Στρατή Πάντα
Τράτα είναι ένα αλιευτικό εργαλείο. Είναι ένα είδος διχτυού, με το οποίο ο άνθρωπος αλίευε από τους αρχαίους χρόνους. Ανάλογα με το μέγεθος και με τα βάθη των θαλασσών στα οποία αλίευε, η τράτα έπαιρνε αντίστοιχες ονομασίες. Υπήρχε και υπάρχει η «ανεμότρατα» που είναι μια μηχανότρατα , που σέρνει το δίχτυ της σε πολύ βαθιά νερά, σε ανοιχτά πελάγη. Υπήρχε η «βιντσότρατα» που έσερνε το δίχτυ της με ειδικό «βίντς», το οποίο έπαιρνε κίνηση απ΄ την μηχανή κίνησης του ίδιου του σκάφους. Ακόμα υπήρχε η «πεζότρατα» που το σύρσιμο του διχτυού της γινότανε με τα χέρια απ΄τους ναύτες –το πλήρωμα του καϊκιού. Τέλος υπήρχαν μικρές τράτες που τις έλεγαν «γριπέλια», δηλαδή μικρούς γρίπους. Όλοι οι τύποι των τρατών έχουν απαγορευτεί και δεν αλιεύουν πλέον, ιδίως σε κλειστούς θαλάσσιους κόλπους, γιατί όταν συρόταν το δίχτυ άρπαζε ο «σάκος» του εκτός απ΄τα αλιεύσιμα ψάρια και «γόνο» ψαριών και έκανε ζημιά στο οικοσύστημα. Σήμερα αλιεύουν μόνο οι «ανεμότρατες» ορισμένους μήνες του χρόνου και μόνο σε ανοιχτά μεγάλα πελάγη .
Η τράτα ήταν γενικά ένα εργαλείο, που μαζί με τα «γρι-γρί», έβγαζαν μπόλικα λαϊκά ψάρια , χωρίς να χαρίζονται στα ακριβά όταν τα πετύχαιναν. Έβγαζαν μπόλικα αφρόψαρα, σαρδέλες , γαύρους, μπακαλιάρους , προσφυγέλια, γόπες, μαρίδες, κουτσομούρες και πολλά άλλα, τα οποία ήταν προσιτά στο βαλάντιο κάθε φτωχού φαμελίτη. Θυμάμαι με νοσταλγία, όταν έβγαιναν για ψάρεμα οι τράτες την 1η Οκτωβρίου και έφερναν στο γυρισμό τους το μικρό μαριδάκι ή καλαμαράκι, «μπουγότο» το έλεγαν και μας το έκανε τηγανιτό η μητέρα μας, Αλλά έχω τύχει να παρακολουθήσω πολλές φορές το «καλάρισμα» της τράτας μέσα στο Κόλπο Καλλονής, τότε που ακόμα επιτρεπόταν. Η τράτα δεν μπορούσε να καλάρει όπου να ήταν. Υπήρχαν χώροι που τους είχαν επισημάνει με ακρίβεια οι έμπειροι ψαράδες. Δεν έπρεπε να υπάρχουν στο βυθό βράχια ή «ατραγάνες» γιατί θα έμπλεκαν και θα έσκιζαν τα δίχτυα με αποτέλεσμα να διαφύγουν τα αλιευμένα ψάρια. Ακόμα έπρεπε να υπάρχει στη παραλία χώρος για να αναπτυχθούν αυτοί που έσερναν τα δίχτυα προς την ξηρά. Επίσης, δεν έπρεπε να υπάρχουν στον χώρο θαλάσσια ρεύματα, τα οποία θα επηρέαζαν την ανάπτυξη και το επιθυμητό άπλωμα των διχτυών. Οι επιλεγμένοι αυτοί χώροι για το καλάρισμα της τράτας, που λέγονται «καλάδες» ήταν καταγεγραμμένοι στο έμπειρο μυαλό των θαλασσομάχων μας. Ήξεραν κάθε λεπτομέρεια του θαλάσσιου βυθού. Πού υπήρχαν «μπλέγματα», που τα απέφευγαν. Πού υπήρχε «αποχή», δηλαδή απότομο βάθος του πυθμένα ή «μπουντρούμι» ή «ατραγάνα». Δεν έπρεπε να σχισθούν τα δίχτυα, τα