Κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του Ηλία Μπαρούνη, φίλου από τα παλιά, “Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ (Αδέσποτα Ρεμπέτικα – Ο Κόσμος του Περιθωρίου)”. Πρόκειται για μια πρωτότυπη εργασία, στηριγμένη σε ένα πλήθος αξιόπιστων πηγών, αποτέλεσμα μακρόχρονης ενασχόλησης του συγγραφέα με το ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο το προσεγγίζει με σοβαρότητα και καθαρή ματιά από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ίσαμε τις μέρες μας. Εν ευθέτω χρόνω θα παρουσιάσουμε και το βιβλίο.
Ιγνάτης Ψάνης
—–
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
(Μια συνοπτική προσέγγιση στην εμφάνιση, διαμόρφωση και εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού) προδημοσίευση του ΗΛΙΑ Δ. ΜΠΑΡΟΥΝΗ στο περιοδικό «Συλλογές» τον Ιούνιο του 2013.
ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το ρεμπέτικο τραγούδι έχει απασχολήσει τους ερευνητές και συλλέκτες, ήδη από τη δεκαετία του ’60.Δεκάδες βιβλία έχουν γραφτεί για το θέμα αυτό καθώς επίσης πάρα πολλά άρθρα ,συνεντεύξεις , εκπομπές κλπ. Εκ πρώτης όψεως το θέμα μοιάζει να είναι εξαντλημένο, παρ’ όλ’ αυτά για όσους ασχολούνται ακόμα ενεργά, με την έρευνα, μελέτη και συλλογή στοιχείων, πολλές καινούριες πληροφορίες εξακολουθούν να έρχονται στο φως. Συνήθως πρόκειται για στοιχεία που αφορούν γνωστούς ή άγνωστους μουσικούς συντελεστές ή άγνωστα μέχρι τώρα τραγούδια. Όμως ακόμα και για τις θεωρούμενες σαν ξεκάθαρες πτυχές του ρεμπέτικου τραγουδιού, μπορούν τα διάφορα ντοκουμέντα, μετά από επίμονη μελέτη και προσέγγιση με «νέο βλέμμα», να αλλάξουν τα μέχρι τώρα δεδομένα.
Εδώ γίνεται μια προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα, πότε, που και από ποιους γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το άρθρο αυτό, σαν περίληψη μιας ευρύτερης εργασίας, είναι επίσης μια περιληπτική περιήγηση στη διαδρομή του ρεμπέτικου τραγουδιού όπως αυτή διαγράφεται μέσα από τη δισκογραφία.
ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ
Σε αντίθεση με διάφορα άλλα είδη μουσικής, τα οποία εμφανίστηκαν κυρίως τον εικοστό αιώνα σε διάφορα κράτη και στη συνέχεια έγιναν και παγκοσμίως γνωστά, το ρεμπέτικο έχει βαθιές ρίζες στην παραδοσιακή μουσική. Δεν είναι δηλαδή ένα επώνυμο και «τεχνικό κατασκεύασμα» για το οποίο μπορούμε εύκολα να πούμε ότι είναι έμπνευση «αυτού ή αυτών» και εμφανίστηκε «τότε και εκεί». Για να το προσεγγίσουμε λοιπόν όσο το δυνατόν καλύτερα, θα πρέπει να ψάξουμε και να μελετήσουμε πρώτα απ’ όλα, τα ανώνυμα-παραδοσιακά ρεμπέτικα τραγούδια.
Πριν ξεκινήσουμε όμως να ακολουθούμε την πορεία τους μέσα στη δισκογραφία, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι με την αρχή της καταγραφής του ήχου, γύρω στα 1900, η επικρατούσα παγκοσμίως άποψη ήταν ότι στους δίσκους έπρεπε και άξιζε να καταγραφούν οι επίσημες και κρατούσες μουσικές απόψεις των αστών. Δεδομένου ότι τα γραμμόφωνα στα πρώτα χρόνια εμφάνισης τους ήσαν είδη υπερπολυτελείας, σε χέρια πλουσίων αστών, ήταν σχεδόν αδιανόητο να προσπαθήσει κάποιος να καταγράψει λαϊκή μουσική. Το αποτέλεσμα ήταν ολόκληρα έθνη και λαοί να μην έχουν καταγράψει παρά ελάχιστα δείγματα της παραδοσιακής τους μουσικής.
