Η αναγέννηση του ρεμπέτικου

Κλείνουμε τη σειρά των άρθρων, των αφιερωμένων στο ρεμπέτικο τραγούδι για όσους έχουν  την περιέργεια ή το ενδιαφέρον γι’ αυτό το είδος με το οποίο κατά κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό εμείς οι μεγαλύτεροι μπολιαστήκαμε. Στο σημερινό άρθρο γίνεται μια αποτίμηση γενικότερα του ρεμπέτικου, με τις κοινωνικο- πολιτικές του προεκτάσεις.

Ευχαριστούμε τον κ. Μπαρούνη Ηλία, που μας έδωσε το υλικό, για να το επικοινωνήσουμε με τους αναγνώστες μας.

“Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι επιζώντες ρεμπέτες μουσικοί και ερμηνευτές, φυτοζωούν αγνοημένοι από τη δισκογραφία και τη ραδιοφωνία. Τα ρεμπέτικα όμως δεν έχουν τελειώσει ακόμα, βλέπουμε π.χ. φωτογραφίες εκείνης της εποχής με τον πολίτη λυράρη Λάμπρο Λεονταρίδη, όπου παίζει σε λαϊκά στέκια και πανηγύρια. Ο Στράτος και ο Μάρκος ηχογραφούν μια σειρά από επιτυχημένα δισκάκια με λογοκριμένα ρεμπέτικα, ακόμα και μανέδες, επίσης τη δεκαετία του ’60.

Το 1967 έχουμε στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα, η ραδιοφωνία στρέφεται λίγο περισσότερο στο δημοτικό τραγούδι, μα για το ρεμπέτικο ούτε συζήτηση. Όμως κάτι καλό έχει αρχίσει να γίνεται, διάφοροι συλλέκτες και ερευνητές ψάχνουν και ανακαλύπτουν τους παλιούς ρεμπέτικους θησαυρούς. Γράφονται βιβλία και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 επανεκδίδονται παλιά ρεμπέτικα τραγούδια. Οι επιζώντες ρεμπέτες γίνονται πάλι δημοφιλείς, εμφανίζονται και κάποιοι τύποι κολλημένοι με το ρεμπέτικο παρελθόν. Ο Γιώργος Μουφλουζέλης από τη Μυτιλήνη, παίζει μπαγλαμά και τραγουδάει λογοκριμένα αδέσποτα ρεμπέτικα, γίνεται γνωστός από δίσκους και ραδιόφωνα. Ένας άλλος βιωματικός ρεμπέτης ο Νίκος Βραχνάς από την Κοκκινιά παίζει μπουζούκι και τραγουδάει σαν τον Μάρκο, από τότε μέχρι το θάνατο του το 2000, αφανής ήρωας μιας επιζούσας ρεμπέτικης παράδοσης.

Στη μακρόχρονη πορεία του το ρεμπέτικο τραγούδι είχε και αντιπάλους και υποστηρικτές. Η βασικότερη κατηγορία που δέχεται είναι ότι υπήρξε το τραγούδι των περιθωριακών, των χασικλήδων και των παρανόμων. Για να απαντήσουν στην κατηγορία αυτή οι φίλοι τού είδους, παραλίγο να βγάλουν τους ρεμπέτες και τις ρεμπέτισσες «απόφοιτους παρθεναγωγείου» και τα τραγούδια τους προσπάθειες για να φανούν τα «κακώς κείμενα» της κοινωνίας. Εγώ πάλι αντιπαραθέτω μερικούς τίτλους επώνυμων ρεμπέτικων της δεκαετίας του ’30,όπως «ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΑΣ», «ΚΛΕΦΤΟΤΣΑΝΤΑΣ», «ΠΑΠΑΤΖΗΣ», «ΛΑΧΑΝΑΔΕΣ», «ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗΣ»,«ΜΑΣΤΟΥΡΑΣ», «ΤΕΚΕΤΖΗΣ», «ΜΠΕΛΑΛΗΣ», «ΝΤΑΗΔΕΣ», «ΑΛΑΝΙΑΡΑ», «ΔΟΛΟΦΟΝΙΣΣΑ», «ΠΑΞΙΜΑΔΟΚΛΕΦΤΡΑ» και σας λέγω ότι αυτά και εκατοντάδες άλλα, μιλάνε επαινετικά για τους πρωταγωνιστές της θεματολογίας τους. Τα αυθεντικά ρεμπέτικα δε φόρεσαν ποτέ τον μανδύα του καθωσπρεπισμού και μάλιστα είχαν το θάρρος να σταθούν απέναντι σ’ αυτό που η πλειονότητα θεωρούσε νόμιμο και ηθικό. Η εκάστοτε εξουσία χρησιμοποιούσε κατά πώς τη βόλευε αυτές τις δύο έννοιες και είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου αγωνιστές και επαναστάτες, χαρακτηρίστηκαν ανήθικοι και παράνομοι αυτοί και οι ιδέες τους. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη ανηθικότητα και παρανομία απ’ το να ζούνε σε μια χώρα χιλιάδες άνθρωποι στην πείνα και στην ανέχεια, ενώ κάποιοι άλλοι υπερπλουτίζουν από την εργασία αυτών των πεινασμένων, είναι σωστό σε μια οικογένεια μερικοί να καλοπερνάνε και οι υπόλοιποι να τυραννιούνται Και όμως αυτή η αντίθεση είναι η πεμπτουσία του καπιταλιστικού συστήματος κι’ έχει φτάσει να θεωρείται σαν κάτι φυσικό και δίκαιο, ποιός λοιπόν και με τι κριτήρια μπορεί να κατακρίνει τα ρεμπέτικα.