οποία τότε ήταν πανάκριβα, γιατί ήταν όλα χειροποίητα. Αλλά και ήξεραν ότι δίπλα στο βράχο ή μέσα στη «φυκιάδα» ή μέσα στη «λάσπη» θα ψάρευαν ανάλογο είδος ψαριού. Αυτές οι τοποθεσίες, δηλαδή οι «καλάδες» είχαν τα ονόματά τους. Να μερικά από αυτά: «Αμμούδι», «Λούτζα», «Μπαχακαριά», «Πεθαμένος», «Νυφίδα», «Μνημόρι», «Αμπέλια», «Σουλουμανέλ’», «Συνοικισμός», «Γιουφιρέλ’», δύο –τρεις στη παραλία της Αλυκής «Γλάρος» κ.ά. Στην απέναντι απ΄τη Σκάλα Πολιχνίτου παραλία του Κόλπου Καλλονής ήταν ο «Κούκος», το «Φτερό», ο «Καλολιμνιώνας», η «Αποθήκα», ο «Αγιος Παντελεήμονας», τα «Μάκαρα» και άλλες. Κάποιες από αυτές, ιδίως οι ευρισκόμενες προς το στόμιο του Κόλπου Καλλονής ήταν προνομιακές. Ιδίως κατά την διάρκεια της «κατεβασιάς», όταν δηλαδή κάποια είδη ψαριών όπως σαρδέλα, μπαρμπούνι, λιθρίνι, κέφαλος, ή σουπιές και χαψιά κατέβαιναν κατά κοπάδια προς το στόμιο του κόλπου, για να βγουν στα βαθιά νερά του Πελάγου, που τον χειμώνα είναι πιο ζεστά απ΄αυτά του Κόλπου. Εκεί σ’ αυτές τις καλάδες τα περίμεναν οι τρατάδες και τα έζωναν και φόρτωναν τα σκάφη τους κυριολεκτικά .Εκεί λοιπόν λειτουργούσε το άγραφο δίκαιο της θάλασσας. Δεν καλάριζε όποιος προλάβαινε πρώτος, ούτε ο πιο καπάτσος αλλά καλάριζαν με τη σειρά. Η σειρά αυτή στη γλώσσα τους λεγότανε «άλμπα». Έχει καταγραφεί μια χρονιά στη «κατεβασιά» των λυθρινιών, που ο Παναγιώτης Σαντής (Γιωργαντός), με μια καλάδα έπιασε τόσα πολλά εκλεκτά ψάρια, που πουλώντας τα, με τα χρήματα που εισέπραξε, αγόρασε το σπίτι που έδωσε προίκα στη μικρή του κόρη. Οι εργαζόμενοι στη τράτα δεν είχαν ασφάλεια σε κάποιο ταμείο και δεν πληρωνόντουσαν με μεροκάματο ή μισθό, αλλά είχαν μερίδιο, «μερδικό» το έλεγαν, επί των ημερησίων εισπράξεων. Τρία «μερδικά» έπαιρνε το καΐκι, αφού προηγουμένως έβγαζαν το πετρέλαιο κίνησης, τις «κουμπάνιες», δηλαδή την τροφοδοσία (συνήθως ξηρά τροφή ), όταν ψάρευαν σε άλλους τόπους καθώς και τη δαπάνη αποκατάστασης ζημιών στα δίχτυα ή σε άλλα εργαλεία. Από δυό «μερδικά» έπαιρναν ο καπετάνιος (συνήθως ιδιοκτήτης) και ο μηχανικός και από ένα «μερδικό» όλοι οι υπόλοιποι. Υπήρχαν πάντοτε ένας ή δύο πιτσιρικάδες ή κάποιος πνευματικά καθυστερημένος άνθρωπος, που δεν είχαν μεγάλες απαιτήσεις. Τούς έδιναν ένα φιλοδώρημα για την δουλειά που προσέφεραν. Συνήθως έκαναν κουλούρες τα σχοινιά ή πήγαιναν σε κάποιο πηγάδι, για να γεμίσουν το «νεροβάρελο» του καϊκιού με πόσιμο νερό, για να πίνει το πλήρωμα. Εκτός όμως από το «μερδικό», όλοι οι εργαζόμενοι, ακόμα και οι βοηθητικοί, έπαιρναν καθημερινά την «κότα». Δηλαδή ο καπετάνιος