Στράβουσι τ’ αχείλια σ’, ψάλι
Στα χρόνια μας λέμε πως οι ανθρώπινες δραστηριότητες απαιτούν εξειδίκευση. Οι πρόγονοί μας φαίνεται πως ούτε την έννοια είχαν συνειδητοποιήσει ακόμα, γιατί ούτε τη λέξη είχανε φτιάξει. Το λεξικό Μπαμπινιώτη μας λέει ότι εμφανίσθηκε πρώτη φορά το 1889
Ωστόσο η φράση δείχνει πως γινόταν αντιληπτό ότι δεν μπορούσαν να κάνουν όλοι δύσκολες δουλειές. Δεν μπορούσε κανείς να ψέλνει στραβώνοντας μόνο τα χείλια του. Η ψαλτική έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, που δεν είναι μόνο φυσικά προσόντα, αλλά και σοβαρή ενασχόληση με το αντικείμενο.
Η φράση παίρνει για παράδειγμα την ψαλτική (χρειαζόταν να ξέρει ο ψάλτης και γράμματα), αλλά έχει στόχο την νουθεσία των επιπόλαιων , που νομίζουν ότι όλα μπορούν να τα κάνουν. Οι τύποι αυτοί υπάρχουν και στους χρόνους της απόλυτης εξειδίκευσης , για τούτο η φράση είναι χρηστική και στις μέρες μας.
Σύρι τ’ν αφλουγή τ’, να δεις τσι του κουρμί τ’.
Τη δεσπόζουσα θέση στο παροιμιώδες στιχούργημα την κρατά η λέξη «αφλουγή», η οποία είναι ιδιωματική καθαρά του λεσβιακού ιδιώματος. Σημαίνει την κουβέντα, τη διήγηση, το αφήγημα, την είδηση το κουτσομπολιό, την προφορική δημοσιογραφία μέσα στον κλειστό κύκλο της κοινωνίας του χωριού. Την ετυμολογία της προσπάθησαν πολλοί να πλησιάσουν, άλλοι τελείως άστοχα και άλλοι πλησιέστερα. Η αρχαία λέξη «απόλογος»= διήγηση, αφήγημα φαίνεται μορφολογικά, αλλά και νοηματικά πως είναι ο πρόγονός της. Ο απόλογος έγινε απολογἠ, απ’λογή, αφλουγή με νοηματικό περιεχόμενο όλα τα παραπάνω, που τελικά είναι όλα αφηγήματα.
Η αφλουγή για ένα πρόσωπο γίνεται για όλα όσα το αφορούν, έπαινοι και μομφές, που σαν παραμύθι κάποιος κάνει την αρχή (σέρνει) κι απ’ εκεί συμπληρώνουν οι παριστάμενοι. Το δεύτερο μέρος του στιχουργήματος , «να δεις τσι του κουρμίτ’» περιέχει και τον λόγο της διατύπωσης. Σε μικρές κοινωνίες είναι επόμενο και στατιστικά αποδείξιμο να συμβαίνει η εμφάνιση του προσώπου της αφλουγής. Το πιο πιθανό όμως είναι να εφιστάται η προσοχή των αφλογούντων στην πιθανότητα να εμφανιστεί το άτομο και να αντιληφθεί ότι συζητούν γι αυτόν και του προσάπτουν μομφές.
Η αφλουγή έχει τη φήμη ότι είναι λόγος με κακεντρέχεια, είναι κουτσομπολιό.
Στσιπαστές για χάλασμα
Η «στσιπαστή», σκεπαστή, προερχομένη από το ρήμα σκεπάζω είναι το σκέπαστρο, το υπόστεγο. Αυτού του είδους οι κατασκευές χαρακτηρίζονται από προχειρότητα, για τούτο εύκολα χαλούν.
Το σκέπαστρο ή στέγαστρο παραπέμπει στο σπίτι και το σπίτι στην οικογένεια. Οι οικογένειες δεν στεριώνουν όλες. Μερικές είναι ετοιμόρροπες εξ αρχής. Αυτές μοιάζουν με τις «στσιπαστές», που πρέπει να χαλάσουν. Η φράση, τη διάλυση τέτοιας οικογένειας, τη βλέπει σαν αναγκαιότητα.
Σ’ χάσ’ τσι στ’ φούσκουσ’.
