[…0 Για τους άλλους Μυτιληνιούς, οι Πολιχνιάτες ήταν τα «καμμένα ζνίχια», με τη σημασία πως το σβέρκο τους ήταν ηλιοκαμμένο από τον ήλιο, που τους έδερνε στις ατέλειωτες ώρες της δουλειάς. Δεν ήθελαν να κάθονται κάτω από την σκιά των δέντρων. Με τόση δουλειά δεν είχαν τον καιρό, αλλά ούτε και ήθελαν να γίνουν καταναλωτικοί, να ξοδέψουν το μόχθο τους. Γι’ αυτό έγιναν και «τραχανομπιζνέρις», παίρνοντας στην τσέπη (σακκούλα=μπιζνιέρα) τους μια χάχλα, για να πιούν το ρακί τους όταν πήγαιναν στον καφενέ, για να τους έρθει φθηνότερα. Παίρνοντας αυτές τις απαντήσεις από τα έργα των προγόνων μας, καταλήγω με τη δική μου λογική, στο συμπέρασμα πως η ευρύχωρη πλατεία, με πλάτανο στη μέση, δεν ήταν ποτέ ανάγκη στους προγόνους μας. Δεν είχε πολλούς να κάθονται και να απολαμβάνουν τη σκιά κάτω από τον πλάτανο. Από παιδιά μέχρι τους γέρους δούλευαν από το χάραμα μέχρι τη δύση. Ύστερα, το βράδυ, λίγη ώρα πριν την κατάκλιση, ο καφενές της γειτονιάς παρείχε καταφύγιο για ξεκούραση και κοινωνικές επαφές. Το τρίστρατο με τους καφενέδες του, που μένουν σήμερα κλειστοί και παραπονεμένοι, ήταν αρκετό για τους νοικοκύρηδες και προύχοντες δημογέροντες, που έπαιρναν όλες τις αποφάσεις, προπαντός για τη ρυμοτομία του χωριού.”