Τάσος Μακρής
Ο Τάσος Μακρής, ακαταπόνητος εργάτης και σεμνός υπηρέτης της ντοπιολαλιάς, που την ξεσκονίζει χρόνια τώρα ιστορικά, ετυμολογικά, ανθρωπολογικά, κοινωνικά, ολοκλήρωσε με τη σημερινή μας σελίδα το 4ο γράμμα του Λεξικού της, το “Δ”.
“Δ”
Διαβόλ’ γιέ, διαβόλ’!
Διαβόλ’ μοίχου!
Δύο προσφωνήσεις που τις ακούγαμε πολύ συχνά από τις γιαγιάδες μας με ύφος απειλητικό και όχι μόνο, γιατί αν βρισκόμαστε σε απόσταση βολής το τσόκαρο ήταν επικίνδυνο βλήμα. Για να έφταναν σε τέτοιους χαρακτηρισμούς και ενέργειες, θα έπρεπε να τις είχαμε βγάλει από τα όρια της υπομονής και του αυτοελέγχου.
Το “διαβόλου ο γιος” κοινώς διαβολόπαιδο, είναι και στους χρόνους μας σε χρήση. Το ενδιαφέρον το έχει η άλλη λέξη “ο μοίχος”. Η γραφή του με “οι” παραπέμπει στο ρήμα μοιχεύω από το οποίο πρέπει να παράγεται και είναι η μόνη ετυμολογία που δίνει νόημα στη φράση. Στην καθομιλουμένη κυκλοφορεί με την ερμηνεία της:” διαβόλ’ μπάσταρδε” (ευρωπαϊκός εξωσυζυγικός γόνος).
Για να βρίσκεται η λέξη στην ντοπιολαλιά μας, θα πρέπει να την υπηρετούσε από πολύ παλιά και, για να κρατηθεί στους αιώνες, θα εξυπηρετούσε κάποιο λεπτό και δυσδιάκριτο στόχο. Υπήρχε η δοξασία ότι τα παιδιά του έρωτα (του οργασμού) ήταν πιο έξυπνα και η μοιχεία δίχως έρωτα ήταν της δυσνόητη.
Δίπλα καρδιά
Η φράση λεγόταν για άτομα που αντιμετώπισαν με ψυχραιμία τις αντιξοότητες της ζωής, που άντεχαν στις δυσκολίες της, όπως αντέχει η δίπλα της σκεπής.
Πρόκειται για παρομοίωση από τη στέγη των σπιτιών με κεραμοσκεπή. Είναι πολύ χοντρό, γερό ξύλο η “δίπλα” τοποθετημένο στο πλάτος “δίπλα” του σπιτιού σήκωνε το βάρος όλης της δίρριχτης στέγης. Μία καρδιά αντοχής σαν αυτή της δίπλας σίγουρα τα βάρη της ζωής.
Διάσκαντζι μαύρι!
Ο Διάβολος στη γλώσσα μας έχει την τιμή να καθορίζεται με πολλές λέξεις- χαρακτηρισμούς, προερχόμενους από τεχνίτες του λόγου των διαμερισμάτων που τη μιλούσαν. Μερικά ονόματα που προήλθαν από συμφυρμό λέξεων, όπως είναι ο διάτανος της καθομιλουμένης, που προήλθε από την ένωση του διαβόλου (το διά) και του σατανά (έδωσε το τανα) και προήλθε ο διάτανος.
Στη φράση μας έχουμε τη λέξη την ντοπιολαλιάς μας το “διάσκατζο” , που τον ονομάζει και μαύρο, για να μας σιγουρέψει πρόκειται για το διάβολο. Το πρώτο μέρος είναι και εδώ το διά αλλά το δεύτερο χάνεται στα παιχνίδια της γλώσσας και της Ιστορίας. Είναι ο ήχος “σκάντζος”, που ακούγεται σε πολλές λέξεις της καθομιλουμένης, όπως στο ρήμα “σκαντζάρω” στην ναυτική προσταγή “σκάντζα-βάρδια» στο «σκαντζόχοιρο», στο «σκαντζογούπι» και άλλα. Ήχος και λέξεις που μας ήλθαν από την Δύση μέσω θαλάσσης. Οι λεξικογράφοι μας μιλούν για αντιδάνεια. Πήραν το ρήμα κάμπτω οι Δυτικοί και αφού το κακοποίησαν μας το επέστρεψαν σαν «σκάντζο», για να σηματοδοτήσει την επανάκαμψη, το γύρισμα, το αγκάθι. Τι πιο αγκαθωτό από τον «διάσκαντζου του μαύρου;».
