τους. Είμαι σε θέση να αναλογιστώ πως είμαι σήμερα εγώ εν ζωή γιατί οι γονείς μου θυσιάστηκαν και θυσίασαν ακόμη και τις αρχές τους για εμένα. Ο Θεός να αναπαύσει τις ταλαιπωρημένες ψυχές τους».

Πολιχνίτος, Ιούνιος 2021

Στρατής Π. Πάντας

Διευκρίνηση

Η Χ ήταν μια ακροδεξιά και φιλοβασιλική οργάνωση με πλούσια δράση στο χώρο της ένοπλης βίας. Η ένθερμη υποστήριξή της προς το βασιλιά φαίνεται και από το ότι στο σήμα της υπάρχει το στέμμα. Συχνά επέβαλε ένα καθεστώς τρομοκρατίας σε περιοχές της Αθήνας και της επαρχίας και δολοφονούσε μέλη και οπαδούς του ΚΚΕ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ

Τον Ιούνιο του 1941 ιδρύθηκε η «Στρατιωτική Οργάνωσις Γρίβα», η οποία στη συνέχεια (Μάρτιος 1943) έγινε γνωστή και ως «Οργάνωση Χ», ή απλώς «Χ» (για λόγους συντομίας). Τα μέλη της Χ λέγονταν Χίτες.

 

ΣΗΜ: Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στο «Λεσβιακό Ημερολόγιο. Γράμματα – Τέχνες – Πολιτισμός 2024» του Παναγιώτη Σκορδά