Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΓΡΥΠΑΣ ΠΟΥ ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΚΕ
Τάσος Μακρής
Θα μας εύρ ’ βουγή
Η λέξη «βουγή» δεν είναι άλλη από την «βοή» της καθομιλουμένης, από την οποία παράγεται το ρήμα «βουίζω» και όλ’ αυτά μας δείχνουν τη ρίζα «βου», που είναι ο δυνατός, ο παρατεταμένος ήχος προερχόμενος από κάποια πηγή ( ιαχή συγκεντρωμένων ανθρώπων, ήχος δυνατού αέρα , θόρυβος αεροπλάνων κ.λ.π.) Το γλωσσικό μας ιδίωμα παρομοίασε τον κοινωνικό θόρυβο, που δημιουργείται από κάποια παραβατική συμπεριφορά μέλους ή και μελών της κοινωνίας, μ’ αυτόν τον ιδιαίτερο, μακρόσυρτο και υπόκωφο ήχο. Κάτι τέτοιο ερχόταν κι έπεφτε πάνω στο σύνολο σαν παρατεταμένο, ασίγαστο ηθικὀ βουητό. Το ρήμα «εύρ’» σε μέλλοντα χρόνο δείχνει το ασήκωτο βάρος μιας τέτοιας κατάστασης και προειδοποιεί για προσπάθεια αποφυγής.
Θα μας στήσιν πάσ’ τ’ν δέμπλα
Η «δέμπλα» είναι ένα μακρύ ραβδί, για να ρίχνουμε με αυτό τις ελιές από τα ψηλά κλαδιά. Είχε και μια άλλη χρήση: Τη χρησιμοποιούσαν για διαπόμπευση. Κρέμαζαν πάνω στη δέμπλα ένα ρούχο του ειρωνευόμενου και τη σήκωναν σα σημαία. Αυτή η κίνηση δεν ήταν ούτε τιμητική, ούτε ανεκτή, γι’ αυτό και η συμπεριφορά των ατόμων ήταν τέτοια, που να μην προκαλεἰ το στήσιμο της δέμπλας.
Θα μας στήσιν στο μπαντό
Νοηματικά η φράση έχει την ίδια σημασία με την «θα μας στήσιν πάσ’ τ’ν δέμπλα». Σήμαινε θα γίνουμε θέαμα, θα μας ειρωνεύονται και θα μας σχολιάζουν όλοι . Το πρόβλημα της φράσης είναι το ακατανόητο «μπαντό».
Θα έρτιν γοι κουκλάτ’.
Πού θα ερχόταν και ποιοι ήταν οι « κουκλάτ’» που περιμέναμε; Ο κουκλάτος παράγεται από την γνωστή κούκλα, στην οποία προσκολλήθηκε η παραγωγική κατάληξη «-άτος» και φτιάχτηκε η λέξη, για να μοιάζει ένας άνθρωπος με κούκλα ( χιόνι-χιονάτος- χιονάτη). Οι κούκλες είχαν μια άλλη ενδυμασία από αυτή, που φορούσαν οι ντόπιοι βρακάδες και βρακούσες. Οι άλλοι που ντυνόντουσαν σαν κούκλες, ήταν επίσημοι ξένοι, που για την στολή τους έμοιαζαν με κούκλες. Απ’ αυτά συμπεραίνεται πως η φράση ήταν ειρωνική. Δε θα ερχότανε στην όποια εκδήλωση επίσημοι, παρά μόνο βρακάδες και βρακούσες. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος ανησυχίας.
Θα πεις: « Αμάν, αχλάδα ! ».
Η αχλάδα είναι η άγρια αχλαδιά. Η αρχαία «αχράς» σιγά-σιγά έγινε αχλάδα, για να σηματοδοτεί την άγρια αχλαδιά με τα σκληρά και τοξικά αγκάθια της. Στους χρόνους εκείνους τα γυμνά πόδια, επειδή δεν υπήρχαν παπούτσια, ήταν η πλειονότητα, για να πατούν πολλές φορές πάνω στα πεσμένα στο χώμα αγκάθια και να φωνάζουν από τον πόνο: « Αμάν, αχλάδα!» Ο πόνος και ο φόβος από το αγκάθι στο πόδι επεκτάθηκε και σε άλλες συμφορές της ζωής κατά τις οποίες εκφράζουμε τα αισθήματα και συναισθήματά μας μ’αυτή τη φράση.