έβγαζε ένα τελάρο ψάρια στην άκρη, τα οποία μοιραζόντουσαν όλοι οι μετέχοντες στο ψάρεμα εξίσου και έτσι είχαν καθημερινά μια με δυό οκάδες ψάρια ο καθένας, που συνήθως τα πούλαγαν στα καφενεία, για να βγάλουν τα τσιγάρα και τα ούζα τους. Το κύριο μέρος της τράτας ήταν ο «ο σάκος», που ήταν καμωμένος με «τυφλό» δίχτυ, δηλαδή με δίχτυ που είχε στενά μάτια. Οι δύο άκρες του «σάκου» συνέχιζαν με τις ” μπάντες”, που ήταν δίχτυα με μεγάλα μάτια. ‘Ολα αυτά τα δίχτυα είχαν στο επάνω μέρος «φελλούς», για να επιπλέουν και «βαγιόλες», μολύβδινα βάρη στο κάτω μέρος, για να πατώνει το δίχτυ. Πολλοί ενίσχυαν το πάνω μέρος, για να επιπλέει καλύτερα και εκτός από τους «φελλούς», έδεναν και τις «μπάινες», που ήταν άσκαστες νάρκες, απομεινάρια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Στίς «μπάντες» έδεναν τα σκοινιά. Αυτά ήταν «κουλούρες» σκοινιών μήκους 100 μέτρων περίπου και η κάθε «καλάδα» απαιτούσε, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της, σχετικό αριθμό σχοινιών. Όταν καλάριζε μια τράτα, άφηνε σε ένα σημείο της παραλίας την άκρη ενός από τα σκοινιά και έναν από τους ναύτες να την κρατά .Αφού τελείωνε το καλάρισμα των σκοινιών της μιας πλευράς , συνέχιζε μετά το καλάρισμα της «μπάντας», του «σάκου», έκαναν μια στροφή για να ζώσουν την περιοχή και αμολούσαν την άλλη «μπάντα» και τα άλλα σκοινιά. Τότε είχαν ξαναφτάσει στη παραλία στο άλλο «πόδι» της καλάδας και άρχιζε το σύρσιμο των διχτυών. Τέσσερις ή και πέντε άντρες από τη μια και άλλοι τόσοι από την άλλη «μπάντα» έσερναν στη στεριά, πρώτα τα σκοινιά και ύστερα τα δίχτυα, μέχρι που έφερναν σ΄ένα γόνατο νερό το σάκο της τράτας .Αραδιασμένοι τραβούσαν. Είχαν κάνει από χοντρό ύφασμα ή λινάτσα το «φουρνέλ’», που ήταν ένα είδος χοντρής ζώνης , περασμένης χιαστή στο κορμί του εργάτη της θάλασσας. Στο κάτω άκρο της ζώνης αυτής κατέληγε ένα κομμάτι γερό σκοινί με κόμπο. Αυτό το τύλιγαν στο συρόμενο και με το βάρος του κορμιού τους και το σταθερό πάτημα της πατούσας του ποδιού τους μέσα στην άμμο τραβούσαν το βάρος των διχτυών για να τα φέρουν στη παραλία. Όταν ο πρώτος έφτανε στο βάθος της παραλίας ελευθέρωνε το «φουρνέλ΄» και πήγαινε και ξαναζωνόταν από πρώτος τελευταίος στη σειρά. Το ίδιο γινόταν, χωρίς τη χρήση «φουρνιελιού», αλλά με τα χέρια όταν τελείωναν τα σκοινιά και άρχιζαν την έλξη των διχτυών. Ήταν επίπονη και σκληρή εργασία. Πέραν του ότι γινόταν κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, είτε ψύχους –είτε καύματος, δεν είχες την παραμικρή πιθανότητα να «λουφάξεις» ή εν πάση περιπτώσει