Ευτυχώς για τα ελληνικά δεδομένα, από το 1916 και μετά, κυρίως στη δισκογραφία των Ελλήνων μεταναστών στις Η.Π.Α., ο σκόπελος αυτός ξεπεράστηκε και άρχισαν να καταγράφονται όλα τα είδη της παραδοσιακής μας μουσικής. Μεταξύ των άλλων καταγράφηκαν και τα λεγόμενα αδέσποτα-ανώνυμα ρεμπέτικα. Το πρώτο χαρακτηριστικό που τα κάνει να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα είδη της μουσικής μας παράδοσης, είναι ότι δε μπορούν να καταταχθούν στην τοπική μουσική παράδοση καμιάς περιοχής. Η θεματολογία τους αναφέρεται κυρίως σε κουτσαβάκια, συμπλοκές, φυλακές, παρανομίες, τυχερά παιχνίδια, μεθύσια, ουσίες, γλέντια και γυναίκες. Σχεδόν κανένα απ’ αυτά όμως, δε μπορεί να χαρακτηριστεί ερωτικό τραγούδι, με την συνήθη έννοια του όρου αυτού, πράγμα που αποτελεί μια ακόμα βασική διαφορά από τα άλλα είδη τραγουδιών, που σε μεγάλο ποσοστό έχουν ερωτική θεματολογία. Στα πρώτα αυτά ρεμπέτικα παρατηρούμε επίσης ότι πολλές φορές οι στίχοι στο ίδιο τραγούδι είναι ασύνδετοι εννοιολογικά μεταξύ τους και πολλοί προέρχονται από την δημώδη παράδοση. Αυτό εκτός των άλλων δείχνει και την «παρεΐστικη» δημιουργία των τραγουδιών αυτών, όπου πάνω σε μια μελωδία, οι «μεθυσμένοι» φίλοι προσέθεταν ότι στίχο τους ερχόταν εκείνη την ώρα στο μυαλό.
Όσον αφορά τώρα τα μουσικολογικά και χορευτικά χαρακτηριστικά τους, θα λέγαμε ότι βασίζονται κυρίως στη μουσική παράδοση του Αιγαίου, των παραλίων της Μικράς Ασίας και της Πόλης, σπανίως όμως αντιγράφουν ακριβώς ένα μουσικό-χορευτικό κομμάτι αυτών των περιοχών. (Βέβαια αυτή η θεωρούμενη ανατολική παράδοση, με τους καρσιλαμάδες και τα ζεϊμπέκικα, φαίνεται μέσα από πίνακες και κείμενα του 19ου αιώνα, να υπάρχει και στην κυρίως Ελλάδα). Δεδομένης επίσης και της διαφορετικής τους θεματολογίας, κρατούν αναμφισβήτητα ένα δικό τους ύφος και χαρακτήρα που τα κάνει να ξεχωρίζουν.
Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν τα πρώτα ρεμπέτικα αυτοπροσδιορίζονται σαν τέτοια, λόγω της διαφορετικότητα τους και του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους. Έτσι μας δίνουν τις βάσεις για να αναφέρουμε ποιο είναι το ρεμπέτικο τραγούδι, πότε άρχισε να εμφανίζεται και στη συνέχεια να δούμε πως εξελίχθηκε μέσα στη δισκογραφία. Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχει μέχρι τώρα μια σύγχυση, ακόμα και στους κύκλους των ερευνητών του είδους, μεταξύ των ρεμπέτικων και των μικρασιάτικων τραγουδιών. Τραγούδια όπως τα: «ΚΑΤΗΦΕΣ», «ΣΑΝ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», «ΑΛΑΤΣΑΤΙΑΝΗ», «ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΚΟΥΠΕΣ», «ΣΑΛΑ-ΣΑΛΑ» και άλλα παρόμοια, θεωρούνται ρεμπέτικα. Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη, γιατί αυτά τα τραγούδια ανήκουν στα παραδοσιακά της Μικρασίας ή της Πόλης, επί το πλείστον δε, έχουν τραγουδηθεί και στην τούρκικη γλώσσα, πράγματα που δεν ισχύουν στα αυθεντικά ρεμπέτικα. Επί πλέον η θεματολογία των προαναφερθέντων παραδοσιακών τραγουδιών είναι κυρίως ερωτική και απουσιάζουν από αυτή, φυλακές, συμπλοκές, ουσίες, τυχερά παιχνίδια κ.λπ. που αποτελούν την βασική θεματολογία στα ρεμπέτικα.
Κατά τη γνώμη μου και μετά από ενδελεχή μελέτη των πρώτων ανώνυμων ρεμπέτικων τραγουδιών, που κάποια στιγμή θα αποτελέσει υλικό για μια εξειδικευμένη εργασία πάνω στο θέμα αυτό, μπορώ να πω τα εξής. Το ρεμπέτικο τραγούδι, που αποτελεί το τελευταίο πολιτιστικό δημιούργημα του ελληνικού λαού, άρχισε να διαμορφώνεται στα αστικά κέντρα και στις φυλακές της κυρίως Ελλάδας, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους.
