Οι αποκριές παλιά στην Λέσβο, είχαν την ομορφιά τους, τότε που όλα τα επιμελώς …μεθοδευμένα ξενόφερτα τής σημερινής καλοπέρασης και αρχοντοχωριατιάς δεν είχαν ακόμα εισβάλει βάναυσα, όχι ήπια, να κατακτήσουν όπως τώρα, την ζωή τών ανθρώπων!
Ζεστά, οικογενειακά, απλά και αυθόρμητα, γιόρταζαν ειδικά στα χωριά, την «απουκριγιά ντουν» με τα οικονομικά μέσα που διέθεταν, λίγα ή πολλά, και πάντα με κέφι και αισιοδοξία για τα παραπέρα. «Δώστι του πιδιά τσ ας πάει // τούτ’ η γης θι να μάς φάει. // Τούτ’ η γης μι τα λουλούδια // τρώει νιες τσι κουπιλούδια».
Η σωστή λεσβιακή ονομασία τής αποκριάς, δεν είναι το «Καρναβάλι», αλλά « τα Γιούνια» που μάλλον προέρχεται από την τουρκική λέξη «γιουνάν = Έλληνας», διότι από παλιά οι Αϊβαλιώτες όπως και αλλού στην Μικρασία, γιόρταζαν έντονα τις αποκριές με «κουδουνάτους», μεταμφιεσμένους, γλέντια και κάποια άρματα σε παρέλαση, οπότε για τούς Τούρκους ήταν το «γιουνάν μπαϊράμ…» και είναι γνωστό ότι τα πιο πολλά μας έθιμα ήρθαν απ’ τα’ απέναντι παράλια! Είναι γνωστή και η φράση που λέγεται κατά κόρον εδώ στην Λέσβο « άντι, έδιετσ που γίναμι, είμαστι για τα γιούνια», είμαστε για γέλια δηλαδή έτσι που καταντήσαμε (και για κλάματα μαζί αυτά τα χρόνια)!
Από την Κυριακή μετά την Τσικνοπέμπτη και ειδικά το Σάββατο και την Κυριακή τής Τυρινής, ξέδιναν οι Λέσβιοι με επισκέψεις τα βράδια μασκαρεμένοι στα σπίτια, από το ένα έβγαιναν, στο άλλο έμπαιναν, καλοδεχούμενοι παντού κι απ’ όλους και κατά την διάρκεια τής ημέρας, οι πιο «κεφλήδες» όπως και παιδιά, έβγαιναν «μασκαράδες» ή «μτσούνις ή γιούνια», μέσα τους δρόμους. Η μεταμφίεσή τους ήταν απλή κι ανάλογα με την δυσπραγία που υπήρχε τότε. Οι γυναίκες ντύνονταν άνδρες και οι άνδρες γυναίκες με ρούχα παλιά και ό,τι έβρισκαν. Συνήθως τα θέματα τής μεταμφίεσης ήταν «γκαστρουμένις, μαμές, παπάδις, ζτιάν’ ή στούλ’δις μι τσβάλια, γριγιές, λιχώνις» και άλλα.
Αυτοσχεδίαζαν πειράζοντας τους περαστικούς, έμπαιναν απ’ ανάμεσα και σε σπίτια, ενώ τσούρμο παιδιά από πίσω ακολουθούσαν φωνάζοντας «γιούνιααα»! Υπήρχε και η απάντηση σ’ αυτό «…τ παπά τα κδούνιαα»!
Το βράδυ Κυριακής τής Τυρινής, έπρεπε στο σπίτι να καθαρίσουν, να φαγωθούν τα αποκριάτικα εδέσματα οπωσδήποτε, διότι από την άλλη μέρα Καθαρή Δευτέρα, η νηστεία τηρούνταν με ευλάβεια όχι μόνο αυτή την εβδομάδα αλλά και όλη την Σαρακοστή.
