Το ρεμπέτικο – Μέρος 2ο

 

 

 

Ιγνάτης Ψάνης

Συνεχίζουμε την “περιοδεία ” του ρεμπέτικου στη δισκογραφία σε Αμερική, Κωνσταντινούπολη και Ελλάδα, με  ενδιαφέροντα στοιχεία για το ύφος, τη θεματογραφία και τις συνθήκες (κοινωνικές και πολιτικές) που το διαμόρφωσαν. Η αφήγηση είναι τέτοια, που δεν κουράζει και ¨σπρώχνει” τον αναγνώστη να συνεχίσει μέχρι τέλους την ανάγνωση.

Ηλίας Μπαρούνης

“Δίνοντας μια γενικότερη περιγραφή, με βάση κυρίως τη θεματολογία και το ύφος τους, θα λέγαμε ότι τα ρεμπέτικα τραγούδια διαθέτουν πρώτα απ’ όλα μαγκιά, είναι λιτά, περιεκτικά, λεβέντικα, άναρχα από πολιτική άποψη, ξεφεύγουν από τα όρια του νόμου και της ηθικής, βιώνονται και δημιουργούνται από λαϊκούς ανθρώπους, σε αστικά κέντρα και φυλακές και μιλάνε για γεγονότα και καταστάσεις από την καθημερινότητα τους, με λαϊκή γλώσσα και ιδιωματισμούς, χωρίς να τους λείπει και μια διάθεση αστεϊσμού.

Συνεχίζοντας την «ιχνηλασία» των ρεμπέτικων στη δισκογραφία, βλέπουμε ότι τα ανώνυμα-αδέσποτα ρεμπέτικα ηχογραφήθηκαν κυρίως από το 1910 ως το 1932 και είναι περίπου 50 διαφορετικές μελωδίες, σε 150 διαφορετικές εκτελέσεις. Στον τελευταίο αυτό αριθμό θα μπορούσαμε να προσθέσουμε καμιά δεκαριά ακόμα τραγούδια, για τα οποία  δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι επώνυμα ή ανώνυμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «ΜΕΜΕΤΗΣ» όπου σε κάποιες εκτελέσεις φαίνεται ανώνυμο, ενώ σε άλλες αναφέρεται σαν σύνθεση του Χρήστου Μαρίνου.

Θα πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε επίσης ότι δε θα αναφερθούμε σε οργανικές εκτελέσεις, αφενός γιατί είναι ελάχιστες, αφετέρου γιατί είναι δύσκολο να αποφανθούμε αν πρόκειται για ανώνυμες ή επώνυμες δημιουργίες καθώς και για το αν πρόκειται για κομμάτια προερχόμενα από τοπικές μουσικές παραδόσεις. Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρουμε ότι δύο από τα πρωτοεμφανιζόμενα οργανικά ρεμπέτικα κομμάτια είναι δύο ζεϊμπέκικα που ηχογραφήθηκαν αργότερα με στίχους και με τους τίτλους «ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ» και « ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑΙΑ ΜΟΥ». Αναλύοντας λίγο περισσότερο τους αριθμούς που προαναφέραμε, παρατηρούμε ότι στην πρώιμη δισκογραφία της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης και της Αιγύπτου, δεν έχει εντοπιστεί κάποιο ρεμπέτικο τραγούδι.

Όσον αφορά την Αθήνα οι ηχογραφήσεις μέχρι το 1924 ήταν ελάχιστες και μέσα σε αυτές υπάρχουν στοιχεία για την ηχογράφηση ενός μόνο ρεμπέτικου, που είναι «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΣΟΥ».

