Η πληθυσμιακή εξέλιξη του Πολιχνίτου σε μια περίοδο 500 χρόνων

Ένα βιβλίο αναφοράς για τον Πολιχνίτο, αποτέλεσμα ενδελεχούς, επίπονης  και συστηματικής έρευνας και μελέτης των πηγών, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Παράγραφος”, με τον τίτλο “Όψεις από την οικονομική και κοινωνική ζωή του Πολιχνίτου”. Συγγραφείς δύο “συνήθεις ύποπτοι” για το ενδιαφέρον  τους  όσον αφορά τον πολιτισμό και την ιστορία του χωριού μας, ο Κυριάκος Κουκούλας και ο Σεβαστός Μοιρασγεντής. Εμείς θα παρουσιάσουμε το βιβλίο προσεχώς. Όμως, εμείς έχουμε τη χαρά σήμερα να παρουσιάσουμε μια πρόγευσή του με το απόσπασμα, που μας έστειλε ο Σεβαστός.

Ιγνάτης Ψάνης

 

Σεβαστός Μοιρασγεντής

Το πότε δημιουργήθηκε ο οικισμός του Πολιχνίτου δεν είναι γνωστό, εντούτοις τα νομισματικά ευρήματα δείχνουν ότι οικιστική ανάπτυξη στην περιοχή υπήρχε καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο [1]. Σύμφωνα με τον Κ. Λουιζίδη η θέση του οικισμού, ο οποίος δεν είναι ορατός από τη θάλασσα, δείχνει ότι βασικό κριτήριο επιλογής της τοποθεσίας του ήταν η ασφάλεια. Ίσως δε και η ονομασία Πολιχνίτος να έχει σχέση με την οχυρή θέση του οικισμού, αφού στα βυζαντινά χρόνια οι όροι πολίχνη και πολίχνιον χρησιμοποιούνταν για να περιγράψουν την οχυρωμένη πόλη και το κάστρο.

Ο Σ. Αναγνώστου τοποθετεί (με βάση τεκμήρια από γενοβέζικα και οθωμανικά αρχεία) την ίδρυση του σύγχρονου οικισμού του Πολιχνίτου στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα (επομένως περίπου στα 1500), σε μια περιοχή πλούσια σε φυσικούς πόρους, που ενισχύει την άποψη ότι οι πρώτοι κάτοικοι του Πολιχνίτου ήταν εργάτες σε παρακείμενο κτήμα που είχε δοθεί ως τιμάριο σε Οθωμανό αξιωματούχο.

Σε οθωμανικό κατάστιχο του 1548, ο Πολιχνίτος εμφανίζεται ως μία κοινότητα με 63 εστίες (νοικοκυριά), εκ των οποίων μόνο μία μουσουλμανική, και αποτελεί τον έβδομο μεγαλύτερο οικισμό του νησιού με εκτιμώμενο πληθυσμό περίπου 290 κατοίκων, που αντιστοιχεί στο 10% περίπου του πληθυσμού της πόλης της Μυτιλήνης την εποχή εκείνη [2]. Με βάση αναλυτικότερα δεδομένα από το ίδιο οθωμανικό κατάστιχο που παρουσιάζει ο Καμπουρίδης, ο πληθυσμός του Πολιχνίτου υπολογίζεται σε 311 άτομα [3]. Ταυτόχρονα, στην ευρύτερη περιοχή του Πολιχνίτου  αναπτύσσονται 19 ακόμη οικιστικοί σχηματισμοί, οι οποίοι συνιστούν την επαρχία Βασιλικών (Fesleke). Σε αυτούς περιλαμβάνονται το Δαμάνδρι, η Τραπεριά, ο Άγιος Νικόλαος, η Λαγκάδα, η Απλοθύρα, το Λισβόρι, η Βρύσα, ο Βασιλικιώτης, κ.α., χωρίς όμως να υφίσταται ένα σημαντικό πληθυσμιακό κέντρο.

