Μέσα στο 2023 επισκέφθηκα τρία μικρά μουσειακά διαμάντια στη Μυτιλήνη: το Μουσείο Θεόφιλου που εποπτεύεται από τον δήμο, το Μουσείο Τεριάντ που ανήκει στο ΥΠΠΟ και το Ελαιουργείο Βρανά, ένα λαμπρό σπάραγμα της βιομηχανικής ιστορίας μας το οποίο αναστήθηκε και συντηρείται χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Τα δύο πρώτα είναι «συγκοινωνούντα δοχεία», βρίσκονται δηλαδή στο ίδιο σημείο με κοινό περιβάλλοντα χώρο, ο οποίος έχει καταπληκτικές υπεραιωνόβιες ελιές. Είναι φανερό πως ενώ το περιβάλλον αυτό είναι μοναδικό, έχει αφεθεί στην τύχη του, χωρίς φροντίδα ή ανάδειξη. Είναι πολύ κρίμα διότι αυτός ο φυσικός κήπος είναι μια «εισαγωγή» στην ομορφιά του νησιού, αυτήν που ύμνησε ο μέγας Θεόφιλος. Το δε Μουσείο Τεριάντ, που ευτυχώς απέκτησε νέο κέλυφος, έχει ελάχιστο προσωπικό. Το πιο στενάχωρο δεν ήταν πως δεν λειτουργούσε ο κλιματισμός στον άνω όροφο, αλλά ότι στο πωλητήριο υπήρχε μόνον ένας μαυρόασπρος κατάλογος του μουσείου.
Είναι τουλάχιστον ντροπή. Διότι ο Μυτιληνιός Στρατής Ελευθεριάδης (Τεριάντ), φίλος όλων των σπουδαίων ζωγράφων και γλυπτών του 20ού αιώνα, από τον Πικάσο μέχρι τον Ματίς, ήταν ο θρύλος των καλλιτεχνικών εκδόσεων και παραμένει μια σπουδαία ευρωπαϊκή μορφή, ικανή από μόνη της να φέρει στη Μυτιλήνη την αφρόκρεμα των διεθνών φιλότεχνων. Θα πει κανείς ότι αυτή η μιζέρια είναι ευθύνη του ΥΠΠΟ και όχι του δήμου. Σωστά. Ομως είναι κρίμα που ακόμη και σήμερα οι αιρετοί άρχοντες δεν έχουν καταλάβει ότι αν οι ίδιοι δεν πιέσουν το υπουργείο, οι επισκέπτες θα φεύγουν μόνον με τις αναμνήσεις τους από το μουσείο του, ενώ θα μπορούσαν να χρυσοπληρώνουν καταπληκτικές εκδόσεις. Δεν συνειδητοποιούν πως ένας αντίστοιχος δήμος στη Γαλλία θα είχε πείσει τους μαγαζάτορες να έχουν ακόμη και σουπλά με σελίδες των livre d’ artiste του Τεριάντ.