Οι επώνυμοι συντελεστές του είδους ήξεραν μέσα τους, ποιάς παράδοσης συνεχιστές ήσαν. Μετά το 1937 και τον επί χρόνια έλεγχο της δισκογραφίας, θα νόμιζε κανείς ότι έπαψε επιτέλους αυτή η «ανεπίτρεπτη» τάση των ρεμπέτικων να «υμνούν» αυτά που η κοινωνία έθετε στο περιθώριο. Άρκεσαν όμως μερικές εβδομάδες χωρίς λογοκρισία το 1946 και αμέσως ξεφύτρωσαν μάγκες, τεκέδες και λουλάδες μέσα στα τραγούδια. Το 1977,κόντρα στη λογοκρισία και με τον σχετικά ελεύθερο αέρα της πρόσφατης μεταπολίτευσης, ο παλαίμαχος Β. Τσιτσάνης μας τραγουδάει για «ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΕΡΣΙΑ». Το ρεμπέτικο ήταν πάντα εκεί, στις λαϊκές ψυχές και «σήκωνε κεφάλι».

Αυτοί πάντως που έκαναν μια σχεδόν αναγέννηση του ρεμπέτικου, ήταν μια γενιά, νεαρών τότε, μουσικών που από τις αρχές της δεκαετίας του ’70,ακολούθησαν πιστά τη ρεμπέτικη ιστορία, παίζοντας και τραγουδώντας αυθεντικά ρεμπέτικα. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω τα ονόματα των: Μπάμπη Γκολέ, Βασίλη Νούσια, Αγάθωνα Ιακωβίδη, Γιώργου Ξηντάρη, Μανώλη Δημητριανάκη, Μήτσου Κοντογιάννη, Απόστολου Νικολαΐδη και Γιάννη Λεμπέση. Σ’ αυτούς κυρίως, σε κάποιους ακόμα μουσικούς αλλά και σε συλλέκτες-ερευνητές, οφείλεται το ότι το ρεμπέτικο τραγούδι παραμένει επίκαιρο και ευρύτερα γνωστό, το ότι υπάρχουν ακόμα ρεμπέτικα μαγαζιά που γεμίζουν κόσμο και μάλιστα νεολαία και το ότι γράφονται νεορεμπέτικα τραγούδια που έχουν κοινό και πουλάνε.

Αν δεν είχαμε αυτή την εικόνα, θα λέγαμε ότι το πάλαι ποτέ, κουτσαβάκικο, μάγκικο, ρεμπέτικο τραγούδι, εξελίχθηκε στα σύγχρονα σκυλο-λαϊκά. Τελικά κόντρα στις διάφορες αντιξοότητες το ρεμπέτικο αποδείχτηκε «πολύ σκληρό για να πεθάνει»,γιατί σε όλες τις εποχές υπήρχαν κάποιοι «ανυπότακτοι» που δεν πήγαιναν με τον συρμό αλλά βίωναν και συνέχιζαν αυτήν την μάγκικη, λαϊκή, ρεμπέτικη παράδοση.”