Λεσβιακά έθιμα – Μέρος 2ο- Λαμπρουβδουμάδα

Κλείνουμε τα λεσβιακά έθιμα του αγαπητού μας και λαογράφου Βαγγέλη Χατζημανώλη με το δεύτερο μέρος, που αναφέρεται στα έθιμα της λαμπροβδομάδας. Ακολουθούν δίστιχα ταιριαστά με το έθιμο της κούνιας, εξαιρετικής ρίμας και σύλληψης, με όλες τις “κουνιστικές” προεκτάσεις τους.

Βαγγέλης Χατζημανώλης

Λαμπρουβδουμάδα:

Κυριακή! Πάσχα Κυρίου Πάσχα! Όλα λάμπουν στα χωριά και στην πόλη, όλα πανηγυρίζουν! Προέχει όμως στην Εκκλησία ο Εσπερινός τής Αγάπης (Δευτέρα Ανάσταση) και στην συνέχεια η περιφορά τής Ανάστασης μέσα στο χωριό σε κλίμα εαρινής αναστάσιμης χαράς και ανάτασης. «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί..»!

**Στην Μόρια, ενώ πολύ παλιά γινόταν η δημοπρασία τής εικόνας τής Ανάστασης μέσα στον ναό, όπως κι αλλού, τώρα εδώ και χρόνια άλλαξε μορφή η δημοπράτηση: Δηλαδή, κατά την ώρα τής περιφοράς μέσα στους δρόμους τού χωριού, σε κάποια σημεία αναμένουν κάτοικοι και όποιος θέλει ρίχνει τον οβολό του σε ένα καλαίσθητο σακούλι δεμένο στο κοντάρι τής «Ανάστασης», παραλαμβάνοντάς την έτσι από

τον άλλον και σηκώνοντάς την μέχρι κάποια απόσταση, όπου εκεί περιμένει άλλος και ούτω καθεξής μέχρι επιστροφής όλων στην Εκκλησία.

Το κατεξοχήν πασχαλιάτικο φαγητό σε όλα τα χωριά σχεδόν τής Λέσβου ήταν και είναι τα φουρνιστά, το γεμιστό αρνί, συνοδευόμενα και με άλλα εδέσματα, ψητά διάφορα, παϊδάκια, κεφτέδες, τυριά, και άλλα. Η σούβλα και ο οβελίας άγνωστα στο νησί, ήταν και είναι καθαρά «παλιολλαδίτικα» έθιμα, ( Ρούμελη, Μωριάς κ.λ.π. Παλιά Ελλάδα…) και τούτο διότι από το 1912 όσες περιοχές απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό, όπως και η Λέσβος, ονομάστηκαν «Νέες Χώρες». Εδώ στο νησί ήρθαν ξενόφερτα στην δεκαετία τού 1960 και μετά. Όχι ό,τι και καλύτερο να σού θυμίζουν… Αθανάσιο Διάκο!

**Στην Μυτιλήνη μέχρι και το 1960 περίπου, οι νέοι άνδρες είχαν το έθιμο (σε μορφή τυχερού παιχνιδιού ας το πούμε) το τσούγκρισμα τών αυγών. Αυτός που έσπαγε το αυγό τού άλλου, το κέρδιζε, κι έτσι εξασφάλιζαν και τα αυγά τού σπιτιού τους… Υπήρχαν βέβαια και τα κόλπα ξεγελάσματος και πονηριάς, με ξύλινα βαμμένα αυγά, ή με τον τρόπο και τέχνασμα που κρατούσαν και τσούγκριζαν το αυγό. Συνήθως μαζεύονταν στην περιοχή τής Αγοράς κάπου στο Μπας Φανάρ, στην Επάνω Σκάλα, στον Συνοικισμό και αλλού. Αυτό γινόταν τις πρωΐνές ώρες την Κυριακή τής Λαμπρής.