να ξανασάνεις, γιατί άθελά τους ο ένας κυνηγούσε τον άλλον. Παρά ταύτα το διασκέδαζαν. Ιδίως οι Αΐβαλιώτες και οι Τσεσμελήδες, που είχαν έλθει πρόσφυγες απ΄τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, αλλά κοντά σ΄ αυτούς και οι ντόπιοι, προσπαθώντας να γλυκάνουν την σωματική τους κόπωση, έλεγαν ιστορίες, πειράγματα, αλλά και ανένδοτα πιπεράτα, για όμορφες γυναίκες, για παπάδες και καλογέρους και θαλασσινά παραμύθια. Πολλές φορές όμως τραγουδούσαν. Αμανετζήδες μερακλήδες και γλυκόφωνοι, έκαναν τους υπόλοιπους να ξεχνούν τον κάματο της μέρας.Όμως και όλοι μαζί, με ρυθμό, σαν να χόρευαν αραδιασμένα στα σκοινιά τους, τεζάροντας την φτέρνα τους μέσα στην άμμο του γιαλού, τραγουδούσαν το πανελλαδικό διαδεδομένο τραγούδι της τράτας « Να τόξερε η μάνα μου πως δούλευα στη τράτα θα μ’ έστελνε τα ρούχα μου και την παλιά μου βράκα», «πήγαμε και καλάραμε κάτω στα δυο λιθάρια και γέμισε ο σάκος μας σουπιές και καλαμάρια». Τραγουδώντας όμως τραβούσαν και τα κουπιά της βάρκας πιο παλιά, όταν δεν είχαν μηχανές και ήταν όλα χειροκίνητα. Καθισμένοι στους πάγκους τέσσερις ψυχωμένοι, ανά δυο ζευγάρια, έχοντας «ισάρει τον στάντζο», δηλαδή έχοντας ανοίξει ένα μικρό πανί της βάρκας στο «άρμπουρό» της, ρυθμικά έλεγαν το «βίρα μια στα κουπιά , βίρα δυο στη Μαριώ , βίρα τρεις στο σπίτι της».
Προστάτης Άγιος των τρατάρηδων, ήταν φυσικά, ο Άγιος Νικόλαος, ως προστάτης όλων των «εν θαλάσση καλώς πλεόντων». Την ημέρα της γιορτής του δεν πατούσε πόδι στο κατάγιαλο. Επειδή οι τρατάρηδες είχαν πάντοτε αντιπαλότητα και αντιζηλία με τους άλλους ψαράδες της παράκτιας αλιείας, τους διχτυάρηδες, και τους παραγατζήδες δεν πήγαιναν να εκκλησιαστούν στο εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου, που είναι στην ομώνυμη τοποθεσία και βρίσκεται στο σημερινό δρόμο Πολιχνίτου –Σκάλας Πολιχνίτου αλλά λειτουργούσαν ιδιαιτέρως στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στη Σκάλα, όπου υπάρχει μια μεγάλη εικόνα του προστάτη τους Αγίου. Πήγαιναν στην εκκλησία άρτους και κόλυβα και με τις οικογένειές τους εκκλησιαζόντουσαν, ίσως για μια μοναδική φορά όλο το χρόνο. Ύστερα πήγαιναν σε όλα τα καφενεία και κερνούσαν τον κόσμο κονιάκ και άλλα ποτά, ενώ εύρισκαν την ευκαιρία να « τα πιούν» και οι ίδιοι. Κάποιοι από αυτούς μεθούσαν και εύρισκαν την ευκαιρία να λύσουν τις διαφορές τους εκείνη τη μέρα και έτσι από ημέρα θρησκευτικής κατάνυξης γινόταν ημέρα με σπασμένα κεφάλια. Όμως υπήρχαν και μερακλήδες που ήξεραν να γλεντούν. Αυτοί έλεγαν πως «Όποιος δεν είναι μερακλής πρέπει του να πεθάνει, γιατί τον τόπο άδικα στον κόσμο τούτο πιάνει». Αυτοί κάνοντας ωραίες παρέες ανέβαιναν στον Πολιχνίτο, στα μεγάλα καφενεία, με τοπικά συγκροτήματα μουσικά και χόρευαν και διασκέδαζαν.