Ο επόμενος αιώνας αποτέλεσε περίοδο έντονης πληθυσμιακής μεγέθυνσης του Πολιχνίτου. Έτσι, σύμφωνα με φορολογικά στοιχεία που καταγράφονται σε άλλο οθωμανικό κατάστιχο του 1671, βλέπουμε ότι ο πληθυσμός του Πολιχνίτου έχει εξαπλασιαστεί, και πλέον διαθέτει 396 εστίες, που αντιστοιχούν σε πληθυσμό περίπου 1.740 κατοίκων [2]. Αποτελεί πλέον τον τρίτο μεγαλύτερο οικιστικό σχηματισμό στη Λέσβο, μετά τη Μυτιλήνη που έχει 1.150 εστίες και το Μόλυβο με 595 εστίες. Από τις 396 εστίες που καταγράφονται στον Πολιχνίτο, 264 είναι χριστιανικές και 132 μουσουλμανικές. Με άλλα λόγια, το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού του Πολιχνίτου είναι μουσουλμάνοι. Η εξέλιξη αυτή παρατηρείται σε όλο το Καζά (περιφέρεια) της Μυτιλήνης όπου στα 1671 το μουσουλμανικό στοιχείο αποτελούσε το 40% του συνολικού πληθυσμού (το μέγιστο ποσοστό που παρατηρήθηκε καθ’ όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας), και μουσουλμανικές οικογένειες κατοικούσαν σε όλα σχεδόν τα χωριά.

Το διάστημα που μεσολαβεί από το 1548 έως το 1671 φαίνεται ότι αποτελεί για ολόκληρη την περιοχή του Καζά Μυτιλήνης περίοδο συγκέντρωσης των οικισμών, ο αριθμός των οποίων μειώνεται σημαντικά, χωρίς αυτό ταυτόχρονα να συνεπάγεται και πληθυσμιακή συρρίκνωση. Η συγκέντρωση αυτή, μαζί με τον ερχομό των μουσουλμανικών οικογενειών αποτελεί βασική αιτία και της πληθυσμιακής έκρηξης του Πολιχνίτου.

Σύμφωνα με τον Σ. Αναγνώστου, μία από τις αιτίες που οδήγησαν στην εγκατάλειψη πλήθους οικιστικών σχηματισμών του νησιού και στη μεγέθυνση κάποιων άλλων κατά το δεύτερο μισό του 16ου και κατά τον 17ο αιώνα πρέπει να σχετισθεί άμεσα με τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης της αγροτικής οικονομίας, βασικός άξονας της οποίας ήταν ο προσανατολισμός προς τη μονοκαλλιέργεια της ελιάς [4]. Καθώς πλέον απαιτούνταν η χρησιμοποίηση σημαντικού αριθμού εργατών-εργατριών για τη συλλογή του καρπού και για τη μεταφορά του στους ελαιόμυλους προς έκθλιψη, αλλά και τη μεταφορά των παραγόμενων προϊόντων προς τους τόπους εμπορίας τους, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι κάποιοι οικιστικοί σχηματισμοί, λόγω της σημαντικής, για τα δεδομένα της εποχής, απόστασής τους από τα εν λόγω μεταποιητικά ή εμπορικά κέντρα, εγκαταλείφθηκαν και οι κάτοικοί τους μετακόμισαν σε άλλους οικιστικούς σχηματισμούς που εξυπηρετούσαν καλύτερα τις νέες οικονομικές συνθήκες. Εντούτοις, η παραπάνω εξήγηση δεν φαίνεται ικανοποιητική από μόνη της για τον Πολιχνίτο καθώς η επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας στην περιοχή έγινε μεταγενέστερα [2]. Επομένως, η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού στον Πολιχνίτο μεταξύ 1548 και 1671 θα πρέπει να αποδοθεί σε άλλες αιτίες, και όχι στην ανάπτυξη της ελαιοκαλλιέργειας. Πιθανά οι δυσμενείς κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί εκείνη την περίοδο και η επιδίωξη των κατοίκων για αλλαγή τιμαριώτη προκειμένου να υπάρξει έστω μια πρόσκαιρη ανακούφιση από τις φορολογικές υποχρεώσεις, η συνεχιζόμενη πίεση που ασκούσαν οι πειρατικές επιδρομές, η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, ή άλλοι λόγοι οικονομικής/φορολογικής φύσης, να συνέβαλαν στη μεγέθυνση του Πολιχνίτου. Εξάλλου, την εν λόγω περίοδο η τάση εγκατάλειψης της υπαίθρου και η συγκέντρωση των ανθρώπων σε λιγότερα αλλά πολυπληθέστερα οικιστικά κέντρα ήταν ένα φαινόμενο καθολικό [4].