Την ίδια ημέρα παντού στο νησί και οι «Λαμπριγιάτκις Κούνις» (κούνιες) με τα γνωστά «τραγούδια τής κούνιας» στις δόξες τους, που γίνονταν όλη την Λαμπροβδομάδα έως και την Πρωτομαγιά, αλλά και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις όσο κρατούσε το «Χριστός Ανέστη». Κούνιες με χοντρό σανίδι ή μαδέρι για τέσσερα-πέντε άτομα ή και μικρότερες με χοντρό σκοινί κρεμασμένες στις μεγάλες κεραμοσκεπείς αυλόπορτες τών σπιτιών ή και σε δέντρα. Κάθε γειτονιά την κούνια της και κάθε ομάδα παραπιανότανε ποιανής θα είναι καλύτερη και επιτυχημένη.

Κοπέλες και αγόρια, μικρά και μεγάλα σε κάθε κούνια, κεράσματα, κουλουράκια λαμπριάτικα, τσουγκρίσματα αυγών, τραγούδια, και το αναπόφευκτο φλερτάρισμα στις νεαρές από τους νεαρούς και ευκαιρία να δουν και λίγο παραπάνω… πόδι, καθώς ο αέρας τής κούνιας σήκωνε το φουστάνι! Η κούνια παρείχε την κάποια ασυλία… στο να εκδηλωθούν πιο ελεύθερα τα ερωτικά σκιρτήματα τής νεολαίας, σ’ εκείνες τις εποχές με τα αυστηρά παρατραβηγμένα… ήθη τής μικρής και κλειστής κοινωνίας των χωριών. Ήταν όμως κατά τα λεγόμενα τότε και αιτία για αρραβώνιασμα! Όταν ένας νέος και μια νέα κάθονταν μαζί στην κούνια να κουνηθούν, αυτό αποτελούσε και επισημοποίηση τής σχέσης τους, ήταν «δόσιμο λόγου»! Έλεγαν για παράδειγμα: «Ι Βαγγέλ’ς μι του Ρηνέλ’ λουγουδώσαν». «Πότι καλέ»; «Κάτσαν σντ κούνια»!

Στην Μυτιλήνη στα πανηγύρια τής Λαμπροβδομάδας και την Πρωτομαγιά, έκαναν κούνιες σε διάφορες περιοχές, όπως στην Κράτηγο, στη Νεάπολη, στού Ρουσέλλη τα Τσάμια (τον σημερινό Λόφο Πανεπιστημίου), στα Τσαμάκια, στην Καλλιθέα την Λαμπροπέμπτη «Τς Αγιάς Φουτιάς» Αγίας Φωτεινής, ( δεν είχε τότε σπίτια και πολυκατοικίες, αλλά όλο ελιές) και την Παρασκευή τής Ζωοδόχου Πηγής, όπου έκαιγαν και τον «Ουβριγιό» στην Λαγκάδα, κάνοντας κούνιες στο Κρυονέρι (βγαίνοντας απ’ την πόλη προς τα Νταμάρια), αλλά βέβαια και στα γύρω προάστια. Το «κάψιμο τού Ουβριγιού» (Εβραίου) ομοίωμα ανθρώπου, είναι η τιμωρία τών σταυρωτών τού Χριστού.

Κλείνοντας πρέπει να πούμε ότι τα Λεσβιακά έθιμα είναι ανεξάντλητα και «αιωνίζοντα» ως ριζοβολημένα στην γειτνιάζουσά μας ομώνυμη «Αιολίδα Γη», αλλά θέλουν φροντίδα και καλλιέργεια… για να γίνουν «αεί βλαστάνοντα»!

 

ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΕΣ ΚΟΥΝΙΕΣ ΛΕΣΒΟΥ

ΔΙΣΤΙΧΑ ΚΟΥΝΙΑΣ

–Μερικά απ’ αυτά–

(Με αστερίσκο* παραγωγής μου)

Βαγγέλη Χαζημανώλη

Χριστός ανέστη μάτια μου, χαρήκαν οι γ’ αγγέλοι,

κι μεις για να ανταμώσουμι, γ’ οι παραπουνιμένοι.