Ξεκινώντας με συρτούς «όλοι καλάρουνε, μα δε βγάζουν ψάρια, καλάρ΄(ο μουσικός τραγουδιστής αντί να πει το του τραγουδιού ο Ζέπος, έλεγε το όνομα αυτουνού που χόρευε, δηλαδή ο Σούμας ή Γεωργαντός ή Κωστάρας ή Γιωργής ή Λιάκος ) και βγάζει καλαμάρια». Και το γύριζαν ύστερα στο μπάλο «μάτια σαν και τα δικά σου δεν υπάρχουν στο ντουνιά κι όποιος τα γλυκοφιλήσει χάρο δε φοβάται πια». Και χόρευαν καρσιλαμάδες «σαν τα μάρμαρα της πόλης πούνε στην Αγιά Σοφιά , έτσι τάχεις ταιριασμένα, μάτια, φρύδια και μαλλιά». «Της Μυτιληνιάς το πάσο, της Σμυρνιάς το γνέψιμο, θα με πάνε μεσ΄ τον Άδη δίχως να χω φταίξιμο». Ακόμα χόρευαν και τον αργό καρσιλαμά, τον απτάλικο «δεν μπορώ να καταλάβω τα δικά σου φυσικά , στους γιατρούς θες να με ρίξεις να πληρώνω γιατρικά – Άσε με να καζαντίσω και θα δεις τη γνώμη μου, στα βελούδα θα σε ντύσω πετροχελιδόνι μου.» Όμορφα χρόνια! Όμορφοι άνθρωποι! Όλα όμορφα! Αντρίκια και παστρικά έλυναν τις διαφορές τους. Ποτέ δεν έκρυβαν κάτω από το χράμι τα σκουπίδια τους . «Μπροστά λόγια –πίσω αγάπη». Άμιλλα ευγενική στο ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον στην προκοπή. Ακόμα και στην ποσότητα ψαριών που θα έβγαζε μια επιτυχημένη καλάδα. Όμως, αν κάποιος αντιμετώπιζε αναποδιές και προβλήματα, αυτόκλητοι έτρεχαν όλοι οι άλλοι να τον συμπαρασταθούν. Δεν τον άφηναν ποτέ να βουλιάξει, να πάει στο πάτο και προπαντός ποτέ δεν τον άφηναν να αισθανθεί πως είναι μόνος και αβοήθητος. Όταν μια φορά η τράτα του Γιωργή του Διακορώνα έμεινε στο πάτο της θάλασσας, στα πόρτα του κόλπου Καλλονής, εξαιτίας απότομης αλλαγής του καιρού, που ξεγέλασε τον έμπειρο καπετάνιο, μέσα σε μια βραδιά, όλοι οι υπόλοιποι, μάζεψαν ότι δίχτυ, σκοινί, μολύβι και φελλό είχαν περισσευούμενο και σε δυο μέρες ο πολυφαμελίτης Γιωργής με την προσωπική εργασία και συνδρομή όλων μπόρεσε να συνεχίσει να ψαρεύει. Απόκτησε δηλαδή καινούργια τράτα. Τα ψάρια που έπιαναν όλοι οι ψαράδες γενικά, καθώς και οι τρατάρηδες τα πήγαιναν στον «Μπαλκουχανά» (Τούρκικη λέξη από το μπαλούκ, που θα πει ψάρι). Εκεί υπήρχε ένα κρεμαστό καντάρι. Τα ζύγιζε ο υπάλληλος που είχαν προσλάβει, και τα δημοπρατούσε. «1κάντο» λεγόταν η διαδικασία της δημοπράτησης των ψαριών. Οι ψαρομανάβηδες , που ήταν από τον Πολιχνίτο βασικά, αλλά και από τα γύρω χωριά, μέχρι και από την Αγιάσο, πλειοδοτούσαν και όποιος έδινε την πιο μεγάλη τιμή (προσφορά) έπαιρνε το τελάρο. Σήμερα τα ψάρια συσκευάζονται σε ειδικά κιβώτια από φελιζόλ. Παλαιότερα τα μετέφεραν σε ξύλινα τελάρα, αλλά και σε πανέρια ή κοφίνια. Η μεταφορά των ψαριών προς τους χώρους λιανικής πώλησής τους, γινότανε με γαϊδούρια, άλογα και μουλάρια .