Στην Κωνσταντινούπολη πριν το 1922 έχουμε 6-7 ηχογραφήσεις, τεσσάρων διαφορετικών, ρεμπέτικων τραγουδιών, με κύριους ερμηνευτές τον Πέτρο Ζουναράκη, Γιάγκο Ψαμματιανό και Γιαγκούλη. Τα τραγούδια αυτά είναι «ΤΟ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙ», «ΜΑΝΑΚΙ ΜΟΥ»,«ΤΑ ΚΟΥΝΑΓΑ» και «ΓΙΑΦ-ΓΙΟΥΦ». Γύρω στο 1928-29 έχουμε 7-8 ακόμα ρεμπέτικες ηχογραφήσεις, από τους εναπομείναντες εκεί Έλληνες μουσικούς, ερμηνευτές είναι οι, Βασίλης Ψαμματιανός, Λεοπόλδος Γάδ και η κυρία Πιπίνα. Τα τραγούδια της δεύτερης αυτής περιόδου είναι: «Ο ΜΠΟΧΩΡΗΣ», «ΕΣΠΑΣΕΣ ΤΑ ΠΙΑΤΑ», «ΤΑ ΚΟΥΝΑΓΑ» και «ΠΗΡΑΝ ΤΑ ΦΡΥΓΑΝΑ ΦΩΤΙΑ». Τα βασικά όργανα και στις δυο περιόδους ήταν η αρμόνικα και το μαντολίνο. Επειδή στην Κων/πολη υπήρχε ελληνικός πληθυσμός, μέρος του οποίου προερχόταν από την κυρίως Ελλάδα και γίνονταν ηχογραφήσεις από το 1900,η δισκογραφία της Πόλης μπορεί να χαρακτηριστεί πανελληνίου ενδιαφέροντος και όχι αποκλειστικά πολίτικη. Τυπώνονταν π.χ. και δίσκοι με δημοτικά τραγούδια (κλέφτικα, τσάμικα κ.λπ.), οι οποίοι εκτός από την Πόλη κυκλοφορούσαν και στα δισκοπωλεία της κυρίως Ελλάδος. Εν πάση περιπτώσει, μετά από μελέτη των μουσικών και στιχουργικών στοιχείων, των προαναφερθέντων τραγουδιών, μπορώ να πω ότι πολίτικης προέλευσης φαίνονται να είναι τα εξής: «ΤΑ ΚΟΥΝΑΓΑ», «ΓΙΑΦ ΓΙΟΥΦ», «ΕΣΠΑΣΕΣ ΤΑ ΠΙΑΤΑ» και «ΠΗΡΑΝ ΤΑ ΦΡΥΓΑΝΑ ΦΩΤΙΑ» Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε 4-5 ρεμπέτικα ακόμα που ηχογραφήθηκαν στις ΗΠΑ και στην Αθήνα, τα οποία φαίνονται επίσης να έχουν πολίτικη-μικρασιάτικη-αιγαιοπελαγίτικη προέλευση. Σχεδόν όλα τα υπόλοιπα προέρχονται από την αστική-λαϊκή παράδοση της κυρίως Ελλάδος, προπάντων δε της Αθήνας. Για να αποδειχτεί η τεκμηρίωση του συμπεράσματος αυτού θα χρειάζονταν πάρα πολλές σελίδες, πράγμα που δεν είναι του παρόντος, η σχετική έρευνα και μελέτη, πάντως έχει γίνει.

Εκεί πάντως που καταγράφηκαν και διασώθηκαν τα περισσότερα και πλέον αυθεντικά ρεμπέτικα της ανώνυμης δημιουργίας ήταν οι Η.Π.Α. Οι ελληνικού περιεχομένου ηχογραφήσεις είχαν πρωταρχίσει στις Η.Π.Α. από το 1896, όμως μέχρι το 1916 τίποτε το παραδοσιακό και βέβαια τίποτε το ρεμπέτικο δεν είχε ηχογραφηθεί, προφανώς για τους λόγους που αναφέρονται στην αρχή. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως των εκεί Ελλήνων μεταναστών προερχόταν από λαϊκά στρώματα και απείχε πολύ ακόμα από το να αστικοποιηθεί και να αλλάξει συνήθειες. Επί πλέον σε μια μεγάλη και πλούσια χώρα όπως οι Η.Π.Α. τα γραμμόφωνα έγιναν σχετικά γρήγορα από είδη πολυτελείας, είδη ευρείας χρήσης. Έτσι άνοιξαν οι πόρτες της δισκογραφίας στους λαϊκούς μουσικούς. Το πρώτο μεγάλο βήμα έκανε μία σπουδαία τραγουδίστρια, η κυρία Κούλα Αντωνοπούλου, αυτή πρώτη, επικεφαλής ορχήστρας αυθεντικών λαϊκών μουσικών, άνοιξε το δρόμο με τις πρώτες της ηχογραφήσεις στην COLUMBIA το 1916. Δεν είναι απλά ότι επιτέλους κάποιοι λαϊκοί μουσικοί βρέθηκαν να ηχογραφούν, είναι ότι η δισκογραφία από μόνη της δε συμβαδίζει με την παράδοση γιατί έχει κανόνες. Οι κανόνες αυτοί περιορίζουν αφενός χρονικά το τραγούδι, αφετέρου διαμορφώνουν την ένταση της φωνής, των οργάνων και δεν αφήνουν περιθώρια για αυτοσχεδιασμούς, υπερβολές και άλλα στοιχεία που είναι ίδια της πραγματικής παράδοσης. Και όμως η Κούλα με τους συνεργάτες της δεν υπάκουσαν σε κανόνες, τότε στην COLUMBIA και αργότερα στις δικές της εταιρείες ORPHEUM και PANHELLENION τραγούδησαν και έπαιξαν όπως περίπου θα έκαναν σε ένα λαϊκό πανηγύρι. Αυτοσχεδιασμοί, υπερβολές, χαιρετούρες, σφυρίγματα και άλλα παρόμοια στοιχεία αυθεντικής παράδοσης καταγράφηκαν και διασώθηκαν […]

