Τάσος Μακρής
Eίνι στα καταχούμινά ‘τα
Η λέξη «καταχούμινα» είναι μια σύνθετη λέξη της ντοπιολιαλιάς μας καμωμένη με αρχαία υλικἀ. Ο κορμός της είναι ο αρχαίος «χους», το δικό μας χώμα. Η πρόθεση «κατά» χρησιμοποιείται για επίταση του νοήματος. Ίσως αρχικά να ήταν και το επίρρημα «κάτω» και τότε θα σήμαινε «βαθιά στο χώμα». Με την κατάληξη «-μενος» φτιάχτηκε ένας όρος με τη σημασία της ταφής.
Όταν λοιπόν λέμε για έναν άρρωστο πως είναι «τα καταχούμινά τ’» εννοούμε πως ο άνθρωπος είναι νεκρός.
Είδα ‘γω πουλλοί σπανοί // αμ είχαν τρίχα και μαλλί.
Οι πρόγονοί μας, οι πλάστες της ντοπιλιαλιάς μας, όταν ήθελαν να λαφρύνουν το λόγο τους , να τον κάνουν σκωπτικό, να πουν αυτό που σκέπτονταν, αλλά να μην προκαλέσουν οξύτητα, τότε γινόταν ποιητές και σκάρωναν τρισχαριτωμένα δίστιχα.
Η φράση, γι’ αυτόν στον οποίο απευθυνόταν, ήταν προσβλητική, αλλά δεν εκλαμβανόταν ως τέτοια. Το βάρος της το ελάφρυναν οι στίχοι. Στην εποχή μας λέμε σε ανάλογες περιπτώσεις, με όλη την ωμότητά μας: Ε, δεν τρώγεσαι με τίποτα.
Κάνοντας την σύγκριση των δύο φράσεων διαπιστώνουμε ότι στην παροιμιώδη των προγόνων μας διακρίνεται ευγένεια, καλοσύνη, παιχνίδισμα του λόγου, ποίηση. Η των χρόνων μας, πράγματι, δεν….τρώγεται με τίποτα.
Είδι τυρί στου κώλου ‘τ
Η μελέτη της κάθε γλώσσας μάς δίνει ιστορικοκοινωνικές πληροφορίες. Εδώ η φράση μάς διαβεβαιώνει πως η διατροφή, στους χρόνους εκείνους, ήταν το δυσκολότερο πρόβλημα, το οποίο καθόριζε και την υπαρξιακή αξιοπρέπεια των ατόμων.
Το τυρί ήταν (είναι ακόμα) από τις ακριβότερες τροφές κατάλληλο για κατανάλωση μόνο από ευκατάστατους, οι οποίοι μπορούν γι΄ αυτό να επαίρονται. Οι άλλοι ζούν την ταπεινότητά τους και, εάν κάποτε τους ευνοήσει η τύχη και περάσει το τυρί και από το δικό τους πεπτικό σύστημα, δεν χάνουν την ευκαιρία να γευτούν κι αυτοί την γλύκα της κοινωνικής έπαρσης.
Η εμφανής ειρωνεία της φράσης μάς δίνει ακόμα την πληροφορία πως οι κοινωνίες εκείνες είχαν παραδεχτεί πια πως είναι νομοτέλεια η κοινωνική διαστρωμάτωση και οι ξεχωριστές απολαβές που αυτή εξασφαλίζει. Είναι η τάξη πραγμάτων, που κρατά σε ισορροπία τον Κόσμο!
Είνι για τα ντούμπανα
Τα «τούμπανα» ήταν τύμπανα. Η φράση μας λέει ότι κάποιος είναι ( του αξίζει) για να συνοδευθεί από τα τύμπανα. Πότε γίνεται και γιατί γίνεται αυτό;
Στον Μεσαίωνα υπήρχε η πρακτική της διαπόμπευσης. Για μερικές παραβάσεις, όπως η μοιχεία, η πολιτεία επέτρεπε κάτι σαν λαῙκό δικαστήριο, που εξελίχθηκε σε δημόσιο θέαμα με τύμπανα, προπηλακισμούς (ρίψεις λάσπης), μουτζούρωμα, περιφορά στους δρόμους και όποιον άλλον ευτελισμό εφεύρισκε το φιλοθεάμον κοινό. Η χρήση λοιπὀν της φράσης απέβλεπε στη υποτίμηση.
Έκανε αδραχτουσύν’
Το αδράχτι ήταν το ξύλινο όργανο, που περιστρεφόμενο έκλωθε το νήμα, και το τύλιγε γύρω του κατά τρόπο που να διογκώνεται στο μέσο του, αφήνοντας γυμνά τα δύο άκρα του. Όταν αποκτούσε όγκο, που δυσκόλευε την περιστροφή του, τέλειωνε- ολοκληρωνόταν ένα κομμάτι εργασίας γέμιζε ένα αδράχτι εργασίας, που ήταν και μονάδα μέτρησης και λεγόταν « αδρααχτοσύν’». Η γυναίκα που έφερνε σε πέρας αυτή τη δουλειά, ήταν άξια εργάτρια της οικοτεχνίας. Αυτή η αξία επεκτάθηκε και σε άλλες δουλειές και έμεινε στο γλωσσικό ιδίωμα η φράση να σηματοδοτεί τη δυνατότητα να τελειώνει κάποιος το όποιο έργο, με το οποίο καταπιάνεται.
Έλα σύ τσι πιάσ’ τη γνώσ’ υμ’
Η νεοελληνική έχει πάμπολλες εκφράσεις με την λέξη «γνώση», αλλά σε καμιά δεν φαίνεται τόσο αεράτη, που να μας ξεφεύγει και να χρειάζεται να την πιάσουμε, σα να ήταν πετούμενο, ένα πουλί. Η φράση λεγόταν σαν παραδοχή του λάθους μας σε ένα διάλογο ή σα συγγνώμη για κάτι, που μας διέφυγε, που το ξεχάσαμε. Ούτε λίγο- ούτε πολύ είναι μια παραδοχή, ότι δεν έχουμε πια γνώση.
