Γάιδαρος με σέλα
Τάσος Μακρής
Σα γάδαρους μι τ’ σέλα
Η λατινική «σέλα» ή αλλιὠς το ελληνικό «εφίππιον» είναι το περίτεχνο καθισματάκι πάνω στη ράχη του όμορφου και υπερήφανου αλόγου, για να κάθεται αναπαυτικά ο αναβάτης, να καμαρώνει ο ίδιος, να ξιπάζεται και το άλογο. Είναι παραδεδεγμένο πια πως σ’ αυτούς (άλογο και αναβάτη) δικαιολογείται μια τέτοια συμπεριφορά.
Κάποτε βρίσκεται και κανένας γάιδαρος, που θέλει κι αυτός σέλα, να καμαρώνει σαν άλογο. Ακολουθεί βέβαια η γελοιοποίηση και είναι ο λόγος που φτιάχτηκε και η μεταφορική φράση, για να την έχουν υπόψιν τους κ
Σήκου – σήκου, κάτσι –κάτσι.
Η φράση είναι ευκολονόητη. Σηματοδοτεί την έννοια της υποταγής. Το ξεχωριστό είναι η μορφή διατύπωσής της : Γιατί χρησιμοποιείται η προστακτική δυο φορές στο ίδιο πρόσωπο; Ας πούμε ότι είναι ιδιωματισμός. Αλλά είναι χαριτωμένος !
Σήκουσι μια πέτρα τσι σκέπασέ τα.
Πρόκειται για σοφή συμβουλή φιλικού προσώπου. Οι ανθρώπινες διανέξεις, όσο διαρκούν, τόσο αναφύονται και προσθέτονται καινούργια προβλήματα, για να οξύνονται ακόμα περισσότερο. Η λύση είναι η λήθη και η συμφιλίωση. Οι πρόγονοι μας αυτό το διδάχτηκαν από πρακτικές της φύσης : Η φύση ό τι δε θέλει να βλέπει, το σκεπάζει. Όλα τα άσχημα και τα επικίνδυνα κάτω από τις πέτρες κρύβονται.
Σιαματεύγ’ σα ντου κώλου του παγουμένο.
Ο σαματάς είναι η φασαρία στα τούρκικα. Οι πρόγονοί μας πήραν το θέμα της ξένης λέξης και μ’ αυτό έφτιαξαν το ιδιωματικό «σαματεύγου» με τη σημασία πως μιλώ με τρόπο ενοχλητικό, φλυαρώ.
Για να γίνει όμως πλήρως κατανοητή η ενόχληση, χρειάστηκαν και μια παρομοίωση, την οποία πήραν από την σωματική μας δραστηριότητα. Τέτοια μεγάλη φασαρία έκανε και ο πισινός μας, όταν κρυολογούσε.
Τέτοια καταλυτική απαξίωση της φλυαρίας !
Σ’ μάζι ψι του χαλ’νάρ’ ς
Το «συμμαζεύω» είναι ρήμα της καθομιλουμένης με διάφορες αποχρώσεις του «μαζεύω». Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιείται και στην ντοπιολιαλιά μας. Στη φράση η προστακτική σημαίνει : Να περιορίσεις, να ελέγξεις τα λόγια σου.
Τα λόγια βγαίνουν από το «χαλ’ναρ’», που είναι λέξη ιδιωματική και σημαίνει το αχαλίνωτο στόμα, παρότι το χαλινάρι θα έπρεπε να χαλιναγωγεί. Πρόκειται δηλαδή για οξύμωρο σχήμα λόγου. Έτσι με το χαρακτηρισμό «χαλ’νάρ’» εννοούμε στο ιδίωμά μας τον πολυλογά, τον κουτσομπόλη, τον αμετροεπή και γενικἀ αυτόν, που δεν ελέγχει το στόμα και το λόγο, που βγαίνει αυτό.
Σκουρδούλα ‘ε ντουν πιάν’
Η «σκουρδούλα» ήταν η φοβερή πανώλη, ο εξολοθρευτής των λαών της Γης, τρομερή και για τη μεταδοτικὀτητἀ της. Η αρχαία ονομασία της ήταν «κορδύλη», επειδή όμως πιστεύανε ότι το σκόρδο ήταν το μόνο φάρμακό της ανακάτεψαν τις δυο λέξεις και προέκυψε η σκορδούλα.
Στις μεγάλες πανδημίες γλύτωναν και μερικά άτομα με μεγάλη τύχη ή με πολύ ισχυρό οργανισμό. Αυτά θεωρούνταν πια άτρωτα από ασθένειες, τίποτα ούτε η σκορδούλα !
Ο τρόπος διατύπωσης της φράσης δείχνει κρυμμένη ζήλεια, ίσως και λίγη κακία.
Σπασμέν’ χουλή .
Οι πρόγονοί μας είχαν παρατηρήσει πως ο μεγάλος φόβος είχε επιπτώσεις στο ανθρώπινο οργανισμό, με κύριο σύμπτωμα τη χλωμή όψη. Πίστευαν ότι από το φόβο έσπαζε η χολή και χυνόταν στο αίμα κι αυτό έδινε το χλωμό χρώμα στο δέρμα. Όταν όμως περνούσε δεύτερο φόβο, η σπασμένη χολή δεν είχε πια καμιά επίδραση. Το άτομο γινόταν ατρόμητο. Ήταν «σπασμέν’ χουλή».
Σ’ νύχτας γυ καντής θα κρίν’.
Στην ανδροκρατούμενη κοινωνία των προγόνων μας, ενώπιον του φιλοθεάμονος κοινού, η υπόληψη του άνδρα έπρεπε να μένει άτρωτη. Αυτό το ήξερε και η σύζυγος και υποκρινόταν την πειθήνια συμβία, αλλά τρίζοντας τα δόντια από οργή μουρμούριζε: «Καλά , ‘ς νύχτας γυ καντής θακρίν’!».
Ο καδής στην Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ο κατά τόπους δικαστής. Σ’ αυτόν τον νυχτερινό δικαστή ανέθετε η γλυκιά συμβία τη λύση των προβλημάτων του ζευγαριού. Να τον ταυτίσουμε με την κρεβατομουρμούρα, να φανταστούμε κάτι άλλο; Ό,τι κι αν είναι, αποδείχτηκε ανά τους αιώνες υπαρκτός κριτής με μεροληπτική ετυμηγορία, πάντα υπέρ των γυναικών.