Σ’ διασκάντζ’ τη ψη.
Θα μεταφράσαμε: «κατά διαβολικἠ σύμπτωση». Τότε που δούλευε σε όλη την ικμάδα της η λεσβιακή ντοπιολιαλιά, τα δαιμόνια κυκλοφορούσαν τελείως ελεύθερα και βασάνιζαν τους ανθρώπους που συντύχαιναν στις ερημιές. Οι άτυχοι πιστοί έλεγαν τρείς φορές το: «Ιησούς Χριστός νικά τσ’ ούλα τα κακά σκουρπά» και τα δαιμόνια εξαφανίζονταν. Στην εποχή μας απαλλαγμένοι οι άνθρωποι από τις δεισιδαιμονίες βλέπουν τους διάσκαντζους ολόσωμους στους δρόμους να βυσσοδομούν κατά τους ανθρώπινους γένους κι όσους σταυρούς κι αν κάνουν δεν γλιτώνουν. Τους κομματιάζουν οι αδηφάγοι διάσκαντζοι των οργανωμένων ανθρωπόμορφων δαιμονίων.
Δ’ κο σ’ είνι του γιούν’ (ι).
Η πρόταση εμπεριέχει και μια τούρκικη λέξη κι έτσι το χρονικό της στίγμα. Είναι γέννημα της τουρκοκρατίας, αλλά ο μηχανισμός της είναι της κοινής νεοελληνικής, όπως οι φράσεις: Κερδίζω το παιχνίδι-χάνω το παιχνίδι. Το ελληνικό όμως παιχνίδι έχει καθορισμένο νόημα, ενὠ το νέο (γιούν’) μπορούσε, νοηματικά, δεν έχει ελαστικότητα και δεν είναι παιχνίδι κέρδους, αλλά και παιχνίδι ζημιάς. Στη φράση μας το δικό μας” γιούν”‘ έχει τη σημασία της ζημιάς και είναι μια φιλικἠ προειδοποίηση για την αναμενόμενη έκβαση κάποιας ενέργειας. Σα να λέμε: «Πρόσεχε, γιατί θα χάσεις».
Δ’ κό μας είνι του πανί, δκό μας τσι του χτέν’.
Η φράση είναι παρμένη από τη διαδικασία του αργαλειού, τότε που η ένδυση όλης της οικογένειας γινόταν με υφάσματα φτιαγμένα σ’ αυτό το μυθικό οικογενειακό μηχάνημα. // Η οικογένεια που δεν είχε αργαλειό και δεν είχε μέλος που να ήξερε τον χειρισμό του, έβαζε τα νήματα και το χτένι σε ξένο αργαλειό και πλήρωνε για την ύφανση. Έτσι προέκυπταν θέματα ιδιοκτησίας των υφασμάτων μέσα σε ένα ιδιάζον κλίμα της τότε οικιακής οικονομίας.
Αυτό το κλίμα χρησιμοποιήθηκε, για να φτιάξει η ντοπιολιαλιά μας την παροιμιώδη φράση, με την οποία θα δηλωθεί η μεγάλη σημασία της ιδιοκτησίας. Αυτό το «δικό μας» ηχεί πολύ έντονα και προειδοποιεί πως δεν θα επιτρέψει την αμφισβήτηση της κυριότητας. Το λέει δύο φορές, για εμπέδωση! Οι δύο αντωνυμίες, η προσωπική, το εγώ» και η κτητική, «το δικό μου» είναι αυτές που ρύθμισαν και ρυθμίζουν την πορεία του ανθρώπινου είδους. Το «εγώ και το «δικό μου» άρρηκτα συνδεδεμένα καί συνεργαζόμενα, αδυνατούν να αντιπροσωπεύσουν ανεξάρτητη την ὐπαρξἠ τους.