Πάλι στην κούνια έκατσα πάλι θα τραγουδήσου,

ν ανοίξου τις καρδούλις σας τσι να τις ζουγραφήσου.

Θαν ανιβώ στουν ουρανό, να κάτσου διπλουπόδι,

να σι κουνήσου μάτια μου, γιατ’ είσι προυτουκόρη.

Σι φχαριστώ αγάπη μου, αν τα’ πις για τα μένα,

να σκίσου την καρδούλα μου, να σι πουτήσου αίμα.

Έλα Χριστέ στα χείλη μου, κι η Παναγιά κουντά μου,

να τραγουδώ τις φίλις μου, κι όλη τη συντρουφιά μου.

Σίδηρου είνι του σκοινί, καργιένιου του σανίδι,

κι τα κουρίτσια που κουνώ, είνι καθάριου ασήμι.

Κουνήσιτι τις όμουρφις, κουνήσιτι τις άσπρις,

κουνήσιτι κι τς λιμουνιές, μι τουν ανθό τς γιμάτις.

Έχεις μαλλιά σαν σέλινα, στις πλάτις σου ριγμένα,

κι όποιους γυρίσει κι τα δει, τριλαίνιτι για σένα.

Μι τ άσπρα σ είδα σήμιρα, τσι πάψαν οι σφιγμοί μου,

τσ είπα πους είσι άγγιλους, να πάρεις τη ψυχή μου.

Ισύ σι ου τραγουδιστής, τσι γω ’μι του τσιράκι,

τσ ο,τι τραγούδι να μου πεις, σου δίνου του καπάκι.

Τραγούδια κι πινέματα, ξέρου κι γω καμπόσα,

μα δε μ αφήνει να τα πω η ταπεινή μου γλώσσα.

Τραγούδια ξέρου πιρισσά, έναν τρουβά γιμάτου,

μόνι μι τρύπσι ι τρουβάς τσι πέσαν ούλα κάτου.

Σαν τέτοια, τέτοια λάχανα, σαν τέτοια μαρουλάκια,

σαν τέτοια βρουμουχόρταρα, γιμάτα τα σουκάκια.

Πάνου στην κούνια κάτσατι, τι τιριαστό ζιβγάρι…

κι απ τη γλυκειά σας τη φουνή, γκαρίζουν οι γαϊδάροι…

*Έλα μαζί να κάτσουμι, μαζί να κουνηθούμι,

να λουγουδώσουμι τα δυό, κι ν’ αρραβουνιαστούμι.

*Πάλι στην κούνια κάτσαμι Λαμπρή να κουνηθούμι,

να πούμι τα τραγούδια μας να τα φχαριστηθούμι.

*Να ’χα τ αχείλια σ για πουτήρ, δρουσνό νιρό να πίνου,

να μι χουρταίνου μάτια μου, την κάψα μου να σβήνου.

*Αυτά τα ματουτσίνουρα σ, μοιάζιν μι κουρτινάκια,

π ανοιγουκλείνιν τιριαστά, στα δυό σου τα ματάκια.

*Τα φρύδια σ τα καφασουτά, στα μάτια σου πιρβάζια,

αυτά μι παλαβώσανι, γιαυτό μι κάνεις νάζια.

*Πέ μι δυό λόγια να χαρώ, τ απάνου μου να πάρου,

ώσπου να πεις καλά του ναι, να τα’χου για καπάρου.

*Έλα να πούμι ένα τραγούδ, να γίνουμι ζιβγάρι,

ισύ να κάνεις του διουλί, να κάνου του δουξάρι…

*Πού παν τα πέντι δε νουγάς, διαβόλ παλιουλατέρνα,

του κινητό σι μάρανι, για να μας καν’ς τ μουντέρνα.

*Μι κινητό τσι ες-εμ-ες, δε σώνιτ’ η κατάστασ,

*μόνι σα σμίξιν τα κουρμιά, γίνιτι νικρανάστασ…

*Σι βλέπου τσι ζαλίζουμι, σι βλέπου τσι τα χάνου,

δεν είνι π σικλιντίζουμι, μα θέλου τσι να κλάνου…

*