Καθ’ όλη την περίοδο του 18ου αιώνα δεν έχει εντοπισθεί κάποια πηγή που να δίνει πληθυσμιακά στοιχεία για τον Πολιχνίτο. Μόνο στην εργασία του Δ. Δημητρόπουλου [5] γίνεται παραπομπή στο βιβλίο του R. Pococke [6] όπου αναφέρει ότι το 1739 τα Βασιλικά (σ.σ. εννοεί τα Βασιλικά χωριά όπως ονομάζονταν όλα τα χωριά της περιοχής Πολιχνίτου) αποτελούνται από 5-6 χωριά κατοικημένα αποκλειστικά σχεδόν από Τούρκους. Από την αναφορά αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήδη στο 1ο μισό του 18ου αιώνα έχουν ολοκληρωθεί οι οικιστικές συνενώσεις και έχουν διαμορφωθεί οι σημερινοί γνωστοί οικισμοί, ενώ το μουσουλμανικό στοιχείο φαίνεται ότι παραμένει ισχυρό σε όλα αυτά τα χωριά.

Στην απογραφή που διενεργήθηκε στα 1840 από την οθωμανική διοίκηση για φορολογικούς λόγους, ο Πολιχνίτος εμφανίζεται με 595 εστίες [7], που αντιστοιχούν σε εκτιμώμενο πληθυσμό περίπου 2.380-3.030 κατοίκων. Πρόκειται για τον πέμπτο μεγαλύτερο οικισμό της Λέσβου μετά τη Μυτιλήνη, το Πλωμάρι, την Αγιάσο και το Μόλυβο. Παραπλήσια είναι τα δημογραφικά στοιχεία του Πολιχνίτου και για το 1850, με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο Σ. Καράβας [8] και τα οποία αντλεί από το «η Λεσβιάς Ωδή» του Στ. Αναγνώστη.

 

φωτογραφία: Γιώργος Καρακλάς

Τα επόμενα χρόνια μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα αποτελούν περίοδο σημαντικής μεγέθυνσης για τον Πολιχνίτο, όπως άλλωστε και για ολόκληρο το νησί της Λέσβου και ιδιαίτερα για τους μεγάλους οικισμούς της. Η τάση αυτή (παρά τη συρρίκνωση του μουσουλμανικού στοιχείου) μπορεί να αποδοθεί στην πληθυσμιακή ανάκαμψη μετά την επιδημία πανώλης που έπληξε το νησί στα 1832 με 25.000 νεκρούς, αλλά και στις εσωτερικές μετακινήσεις του γεωργικού πληθυσμού προς τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, που συνδέονται αναμφίβολα με τη δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας και κοινωνικής ανόδου [7].  Έτσι, στα 1874 στον Πολιχνίτο υπάρχουν 1.116 εστίες [7], που αντιστοιχούν σε εκτιμώμενο πληθυσμό περίπου 4.460-5.700 κατοίκων, το τέταρτο μεγαλύτερο πληθυσμιακό κέντρο του νησιού. Στα ίδια επίπεδα (1.110 εστίες) εκτιμάται ο πληθυσμός του Πολιχνίτου και στα 1881 από το Γ. Αρχοντόπουλο στο έργο του «Λεσβιακά. Ήτοι ιστορική και γεωγραφική περιγραφή της Λέσβου» [8]. Στα νούμερα αυτά  θα πρέπει να προστεθούν και 30 μουσουλμανικές εστίες που υπάρχουν στις γειτονικές Άνω και Κάτω Γρίπα.

