Λεξικό φράσεων της ντοπιολαλιάς- Μέρος 31ο

Φωτογραφία: Μόσχου Βαγγέλης

Τάσος Μακρής

Πέσι  πίττα  να  σι  φάγου.

Για να φάει κανείς μια πίττα, πρέπει πρώτα να  τη ζυμώσει, να τη φουρνήσει, δηλαδή να κοπιάσει, να προσπαθήσει, δουλειές τις οποίες ένας τεμπέλης δεν είναι διατεθειμένος να κάνει και έτσι παρακαλεί τη πίττα να πέσει εξ ουρανού, για να τη φάει άκοπα.

Η φράση, λοιπόν, ήταν κὀλαφος κατά της τεμπελιάς.

 

                                   Πήρι  τ’ν  απουματίδα   μ’

           Ερμηνεία: Διέλαθε της προσοχής μου.

         Η φράση επιλέχθηκε για την Ιδιωματική της λέξη «αποματίδα», κατασκεύασμα προγονικό.

   Τα μάτια έχουν μια δευτερεύουσα  περιφερειακή  όραση, που μας επιτρέπει να ελέγχουμε ένα ευρύτερο οπτικό πεδίο. Γίνονται αντιληπτές κινήσεις και αντικείμενα στην  περιφέρεια, για  να προστατεύσουμε τάχιστα τα μάτια μας και να εστιάσουμε την όρασή μας για καλύτερη αίσθηση. Αυτήν την περιφερειακή όραση οι πρόγονοί  μας τ

 Πιάσαν  του  σ’ νουρ’ σμό.

    Στην καθομιλουμένη υπάρχει το νεοελληνικό «συνερίζομαι», που έγινε από το αρχαίο ερίζω= φιλονικώ. Στα λεσβιακά φτιάχθηκε και ο ιδιωματικός  «σ’νουρ’σμός», που σήμαινε την ίδια την φιλονικἰα, αλλά σε ήπια μορφή, που ήταν η διεκδίκηση  του ενδιαφέροντος κάποιου, ο συναγωνισμός,  η άμιλλα. Το  «πιάσαν» έχει τη σημασία του άρχισαν.

  Πιάνου  τ’  ψ’ή  μ’ ( ψυχή μου) .

        Κανείς  ποτέ δεν έπιασε μια ψυχή, αφού κανείς δεν είδε ούτε μπόρεσε να περιγράψει  την άυλη ψυχή, εκτός από το λεσβιακό ιδίωμα , που την έπιανε με δυο μπουκιές ψωμί.

Οι πρόγονοί μας πίστευαν πως η ψυχή κατοικούσε στην κοιλιακή  χώρα, γιατί την ένιωθαν να φτερουγίζει, όταν πεινούσαν. Έτρωγαν τότε κάτι και η ψυχή ( ή το στομάχι) ηρεμούσε. Να, έτσι έπιαναν τη ψυχή τους.

Μερικοί όμως που ήταν σκεπτικιστές, άλλαξαν τη φράση και την έκαναν : «Έπιασα τουν αφαλό μ’». Έτσι κυκλοφορούσαν δυο φράσεις για την αντιμετώπιση της αίσθησης της πείνας.

Πιά στ’ κα μπόσ’ κους

   Το θέμα της ιδιωματικής λέξης είναι τοὐρκικο bos=χαλαρός. Σ’ αυτό βάλαμε εμείς τις παραγωγικές καταλήξεις και κάναμε λέξεις δικές μας, που αποδίδουν τη σημασία του αντίθετου του σφιχτού.

Το ρήμα  «πιάστ’κα» (πιάσθηκα) φανερώνει τη διασπάθιση της προσοχής, όπως θα λέγαμε «πιάστηκε στον ύπνο». Το «μπόσκους» έρχεται σα συμπλήρωμα της χαλαρότητας.

Η δίλεκτη  διατύπωση,  λοιπόν,  απαιτεί από μας διαρκή προσοχή. Η λέξη  «τεταμένη» είναι πολύ αρχαιοπρεπής, η λέξη σφιχτή δε λειτουργεί, όπως θέλαμε. Αυτός ίσως είναι ο λόγος, που το τούρκικο  bos προσφέρθηκε να μας εξυπηρετήσει.