Εκεί βρέθηκαν μαζί άνθρωποι από διαφορετικές περιοχές της χώρας και η ανάγκη να γλεντήσουν από κοινού, σε μικρούς χώρους, όπως τα κελιά και οι λαϊκές ταβέρνες, φαίνεται ότι τους ώθησε προς τον ζεϊμπέκικο χορό και ίσως είναι δική τους έμπνευση ο λεγόμενος «γκαμηλιέρικος», που μπορεί να χορευτεί και «στον τόπο». Όσον αφορά τη θεματολογία θα έλεγα ότι τα ρεμπέτικα ξεκινάνε από τη δημώδη παράδοση. Έχουν κάποια κοινά σημεία με τα κλέφτικα και τα διάδοχα τους ληστρικά τραγούδια γιατί μιλάνε για ανθρώπους με μαγκιά που κατά κάποιο τρόπο αντιτίθενται στην εξουσία και στους νόμους. Η επαναστατικότητα των νέων, που στην ύπαιθρο χώρα «έβγαζε στο κλαρί» τους κλέφτες παλαιότερα και κατόπιν τους ληστές, στα αστικά κέντρα τους ωθούσε στο κοινωνικό περιθώριο και στην παρανομία με ή χωρίς εισαγωγικά. Η περιθωριοποίηση αυτή έκανε τους ανθρώπους της διανόησης, της τέχνης και του τύπου να αγνοούν αυτά τα άτομα και στις σπάνιες περιπτώσεις που αναφέρονται σε αυτούς, να αναφέρονται, σχεδόν πάντοτε αρνητικά. Έτσι τα «επαναστατημένα» αυτά παιδιά του ελληνικού λαού, μεγαλωμένα σε μια ξενόδουλη και αναξιοκρατούμενη πολιτεία, εκτός από το κοινωνικό περιθώριο, έμειναν και στο ιστορικό περιθώριο, δεν υπάρχουν γι’ αυτούς γραπτές αναφορές, αντικειμενικές και εμπεριστατωμένες και δεν έχει βρεθεί ούτε μια φωτογραφία ρε αδερφέ, που να δείχνει ας πούμε μια παρέα με κουτσαβάκια. Τα τόσο παρεξηγημένα κουτσαβάκια, μέσα σε μια κοινωνία φτώχειας ρουσφετολογίας, ξενομανίας και πολιτικής παρακμής, είχαν φτιάξει το δικό τους περιθώριο, βασισμένοι στη μαγκιά και το νταηλίκι. Αυτές οι δύο λέξεις είναι σχεδόν άγνωστες σαν έννοιες σε άλλους λαούς και για όσους νομίζουν ότι τα κουτσαβάκια ήσαν ψευτόμαγκες που τους εξαφάνισαν οι αυθαιρεσίες και βαρβαρότητες του Μπαϊρακτάρη, (ο οποίος χρησιμοποίησε μέχρι και τον στρατό εναντίον τους), έχω να πω ότι στην Ελλάδα η μαγκιά και η επαναστατικότητα δε χάθηκαν ποτέ. Τα σημερινά Εξάρχεια «ωχριούν» μπροστά στην πάλαι ποτέ «δόξα» της συνοικίας του Ψυρρή, όπου για δεκαετίες το επίσημο κράτος δεν πλησίαζε, όταν δε το αποτολμούσε, γίνονταν πραγματικές μάχες με οδοφράγματα και νεκρούς εκατέρωθεν. Χαρακτηριστικό επίσης και μάλλον παγκοσμίως μοναδικό παράδειγμα είναι ότι το 1906, λίγα χρόνια μετά από τις διώξεις του Μπαϊρακτάρη, ένας νταής, πάμφτωχος και οικογενειάρχης, ο Α. Κωσταγερακάρης, μανιάτικης καταγωγής, που επιβίωνε από τα τυχερά παιχνίδια, έσφαξε τον πρωθυπουργό της χώρας Θεόδωρο Δηλιγιάννη, με δίκοπη μαχαίρα, γιατί έβγαλε νόμο που περιόριζε την χαρτοπαιξία.
Αυτοί λοιπόν οι μάγκες και οι κουτσαβάκηδες, υπήρξαν οι γεννήτορες του λεγόμενου ρεμπέτικου τραγουδιού, αφού οι «καθώς πρέπει» τους αγνοούσαν, τραγούδησαν οι ίδιοι για το σινάφι τους, για τη ζωή και τις συνήθειες τους
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ …
Πηγή: ΒΙΒΛΙΟ ” Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ” (Αδέσποτα Ρεμπέτικα-Ο κόσμος του Περιθωρίου)-ΗΛΙΑΣ ΜΠΑΡΟΥΝΗΣ-ΑΘΗΝΑ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2023