Δεκατρία χρόνια αργότερα, στα 1894, ο Γ. Αρχοντόπουλος αναφέρει ότι η Λέσβος έχει πληθυσμό 130.000 κατοίκων, εκ των οποίων 110.000 χριστιανοί και 20.000 μουσουλμάνοι [9]. Ο Πολιχνίτος αναφέρεται με 1.150 εστίες χριστιανικές και με 60 μουσουλμανικές στη Γρίπα, η οποία έχει πλέον ουσιαστικά συνενωθεί με τον Πολιχνίτο. Μιλάμε επομένως για έναν συνολικά εκτιμώμενο πληθυσμό της τάξης των 4.840-6.170 κατοίκων.

Στην αυγή του 20ου αιώνα, μια πρώτη αναφορά για τον πληθυσμό του Πολιχνίτου έχουμε από το περιηγητικό βιβλίου του Μιχαηλίδη, ο οποίος στα 1903 ανεβάζει τον πληθυσμό του Πολιχνίτου στα 5.500 άτομα [10]. Ο Οικονόμος Τάξης  στα 1908, λίγο πριν την απελευθέρωση, αναφέρει ότι ο Πολιχνίτος αποτελείται από 1.500 χριστιανικές εστίες και 50 μουσουλμανικές στη Γρίπα [11], οι οποίες αντιστοιχούν σε έναν εκτιμώμενο πληθυσμό περίπου 6.200-7.900 ατόμων. Ο Πολιχνίτος παραμένει το τέταρτο μεγαλύτερο αστικό κέντρο του νησιού μετά από τη Μυτιλήνη, το Πλωμάρι και την Αγιάσο.

Μετά την απελευθέρωση του νησιού, και δεδομένου ότι στην απογραφή του 1913 η  Γενική Διεύθυνση Νήσων δεν έκρινε σκόπιμη την παράθεση του πληθυσμού ανά πόλη και χωριό στην περίπτωση της Λέσβου, η πρώτη πληθυσμιακή εκτίμηση γίνεται στην εθνική απογραφή του 1920 όπου ο πληθυσμός του Πολιχνίτου υπολογίσθηκε σε 5.655 άτομα [12].

Ακολουθεί η Μικρασιατική καταστροφή και η πληθυσμιακή ένεση που δέχθηκε όλο το νησί καθώς επιστρέφουν οι Λέσβιοι στρατιώτες από το μέτωπο, ενώ ταυτόχρονα, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκαθίστανται στο νησί. Με βάση την απογραφή των προσφύγων που διενεργήθηκε στα 1923, στον Πολιχνίτο ήταν εγκατεστημένοι 908 πρόσφυγες.

Στην επόμενη εθνική απογραφή που διενεργήθηκε στα 1928, ο πληθυσμός του Πολιχνίτου εκτιμήθηκε σε 7.260 άτομα (εκ των οποίων οι 537 πρόσφυγες) [12], η μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση που καταγράφηκε καθ’ όλη την ιστορία της κοινότητας υπό την Ελληνική διοίκηση. Έκτοτε, ο πληθυσμός του Πολιχνίτου άρχισε σταδιακά να φθίνει, ως αποτέλεσμα των οικονομικών συνθηκών που επικράτησαν, της αποκοπής της Λέσβου από τη Μικρασιατική ενδοχώρα, και της πυροδότησης της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Στην πρώτη απογραφή μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο που έγινε το 1951, ο πληθυσμός του ήταν ελαφρά πάνω από 6.000 κατοίκους [12], για να μειωθεί κατά σχεδόν 50% μέσα στα επόμενα 40 χρόνια και να φθάσει του 3.162 κατοίκους το 1991 [12]. Στο λυκόφως του 20ου αιώνα ο πληθυσμός του Πολιχνίτου πέφτει κάτω από 3.000 κάτοικους παρά  την εγκατάσταση στην περιοχή κατά τη δεκεταία του 1990 οικονομικών μεταναστών από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι έδωσαν δημογραφική και οικονομική ανάσα. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση συνεχίζεται και στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα με τον πληθυσμό του Πολιχνίτου να πέφτει στους 2373 κατοίκους το 2011 και στους 2041 κατοίκους το 2021 [12].

Οι δημογραφικές αυτές τάσεις του Πολιχνίτου παρουσιάζονται στο συνοδευτικό διάγραμμα.

ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