Κλείνοντας λοιπόν το αποκριάτικο δείπνο, κυλούσαν στο τέλος πάνω στο τραπέζι σφιχτοβρασμένο αυγό λέγοντας «σαν που τσλα τ’ αυγό γλήγουρα, να τσλησ τσι η Σαρακουστή να ερτ η Λαμπρή» (όπως κυλά το αυγό γρήγορα, έτσι να κυλήσει και η Σαρακοστή, να έλθει η Λαμπρή) και τρώγοντας το αυγό τους, αποχαιρετούσαν με ευχές την αποκριά. Έκλεινε δηλαδή η αυλαία τής χαράς με αυγό, και θα άνοιγε πάλι με αυγό κόκκινο πια για τη χαρά τής Ανάστασης!
**Εκτός από την Αγιάσο, Μεσότοπο, Αγία Παρασκευή και ένα δυό ακόμα μέρη, η Μυτιλήνη δεν είχε κατ’ εξοχήν δικό της τρόπο γιορτής τής Αποκριάς, ντόπιο, γνήσιο, Μυτιληνιό, όπως γίνεται και τώρα σε άλλες πόλεις τής Ελλάδας. Απλά αυτοσχεδίαζαν οι Μυτιληνιοί μεμονωμένα, μασκαρεμένοι, κάνοντας το αντέτι την εβδομάδα τής Τυρινής και δη το Σαββατοκύριακο.
Το βράδυ όμως έτσι…(σαν μια φορά στον χρόνο όλο κι όλο) το γλεντούσαν κανονικά και μετρημένα… στα διάφορα στέκια τού γλεντιού, με αξιόλογα μουσικά συγκροτήματα και τραγουδιστές (για να θυμηθούμε και τον μεγάλο και φίλο Γιώργο Μπούρα) στού «Κακαβούλια» στην «Φέμινα», στού «Κατσιναβάκη», στού «Χάφτα», «Μπουκάλα» «Μουφλουζέλλη», «Αράπη» «Νταραμπάρα» (σε εξέδρα πάνω στην θάλασσα στον δεξιό λιμενοβραχίονα –Φανάρι-), στον «Βράχο», «Λίντο», «Σαλαβού» κ.λ.π, με μπόλικο ρακί ή κρασί, εκλεκτούς μεζέδες και… πήχτρα από «σερπαντίνα και κομφετί», κέντρα που άφησαν εποχή και που τα σημερινά προσπαθούν… να τα φτάσουν!
Επίσης, την τελευταία Κυριακή από το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ, από την Πλατεία Αλυσίδας μέχρι τέρμα Λαγκάδας, ήταν ένα πυκνό κεφάτο…νυφοπάζαρο, ένα συνεχές πήγαινε-έλα, μασκαρεμένων και μη, όλων των ηλικιών, ιδίως νεολαίας όπως και παιδιών με αδιάκοπο «κομφετοπόλεμο», και πειραγμάτων. Και τα γνωστά εκεί κέντρα διασκέδασης όπως «Ο Βράχος», τού «Σαλάνη», του «Τάπα» στις δόξες τους!
Να πούμε τώρα ότι το μόνο και κύριο χαρακτηριστικό τής Λεσβιακής Αποκριάς «Τα Γιούνια», είναι η σάτιρα και μόνο η σάτιρα! Και όχι μόνο παρελάσεις, σάμπες και τραγούδια «αλά Brazil» και άλλα τέτοια Πατρινά. Σάτιρα με πολλά «αδιάντροπα» και πλήρη ασυλία στο να εκφραστεί ο ντόπιος κάτοικος, ελεύθερα και άφοβα, καυτηριάζοντας πολιτικούς, δημόσια πρόσωπα και καταστάσεις!