Στην καθομιλουμἐνη η φράση αποδίδεται με τον τύπο : «στη χάση και στη φέξη». Στην ντοπιολιλαλιά μας χρησιμοποιείται η χάση, λέξη προερχομένη από το χάνομαι, (ενώ δε χάνεται), αλλά η φέξη γίνεται…. πιο ποιητική. Το ολόγιομο φεγγάρι (γι’ αυτό πρόκειται) στην πανσέληνο μοιάζει με μπαλόνι φουσκωμένο.
Τελικά η φράση χρησιμοποιείται, για να επισημαίνει δραστηριότητες με χρονική απόσταση, όπως είναι η μεγάλη απόσταση της σκοτεινής Σελήνης και της Πανσελήνου.
Τ’ ατζ’ γγανά τ’ απόπυρα.
Ο «ατζ’γγανάς» ήταν ο αθίγγανος κι επειδή οι αθίγγανοι ασκούσαν και το επάγγελμα του σιδερά, ταυτίστηκαν με τους σιδηρουργούς, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο ονομάσθηκαν ατζ’γγανάδες. Τα «απόπυρα» ήταν η σβησμἐνη φωτιά μετά τη δουλειά τους. Τη φράση θα αποδίδαμε με τη γνωστή μας: « Κατόπιν εορτής»
Όταν η φωτιά του σιδερά έσβηνε ή υποχωρούσε, δουλειά δε γινόταν πια. Γι’ αυτό υπήρχε και η άλλη φράση: «Στ’ βράσ’ κουλά του σίδερου». Και οι δύο παροιμιώδεις φράσεις επισημαίνουν πως οι δουλειές, γενικά, πρέπει να γίνονται στη ώρα τους.
Τα καλά είνι στ’ν Πόλ’.
Όταν θέλουμε να υπεκφύγουμε από κάποια πρόταση, πετάμε ένα απροσδιόριστο «καλά», το οποίο από μόνο του φανερώνει την έλλειψη ενδιαφέροντός μας. Τότε ο προτείνων αντιδρά με τη φράση «τα καλά είνι στ’ν Πόλ’». Και έτσι έχουμε δύο «καλά» άσχετα μεταξύ τους.
Το πρώτο είναι το επιρρηματικό «καλώς», όπως καλώς έχει, συμφωνώ. Το δεύτερο είναι το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλός, το οποίο με αυτόν τον τρόπο σηματοδοτεί τα πλούτη, τα οποία είναι αναμφισβήτητα καλά και έχουν συγκεντρωθεί στην Κωνσταντινούπολη, που για συντομία λεγόταν Πόλη.
Τα κρέμασι στ’ν αχλάδα
Στα χωράφια που δεν είχανε λιόδεντρα (και ήταν τα περισσότερα πριν από τον 17ο αιώνα) υπήρχε και μια άγρια αχλαδιά , για να κρεμάζουν τον τουρβά τους και να ξαποσταίνουν στη σκιά της τον καιρό του θερισμού. Η φράση λοιπόν ταυτιζόταν με την παύση εργασίας.
Αλλά η παύση εργασίας δεν είχε, τότε, μεγάλη απόσταση από την τεμπελιά. Η νοοτροπία αυτή συνέτεινε στο να χρησιμοποιείται η φράση για όλα τα άτομα, που δεν διακρίνονταν για την εργατικότητά τους.
Τα ξιξήγκλουσις
Η ξήγκλα είναι ένας σιδερένιος πήχυς στον αργαλειό με δυνατότητα βράχυνσης και επιμήκυνσης, για να κρατά τεντωμένο στο πλάτος το πρόσφατα υφασμένο ύφασμα. Στις δυό της άκρες έχει από δυό μικρά καρφιά (ήλους), για να κρατούν το πανί, από τους οποίους πιστεύουμε ότι ετυμολογείται.
Όταν τελείωνε η ύφανση ξεκαρφωνόταν η ξήγκλα και η δουλειά τελείωνε. Με τη μέθοδο της μεταφοράς κάθε εργασία, που τελείωνε, χαρακτηριζόταν με το ρήμα «ξεξηγκλώνω», στο οποίο όμως ήταν ευδιάκριτη ελαφρά ειρωνεία. Υποπτευόμαστε ότι αυτό είχε σχέση με τις υποτιμημένες δουλειές των γυναικών!