Με τον καιρό βγήκαν τα τρίκυκλα και τα επαγγελματικά φορτηγάκια αυτοκίνητα .Η τιμή πώλησης των ψαριών διαμορφωνόταν κάθε μέρα, ανάλογα με το νόμο «της προσφοράς και της ζήτησης». Πάντως ο υπάλληλος φρόντιζε να εισπράξει αμέσως με την κατακύρωση της δημοπρασίας την αξία των ψαριών και έτσι ο παραγωγός ψαράς είχε, μέσω του υπαλλήλου, αμέσως στα χέρια του το χρήμα που θα κατέληγε στο «μερδικό».
Επειδή όμως η πολιτεία πείσθηκε ότι το εργαλείο της τράτας ήταν επιζήμιο και διατάρασσε το θαλάσσιο οικοσύστημα, εξαντλώντας τα αλιευτικά αποθέματα της χώρας, απεφάσισε στην αρχή να περιορίσει τους μήνες εργασίας της τράτας μέσα στο κόλπο της Καλλονής. Ύστερα απαγόρευσε για όλο το χρόνο το καλάρισμα σε κλειστούς κόλπους και τέλος απαγόρευσε την αλιεία της πεζότρατας ακόμα και σε καλάδες που είναι εκτός Κόλπου, μέσα στο Αιγαίο Πέλαγος .Σήμερα, λίγους μήνες του χρόνου, ψαρεύουν μόνο οι ανεμότρατες σε μεγάλα βάθη και σε ανοιχτά νερά του Πελάγους, όπως προαναφέραμε στην αρχή του κειμένου.Παρά τη ρητή απαγόρευση που επέβαλλε, και πολύ καλά έκανε, η Πολιτεία για την αλίευση με τράτα μέσα στο στον Κόλπο Καλλονής, νοσταλγοί του παρελθόντος ξεσηκωθήκαμε τη δεκαετία του 1980, με την προτροπή της μακαρίτισσας Χρυσούλας Καλλονά –Σαλούρου, που προσέφερε πολλά στην αναβίωση εθίμων και στη διάδοση παραδοσιακών χορών στο Πολιχνίτο και κατορθώσαμε να πάρουμε ειδική άδεια απ΄ τις αρμόδιες αρχές, για μια φορά το χρόνο, μια μέρα του Αυγούστου, να κάνουμε ένα καλάρισμα τράτας στη Σκάλα Πολιχνίτου. Σε μια από τις καλάδες που είναι μπροστά στο προσφυγικό συνοικισμό της Σκάλας, ένα Αυγουστιάτικο απόγευμ,, ένα καΐκι ρίχνει το δίχτυ της τράτας, την οποία ψυχωμένοι ψαράδες εθελοντές τραβούν στη στεριά με τα χέρια .Επαναλαμβάνουν το ίδιο τελετουργικό που γινόταν απ΄ τους παππούδες μας. Βγάζουν τα ψάρια στο «1κάντο» και όποιος πλειοδοτήσει τα διαθέτει στα καφενεία της Σκάλας. Σ΄αυτά υπάρχουν μουσικές που αναβιώνουν τα γλέντια των προγόνων μας. Γίνεται ένα πανηγύρι, το πανηγύρι της τράτας, όπου οι νεότεροι, αποδείχνουν πως είναι άξιοι συνεχιστές μερακλήδων προγόνων. Ο Δήμος Πολιχνίτου, διαχρονικά είχε αγαπήσει το έθιμο της τράτας, ανεξάρτητα από ποια ήταν η εκάστοτε Δημοτική Αρχή. Μάλιστα θυμάμαι ότι το 2000περίπου, επί Δημαρχίας του αείμνηστου