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο βιολιστής Γεώργιος Γκρέτσης από την Αργολίδα και τα αδέλφια Άγγελος και Σπύρος Στάμος (τραγούδι και σαντούρι), από την Λειβαδιά, δημιουργούν δική τους εταιρεία δίσκων την GREEK RECORD COMPANY, στην οποία επίσης ηχογραφούνται ανώνυμα ρεμπέτικα. Εκτός των μουσικών αυτών σχημάτων, διάφοροι άλλοι αξιόλογοι μουσικοί και τραγουδιστές καταγράφουν και διασώζουν, αδέσποτα ρεμπέτικα τραγούδια, από την δεκαετία του ’20 στις ΗΠΑ. Δε μπορούμε να μην αναφέρουμε εδώ, τον Γιώργο Κατσαρό με την κιθάρα του, τον κορυφαίο Μανώλη Καραπιπέρη με το μπουζούκι του, τον Αντώνη Σακελλαρίου κλαρινίστα, τον Χαρίλαο Πιπεράκη με τη λύρα του, τον Επαμεινώντα Ασημακόπουλο, την Αμαλία Βάκα, τον Κώστα Δούσια, τον Τέτο Δημητριάδη,  τον Παναγιώτη Τσόρο με το πάντζο του, τον Νίκο Ρέλλια κλαρινίστα, τους Αλέξη Ζούμπα και Ευάγγελο Ανδριά βιολιστές, τον Κων/νο Μαύρο (τραγούδι βιολί) και τον Λούη Ρασσιά (σαντούρι).

Από τους μουσικούς των ΗΠΑ, σαν συνθέτες επώνυμων ρεμπέτικων, συναντάμε τους, Γιώργο Κατσαρό, Τέτο Δημητριάδη και Αντώνη Σακελλαρίου, των οποίων βέβαια οι εν λόγω συνθέσεις, μας φαίνονται για διασκευές αδέσποτων ρεμπέτικων. Γεγονός πάντως είναι ότι η γενικότερη δισκογραφία λαϊκών και δημοτικών τραγουδιών στην Αμερική, έχει ελάχιστους αναφερόμενους συνθέτες.

Οι τότε και εκεί Έλληνες μουσικοί προτίμησαν να ηχογραφούν  παραδοσιακά  τραγούδια και αργότερα συνθέσεις δημιουργών από την κυρίως Ελλάδα. Ειδικότερα τώρα όσον αφορά τις ηχογραφήσεις ανώνυμων ρεμπέτικων μετά την δεκαετία του ’20, βλέπουμε ότι συνεχίζονται, πολύ αραιότερα βέβαια, μέχρι και τη δεκαετία του’50, εν αντιθέσει με την Αθήνα, όπου μετά το 1932 δεν έχουμε σχεδόν καμία τέτοια ηχογράφηση.

Επιστρέφοντας στον ελληνικό χώρο, διαπιστώνουμε ότι τα πρώτα αδέσποτα ρεμπέτικα, ηχογραφούνται από το 1925 και μετά. Οι εταιρείες δίσκων προτιμούν κυρίως τους μικρασιάτες τραγουδιστές και μουσικούς με τα σαντουρόβιολα, οι οποίοι έχουν περισσότερη μουσική παιδεία και σε κάποιες περιπτώσεις είχαν ηχογραφήσει στην Πόλη ή στην Σμύρνη πριν το 1922. Τέτοιοι μεγάλοι ερμηνευτές όπως οι: Λευτέρης Μενεμενλής, Γιώργος Βιδάλης, Αντώνης Νταλγκάς, Κώστας Καρίπης, Βαγγέλης Σωφρονίου κ.α. ερμηνεύουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, παραδοσιακά μικρασιάτικα, δημοτικά της κυρίως Ελλάδος καθώς και ανώνυμα ρεμπέτικα τραγούδια. Στις εταιρείες δίσκων δημιουργούνται γνωριμίες και κυκλώματα και η εμπορική επιτυχία είναι το ζητούμενο. Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι οι τοπικοί μουσικοί διαφόρων περιοχών, αποκλείστηκαν σχεδόν τελείως από τις αίθουσες ηχογραφήσεων, το ίδιο προφανώς συνέβη και με την λαϊκή παράδοση των αστικών κέντρων.

Η πορεία αυτή των πραγμάτων φαίνεται να σπάει, πάλι εξαιτίας των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής. Αυτοί εκεί πέρα διψάνε πολύ για παράδοση και έτσι ο Τέτος Δημητριάδης, υπεύθυνος τότε του ελληνικού μουσικού τμήματος της RCA VICTOR,έρχεται στην Ελλάδα με συνεργείο της εταιρείας και επιλέγει ο ίδιος μουσικούς, τραγουδιστές και ρεπερτόριο. Οι επισκέψεις αυτές έγιναν το 1930,1931 και 1932, μεταξύ των άλλων ηχογραφήθηκαν και αδέσποτα ρεμπέτικα. Κάποιοι τύποι όπως ο Κωστής, ο Καρράς και ο Σωτήρης Γαβαλάς, έδωσαν μια άλλη διάσταση της αστικής λαϊκής παράδοσης. Κυρίως με τη συνοδεία κιθάρας και χωρίς σαντουρόβιολα, κατέγραψαν και διέσωσαν μερικά διαμάντια της ανώνυμης λαϊκής δημιουργίας, παρόλο που σε κάποια απ’ αυτά μπήκαν ετικέτες συνθετών.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