 

 

 

 

 

ανείς μια πίττα, πρέπει πρώτα να  τη ζυμώσει, να τη φουρνήσει, δηλαδή να κοπιάσει, να προσπαθήσει, δουλειές τις οποίες ένας τεμπέλης δεν είναι διατεθειμένος να κάνει και έτσι παρακαλεί τη πίττα να πέσει εξ ουρανού, για να τη φάει άκοπα.

Η φράση, λοιπόν, ήταν κὀλαφος κατά της τεμπελιάς.

 

Πήρι       τ’ν     απουματίδα   μ’

Ερμηνεία: Διέλαθε της προσοχής μου.

Η φράση επιλέχθηκε για την Ιδιωματική της λέξη «αποματίδα», κατασκεύασμα προγονικό.

Τα μάτια έχουν μια δευτερεύουσα  περιφερειακή  όραση, που μας επιτρέπει να ελέγχουμε ένα ευρύτερο οπτικό πεδίο. Γίνονται αντιληπτές κινήσεις και αντικείμενα στην  περιφέρεια, για  να προστατεύσουμε τάχιστα τα μάτια μας και να εστιάσουμε την όρασή μας για καλύτερη αίσθηση. Αυτήν την περιφερειακή όραση οι πρόγονοί  μας την είπαν «απουματίδα».

 

Πιάσαν   του     σ’   νουρ’ σμό.

Στην καθομιλουμένη υπάρχει το νεοελληνικό «συνερίζομαι»,

που έγινε από το αρχαίο ερίζω= φιλονικώ. Στα λεσβιακά φτιάχθηκε και ο ιδιωματικός  «σ’νουρ’σμός», που σήμαινε την ίδια την φιλονικἰα, αλλά σε ήπια μορφή, που ήταν η διεκδίκηση  του ενδιαφέροντος κάποιου, ο συναγωνισμός,  η άμιλλα. Το  «πιάσαν» έχει τη σημασία του άρχισαν.

 

Πιάνου   τ’  ψ’ή   μ’ ( ψυχή μου) .

Κανείς  ποτέ δεν έπιασε μια ψυχή, αφού κανείς δεν είδε ούτε μπόρεσε να περιγράψει  την άυλη ψυχή, εκτός από το λεσβιακό ιδίωμα , που την έπιανε με δυο μπουκιές ψωμί.

Οι πρόγονοί μας πίστευαν πως η ψυχή κατοικούσε στην κοιλιακή  χώρα, γιατί την ένιωθαν να φτερουγίζει, όταν πεινούσαν. Έτρωγαν τότε κάτι και η ψυχή ( ή το στομάχι) ηρεμούσε. Να, έτσι έπιαναν τη ψυχή τους.

Μερικοί όμως που ήταν σκεπτικιστές, άλλαξαν τη φράση και την έκαναν : «Έπιασα τουν αφαλό μ’». Έτσι κυκλοφορούσαν δυο φράσεις για την αντιμετώπιση της αίσθησης της πείνας.

 

Πιά στ’ κα μπόσ’ κους

Το θέμα της ιδιωματικής λέξης είναι τοὐρκικο bos=χαλαρός. Σ’ αυτό βάλαμε εμείς τις παραγωγικές καταλήξεις και κάναμε λέξεις δικές μας, που αποδίδουν τη σημασία του αντίθετου του σφιχτού.

Το ρήμα  «πιάστ’κα» (πιάσθηκα) φανερώνει τη διασπάθιση της προσοχής, όπως θα λέγαμε «πιάστηκε στον ύπνο». Το «μπόσκους» έρχεται σα συμπλήρωμα της χαλαρότητας.

Η δίλεκτη  διατύπωση,  λοιπόν,  απαιτεί από μας διαρκή προσοχή. Η λέξη  «τεταμένη» είναι πολύ αρχαιοπρεπής, η λέξη σφιχτή δε λειτουργεί, όπως θέλαμε. Αυτός ίσως είναι ο λόγος, που το τούρκικο  bos προσφέρθηκε να μας εξυπηρετήσει.