Λεξικό ντοπιολαλιάς-Μέρος 36ο

Την  έκανε ταράτσα…

Τάσος Μακρής

Τα μυαλά τ’ πισ’ τ’ αυτί.

-Τι θα πει, ω θειά, «τα μυαλά τ’ πίσ τ’ αυτί;». –

-Ε, δα, εύτου έ ξέρ’ ς; θα πει….θα πει….πους  έχ’ τα μυαλά τ’ πίσου απ’ τ’ αυτί!

Διαχρονικός παπαγαλισμός. Όλοι λένε στη σωστή θέση τη φράση, δίχως νοηματικούς και ετυμολογικούς προβληματισμούς.

Όταν ακούμε κάτι, σταματάμε και σκεπτόμαστε με το μυαλό, που έχουμε μέσα στο κεφάλι. Ο χρόνος, που απαιτείται σε άλλους είναι μικρός, σε άλλους μεγαλύτερος, αλλά είναι κάποιος χρόνος. Υπάρχουν όμως μερικά άτομα, που δεν χρειάζονται χρόνο, αντιδρούν ακαριαία, γιατί το αυτί, που πήρε το άκουσμα, έχει πιο κοντά του το μυαλό, το έχει ακριβώς πίσω του και επιφανειακά.

Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε κανείς να περιγράψει, αλλά και να ετυμολογήσει καλύτερα τον επιπόλαιο, ο οποίος παράγεται από το αρχαίο «επιπολής»= επιφανειακά.

Τα ξ ι τ σ ι φ ά λ’ σι.

Το νόημα της φράσης είναι ότι κάποιος τα κατάφερε και έφερε σε πέρας τη δουλειά με την οποία καταπιάστηκε. Το πρόβλημά μας είναι πώς συσχετίσαμε το τέλος μιας δουλειάς με το κεφάλι.

Για να «ξιτσιφαλίσουμε» κι εμείς αυτήν την ανάγκη μας, θα ζητήσουμε τη βοήθεια μιας μαμής, γιατί πιστεύουμε πως η μεταφορά έγινε από τον τοκετό. Στη γέννα το παιδί έρχεται με το κεφάλι και, ὀταν αυτό βγει, τα υπόλοιπα είναι εύκολα. Όλες οι δουλειές μοιάζουν με γέννα, όλες έχουν ένα κομβικό σημείο σαν το κεφάλι του παιδιού, που όταν ξεπεραστεί αυτό , η δουλειά σχεδόν έχει τελειώσει.

Τατσίζ’ του νιρό μέσ’ του γ’δί.

Το ρήμα «τατσίζου» είναι χαρακτηριστική περίπτωση ηχομιμητικής λέξης, που φτιάχτηκε μιμούμενη τον ήχο, που παράγεται από χτύπημα: τακ, τακ, τακ = τακίζω και με τον τσιτακισμό , που τον ήχο κ τον κάνουμε τσ, «τατσίζου». Όταν το τατσίζω το κάνουμε στο γουδί , τότε αυτό σημαίνει κοπανώ και η αστειότητα της σκηνής είναι έτοιμη. Κανείς δεν το έκανε, αλλά οι πάντες αντιλαμβάνονται τι θα συμβεί, τι θα γίνει με νερό στο γουδί.

Αν δεν το έκανε κανείς, ούτε τρελός ούτε παιδί , τότε τί την ήθελαν τη φράση οι πρόγονοί μας ; Την έφτιαξαν ίσως για καθρέφτη, για να βλέπουν με τι μοιάζουν οι πεισματάρηδες, πόσο γελοιοποιούνται με την άκαμπτη στάση τους. Έτσι η φράση, με την πρωτότυπη διατύπωση, καυτηριάζει το πείσμα.

Τημ’σιάρκου μιτάξ’ έν ατζίγ’.

Η ιδιωματική λέξη « τημ’σιάρκου » σημαίνει συνεταιρική εργασία και είναι παραφθορά της έκφρασης «αφ’ ημισίας » , αφημισιακό.

Το «ατζίγ’» είναι και αυτό ιδιωματικό και δεν είναι άλλο από το αγγίζω , το οποίο στο ιδίωμά μας σημαίνει, μεταφορικά και κλέβω.

Η συνεταιρική παραγωγή μεταξιού παρουσιάζει δυο σκανδαλὠδεις προκλήσεις για κλοπή του συνεταίρου. Η μια είναι η ευκολία κλοπής συνεπικουρούμενης από δυσκολία αποκάλυψης. Η δεύτερη είναι η μεγάλη αξία του κλοπιμαίου. Η υπερνίκηση λοιπόν τέτοιου πειρασμού αποκαλύπτει πολύ τίμιο άτομο, όπως περιγράφεται στη φράση μας.

Τ’ν έκανα δώμα.

Το «δώμα» είναι μια αρχαία λέξη, που χρησιμοποιείται στην οικοδόμηση κατοικίας και την ακολουθούν πολλά παράγωγα, παίρνει δε στην ντοπιολιαλιά μας τη σημασία της επίπεδης στέγης καλυμμένης με αδιάβροχο χώμα.

Όταν είναι κάποιος καλά χορτασμένος, η κοιλιά του είναι τεντωμένη, όπως ήταν η πήλινη στέγη παλιών σπιτιών του χωριού μας. Στην νεοελληνική διαφοροποιείται η φράση κι αντί για δώμα, χρησιμοποιείται η ιταλική ταράτσα: « την έκανα ταράτσα», την «ταράτσωσα».

Το ‘να χέρι τ’ μέσ’ του μέλ’,

Τσι τ’ άλλου μέσ’ του γάλα

Από καταβολής κόσμου οι άνθρωποι γνώριζαν τις διατροφικές αξίες των δυο τροφίμων (μέλι- γάλα) και για τούτο αναφέρονταν με πολλούς τρόπους στο λόγο τους.

Η καλή και επαρκής τροφή είχε άμεση σχέση με τη διατήρηση της ζωής και της υγείας και συνέβαλλαν έτσι στην κατάκτηση της ευτυχίας (όλα μέλι-γάλα). Για το λόγο αυτό και στον Παράδεισο έρρεαν ποτάμια με μέλι και γάλα. Η ντοπιολιαλιά μας δεν υστέρησε. Με το στιχούργημά της έβαλε τα χέρια του ευτυχισμένου στο μέλι και στο γάλα.

Τουν άτζιλου τ’ νερό έ δίν’

Οι άγγελοι είναι άυλα όντα και μάλλον δεν έχουν υλικές ανάγκες, ούτε τρώνε ούτε πίνουν. Το ότι γύρευαν νερό από τους προγόνους μας είναι προς διερεύνηση.

Η φράση στοχεύει στην τσιγγουνιά, η οποία αποδίδεται με πολλές λέξεις , γνωστές και εύχρηστες. Στη φράση μας δεν υπάρχει καμιά. Οι πρόγονοί μας, με μια ποιητική έκφραση και με το σχήμα υπερβολής, ξέφυγαν από τις καταθλιπτικές λέξεις του τσιγγούνη , του κακομοίρη, του τσιφούτη, του γύφτου και έκαναν και την καταγγελία τους σ’ ένα αγγελικό περιβάλλον.