Αυτά όλα τα κάναμε ως Δήμος Μυτιλήνης και δη επί δημαρχίας Γιακαλή με την τότε ΔΕΠΤΑΜ, αλλά και μετέπειτα, με εξέδρες ή στην Πλατεία Σαπφούς, ή μπροστά στο Δημ. Θέατρο, ή στο Πάρκινγκ, με σατιρικές παρλάτες, σκετς, χορευτικά, ελληνικά και ντόπια αποκριάτικα τραγούδια, καθώς και αποκριάτικες θεατρικές επιθεωρήσεις στο Θέατρο, μέχρι και κεράσματα στην Κεντρική Αγορά (γκιουζλεμέδες και λουκουμάδες), αφού τα αποκριάτικα εδέσματα και γλυκίσματα την εβδομάδα τής Τυρινής ήταν οι «γκιουζλιμέδις, οι τυρόπτις, κουλουτσθόπτις, τα ρζόγαλα».
Άλλο γνώρισμα τήαποκριάς στην Λέσβοήταν και οι «Καντάδες» τα βράδια. Πάλι ως Δήμος τότε, τις αναβιώσαμε στις παραδοσιακές γειτονιές τής Μυτιλήνης με τον αείμνηστο Γιώργο Παζαΐτη, που τις κάλυψε τηλεοπτικά και η ΕΡΤ3. Και όλα αυτά μέχρι πριν 6-7 χρόνια, από τότε και μετά…delite να το πούμε και αποκριάτικα!
Και δυο αποκριάτικα τραγούδια
Του μλαρ!
(Λεσβιακό)
Σήκου βρε Κατίν’γκου κι άψι του φανάρ
να πάμι γύρου-γύρου πα κι έυρουμι του μλαρ.
Του μλαρ, του μλαρ
δεν πάου στου Πλουμάρ.
Πα στουν ανιμόμλου γύριζι του μλαρ,
όλη μέρα γύρζι, λαγός μι του φανάρ.
Του μλαρ, του μλαρ
δεν πάγου στου Πλουμάρ.
Μες στου νταμ του είχα κι έτρουγι χουρτάρ,
κι ήρταν κι του κλέψαν κι αφήκαν του σαμάρ.
Του μλαρ, του μλαρ
δεν πάου στου Πλουμάρ.
Ανέβηκα στην πιπεριά.
Ανέβηκα στην πιπεριά – μαυρομάτα κα ξανθιά
για να κόψω ένα πιπέρι – σ’ είσαι το γλυκό μου ταίρι.
Βλέπω μια κόρη κι άλλαζε – και την καρδιά μου τάραζε,
και μου λέει μη φοβάσαι, – βαλ’ το χέρι σου και πιάσε.
Την τσίμπησα μες στο λαιμό, – σκούζει φωνάζει, οχ’ εδώ,
και μου λέει παρακάτω – από το λαιμό πιο κάτω.
Την τσίμπησα στα δυο βιζά, – σκούζει φωνάζει… κιρατά,
και μου λέει παρακάτω, – από τα βιζά πιο κάτω.
Την τσίμπησα στον αφαλό, – σκούζει φωνάζει, οχ’ εδώ,
και μου λέει παρακάτω, – απ’ τον αφαλό πιο κάτω.
Την τσίμπησα στα γόνατα, – φωνές και ξεφαντώματα,
και μου λέει παραπάνω, – απ’ τα γόνατα πιο πάνω.
Σκύβω ο μαύρος, τι να δω, – να ρεματάκι δροσερό
γύρω-γύρω είχε βούρλα – και στη μέση μια βρυσούλα,
ήτανε και κατηφόρα – κι έβαλα και λίγη φόρα,
πέφτει σκούζει απ’ τη χαρά της – και την άκουσ’ ο μπαμπάς της.
Τι έχεις κορ’ ιμ κι είσι κάτου – κι ειν’ τα πόδια σου στ αυτιά του;
Μέγας πόνους μ’ έχει πιάσει – και με τρίβει να περάσει!
*****
Βαγγέλης Χατζημανώλης