Έ μ’ αφήν’ η καλουτιά
Το ρήμα «αφήν’» με το αρνητικό του, το «ἐ» (που είναι δεν) σημαίνει άρνηση, απαγόρευση, δυσκολία. Η λέξη «καλουτιά» , ανύπαρκτη στα λεξικά , είναι μόρφωμα του ιδιώματός μας και εμπεριέχει το επίθετο καλός. Αλλά το καλός δεν γίνεται να συμπορεύεται με αρνήσεις και απαγορεύσεις που κουβαλά το ρήμα της πρότασης. Έτσι έχουμε μια παλαβή πρόταση, ένα οξύμωρο σχήμα. Φαίνεται όμως ότι έχει το λόγο της μια τέτοια διατύπωση. Εδώ πρέπει να παίζουν το παιχνίδι τους οι προλήψεις. Η πολλή καλοτυχία (καλουτιά) φέρνει τη ζήλεια, φέρνει τη βασκανία, οι οποίες με τη σειρά τους φέρνουν το φθόνο και την κακοτυχία.
Έ μπουρώ να σι περιεύρου
Όλη την νοηματική δυσκολία της φράσης την επωμίζεται η λέξη «παρεύρου». Το ρήμα «παριβρίσκου» είναι τοπικό και είναι δύσκολος ο επακριβής καθορισμός της σημασίας που παίρνει στη χρήση του στο λόγο του ιδιώματος. Την νοηματική δυσκολία την δίνει η πρόθεση «περί» . Βρίσκω κάποιον γύρω-γύρω, δηλαδή τον περιεργάζομαι. Η φράση όμως εἰχε άλλη σημασία : Λεγόταν, για να δηλώσει αδυναμία επικοινωνίας, αδυναμία ικανοποίησης, εξαιτίας παραλογισμού, εξαιτίας αστάθειας στις απόψεις. Φαίνεται πως ο εμπλουτισμός των λέξεων με σημασίες δεν λειτουργεί πάντα ορθολογιστικά.
Έν έχ’ θώρ’ να θουραιστεί.
Το αρχαίο θεωρώ, λένε τα λεξικά, στα χρόνια του Βυζαντίου έγινε θωρώ με την ίδια σημασία (βλέπω). Από το ρήμα έγινε το ουσιαστικό θώρι, που είναι το βλέμμα, η ματιά, αλλά και η όψη , η εμφάνιση, η θωριά. Στην ντοπιολιαλιά μας κρατήσαμε το βυζαντινό θώρ’ κι από τη θωριά κατασκευάσαμε το’ «θουριάζουμι», το οποίο είναι ανύπαρκτο , δεν χρησιμοποιείται πουθενά αλλού, παρά μόνο για να γίνει λογοπαίγνιο της φράσης μας. Σε ελεύθερη μετάφραση θα λέγαμε: Είναι τόσο άσχημος που δεν βλέπεται.
Έν έχ’ ς φρασιά
Η «φρασιά» δεν βρίσκεται στα λεξικά. Είναι λέξη ιδιωματική φτιαγμένη με υλικάτης αρχαίας. Αν στη θέση της φρασιάς τοποθετήσουμε την σύνθετη της καθομιλουμένης, την «εκφραστικότητα», τότε η φράση μας θα γινόταν άμεσα κατανοητή. Θα σήμαινε πως δεν έχεις την ικανότητα να εκδηλώσεις τον εσωτερικό σου κόσμο, να εκφραστείς γενικά, δηλαδή υστερείς. Αυτό ακριβώς σημαίνει και η φράση του ιδιώματός μας. Το αρχαίο «φράζω» έδωσε τη « φράση» και νεοελληνικός λόγος έκανε με αυτή σύνθετες ( εκφράζω, έκφραση κ. λ. π ), για να
Έκαψι αχλιά
Η αχλιά είναι η στάχτη, η οποία είναι κατάλοιπο της φωτιάς, αλλά η ίδια δεν καίγεται. Ποιο είναι το νόημα, λοιπόν, της φράσης μας; Η ιστορία μάς έρχεται από τα βάθη της προῑστορίας, τότε που οι ανθρώπινες ομάδες περιφέρονταν ψάχνοντας να βρούν τόπο εγκατάστασης. Όταν τον εύρισκαν, άναβαν φωτιά και γύρω της οργάνωναν τη ζωή τους. Η καθημερινή φωτιά άφηνε στάχτη-αχλιά, η οποία έδειχνε τη σταθερότητα της εγκατάστασης. Κατ’ επέκταση, μέχρι σήμερα, η φράση σηματοδοτεί κάθε μόνιμη και σταθερή εγκατάσταση και ενασχόληση.
Έκανε τ’ γουρουνιοὐ του νου.
Οι πρόγονοί μας ήξεραν πολύ καλά πως και τα ζώα και σαν είδη, αλλά και σαν άτομα ακόμα, έχουν το καθένα τον δικό του χαρακτήρα τον δικό του νου. Το γουρούνι, ενώ είναι από τα πιο έξυπνα ζώα, δεν υπακούει στις ανθρώπινες εντολές, κάνει ότι αυτό θέλει, έχει τον δικό του νου. Αυτή η συμπεριφορά παραλληλίζεται με ορισμένων ανθρώπων, οι οποίοι για δικούς τους λόγους κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τις λογικές κουβέντες των άλλων. Κάνουν τ’ γουρουνιού του νου!