Στρατή Δ. Γιαννέλη, όταν είχα την τιμή να είμαι Αντιδήμαρχος Πολιχνίτου, ύστερα από εισήγησή μου, είχαμε αναθέσει στο Σπύρο Γ. Πατατούκο και είχε «αρματώσει» για λογαριασμό και με έξοδα του Δήμου το δίχτυ μιας τράτας, για να έχει ο Δήμος το δικό του εργαλείο και να μην υποχρεώνεται να νοικιάζει, για την διαιώνιση του εθίμου, τράτες επαγγελματιών ψαράδων. Όμως ο Καποδιστριακός Δήμος Πολιχνίτου καταργήθηκε Δήμος Λέσβου έγινε για ένα διάστημα, για να μετεξελιχθεί σε Δήμο Δυτικής Λέσβου. Όλες αυτές οι Διοικητικές μεταλλάξεις αποδυνάμωσαν την δυνατότητα λήψης και εκτέλεσης αποφάσεων του Τοπικού Συμβουλίου. Έχουν περιοριστεί οι αρμοδιότητες.Η Αυτοδιοίκηση έχει πια μόνο το όνομα. Στην πραγματικότητα για μας αποφασίζουν άλλοι. Έτσι είχαμε μεταξύ πολλών άλλων συνεπειών να κλείσουν υπηρεσίες όπως το Ειρηνοδικείο το υποπρακτορείο της ΔΕΗ, ο ΟΤΕ και άλλες. Να υπολειτουργεί το Γραφείο ΕΛ.ΤΑ και το Υποκατάστημα της «Alpha» Τράπεζας που ίσως πρόκειται να κλείσουν κι αυτά. Ακόμα και ιδιωτικές δραστηριότητες έχουν παύσει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Δεν υπάρχει ένα μαγαζί πλέον να διαθέτει εφημερίδες και περιοδικά. Ακόμα και το «Προποτζίδικο» του ΟΠΑΠ δεν λειτουργεί. Καταντήσαμε για κλάματα! Και ύστερα από όλα αυτά, συνεργούντος και του κορωνοϊού, σταματήσαμε και διακόψαμε την διαιώνιση του ωραίου και νοσταλγικού εθίμου του καλαρίσματος της τράτας και του καθιερωμένου γλεντιού που ακολουθούσε. Όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα ήθη και τα έθιμα και γενικά η τοπική ιστορία ενός χώρου, είναι οι ρίζες στις οποίες στηρίζεται και από τις οποίες εξαρτάται το δέντρο που λέγεται κοινωνία και ότι, αν μείνουν απότιστες και ξεραθούν οι ρίζες, μοιραία θα ξηρανθεί και το δέντρο της κοινωνίας ολόκληρης .
Κλείνοντας το κείμενό μας τούτο, θεωρούμε σκόπιμο να παρενθέσουμε το ότι, ενώ η πατρίδα μας Ελλάδα εφαρμόζει κατά γράμμα το διεθνές δίκαιο της θάλασσας καθώς επίσης και τις οδηγίες και απαγορεύσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία του ενάλιου πλούτου και ενώ εμείς σεβόμαστε και προστατεύουμε απόλυτα τα αλιευτικά αποθέματα, έρχονται οι «γείτονές» μας Τούρκοι αλιείς, που με την κάλυψη των αρχών τους, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου με μεγάλα αλιευτικά συγκροτήματα, αλιεύουν στα δικά τους αλλά και στα διεθνή ύδατα. Και μάλιστα παίζοντας το «πειρατές του 21ου αιώνα», τσαλαβουτούν πολλές φορές και μέσα στα δικά μας εθνικά χωρικά ύδατα, επιφέροντας τον όλεθρο και την καταστροφή του περιβάλλοντός μας.
Πολιχνίτος, Μάιος 2022