Ο ανύποπτος επισκέπτης του λεσβιακού ιδιώματος σκοντάφτει διαρκώς σε εγκαταλελειμμένα σκόρπια μέλη παλιών γλωσσικών κατασκευών, που τον ξαφνιάζουν.Τι να γυρεύουν σε νέα ελληνικά αυτά τα απολιθώματα και ποιες πρακτικές, σκοπιμότητες εξυπηρετούν, για να διατηρούνται αναλλοίωτα στους αιώνες;
Στον τίτλο αυτού του σημειώματος δεσπόζει ο τύπος”κρούσκα”, αόριστος του αρχαίου ρήματος “κρούομαι”, που σημαίνει το χτύπημα, την πρόσκρουση, τη σύγκρουση. Απίστευτο! Προσπαθώντας να ερμηνεύσει κανείς του “κρούω”, αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει σύνθετες λέξεις της νέας ελληνικής με συνθετικά από το ίδιο ρήμα. Υπάρχει άραγε ισχυρότερο επιχείρημα από αυτό, για τη συνέχεια της γλώσσας μας αλλά και για τη συνοχή των γλωσσικών μας ιδιωμάτων; Ο τύπος “κρούσκα” έμεινε μόνος από όλους τους τύπους του ρήματος να δηλώνει με έμφαση το ψυχικό χτύπημα- ξάφνιασμα από κάποιο απρόσμενο συμβάν. Η σημερινή ερμηνεία του θα μπορούσε να γίνει με την έκφραση: “έμεινα κατάπληκτος”, “εμβρόντητος¨. Ο μηχανισμός όμως της σύνθεσης είναι ίδιος, χρησιμοποιείται και εδώ το χτύπημα, πλήγμα, η κρούση: ” μου ήρθε κατακέφαλα”! Ίσως να αντιγράφτηκε το “κρούσκα”.
Το “κατακέφαλα”, φαίνονται νεότερο και μάλιστα βεβαιωνόμαστε για αυτό, όταν ανακαλύψουμε στη γλώσσα των προγόνων μας το “τσιφαλουκρούσκα”. Το σκέτο “κρούσκα” ίσως κάποτε να μη γινόταν πια κατανοητό και τότε ζητήθηκε ερμηνευτική βοήθεια από το κεφάλι, για να γίνει και άλλος τύπος, μεταξύ του “κρούσκα” και του “κατάπληκτος” το χρονικά ενδιάμεσο “τσιφαλουκρούσκα”.
Το”κρούω” μας άφησε ακόμα ένα περίεργο απολίθωμα, καθόλου εύκολο στο σημασιολογικό και ετυμολογικό προσδιορισμό του: είναι ο τύπος “κρου”. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται τη χρήση του από τους υπέργηρους. Τον χρησιμοποιούσαν σε περιπτώσεις μεγάλης δυσοσμίας, βρόμας. Η σημασία της λέξης είναι μεταφορική και, για να γίνει κατανοητή, αναγκαστήκαμε σε ανάστροφη έρευνα από τη νέα γλώσσα. Στο ιδίωμά μας με τη φράση :μου χτύπησε στη μύτη” εννοούμε πως αισθανθήκαμε έντονη οσμή, μάλλον δυσάρεστη. Αλλά και το” βρομώ” είναι ομόρριζο με το “βροντώ” και μπερδεύτηκαν εννοιολογικά με κρότους- βρόντους, που βρομούν. Έτσι καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας το “κρου”, για να επισημάνουν τη δυσοσμία.
Το “κρούω” και το “κροτώ” δεν έχουν και μεγάλη απόσταση: Με την κρούση παράγεται κρότος. Έτσι μια κατά κεφαλιά είναι μια ενέργεια του κρούω συνοδευόμενη με κρότο και είναι μια πολύ συνηθισμένη τιμωρία των παιδιών, για να ταρακουνηθεί το μυαλό τους και να ξυπνήσουν. Έτσι η χειροδικία εκείνων των προγόνων μας εξυπηρετήθηκε με τα δυο παραπάνω συγγενικά ρήματα και ο τύπος “κρουτώ” ταυτίστηκε με την τιμωρία. Με την συνειδητοποίηση ότι τα πλήγματα στο κεφάλι δεν ωφελούσαν ούτε το μυαλό ούτε το σώμα το “κρουτώ” κράτησε μόνο τη σημασία της επίπληξης: (“κρότ’σι τουν να μη του ξανακάν΄”).
Τα γλωσσικά απολιθώματα του λεσβιακού ιδιώματος είναι πάμπολλα και επειδή θα χρειαζόταν ξεχωριστή εργασία, για να αναδειχθούν, θα ασχοληθούμε εδώ με δύο- τρία ακόμα ενδεικτικά, για να γίνει κατανοητό και πειστικό το φαινόμενο.
“…θα πάρ’ ς τ’ ανάπλιγα…” Είναι απειλητική διατύπωση και το ρήμα “θα πάρ’ς” σημαίνει θα σε κυνηγήσω, θα σε διώξω, θα πάρεις δρόμο.
Πού βρίσκονται, ‘ομως, “τ ‘ανάπλιγα”, που θα πας; Η σύνθεση της λέξη φαίνεται να έγινε με το στερητικό μόριο “ανά”και το ρήμα πλέω και έτσι ο απειλούμενος θα βρεθεί τόσο μακριά εκεί που δεν πλέον τα καράβια, σε αχαρτογράφητα νερά, όπως θα λέγαμε σήμερα. Από ένα νησί δεν θα μπορούσαμε να στείλουμε κάποιον στην έρημο!
Σε άλλες λεκτικές συνθέσεις το “ανά” χρησιμοποιείται σε άλλους ρόλους. Στην πρόθεση δίνει τη σημασία της επανάληψης, της εκκίνησης, της ανοδικής πορείας. Στο ρήμα “αναγορεύω” σημαίνει πως απονέμω τίτλο. Στο γλωσσικό μας ιδίωμα παίρνει τη σημασία του αναζητώ: “Ανιγόριψι του μουρό”- ψάξε να βρεις το παιδί. Στην πρώτη περίπτωση το δεύτερο συνθετικό πρέπει να είναι το αγορεύω, στη δεύτερη όμως ασφαλώς θα είναι η αγορά, αφού αυτή προσφέρεται σαν χώρος, για να περιφέρεται κάποιος, τον οποίο ψάχνουμε.
Η επόμενη φορά σου είναι μετέωρη μεταξύ κατάρας και η ευχής. Απ’ ότι θυμόμαστε οι γιαγιάδες μας την έλεγαν με τρυφερότητα στα εγγόνια τους, όταν ήθελα να τα επαινέσουν.: Αγιώ π’ να γίν’σ ανταριαστός!” Τ ¨αγιό” ή “αγιώ” πρέπει να είναι προστακτική του “άγω” και ίσως να συνοδεύεται με το κλητικό “ω” (άγε+ω)= πήγαινε εσύ. Το επίθετο “ανταριαστός” θα έχει σχέση με την αντάρα και με τη σημασία όχι της μεγάλης ατμοσφαιρικής αναταραχής αλλά της ομίχλης της καταχνιάς. Και αφού η φράση λεγόταν για και έπαινο ίσως στην αντάρα να έδιναν τη σημασία του αιθέρα, της καθαρότητας, της λάμψης. Ο ανταριαστός να ήταν κάποιος λαμπερός, αιθέριος.
Τελευταίο αφήσαμε το παραδοσιακό:”άξ ‘του, παράξ΄του.” Το έθιμο είναι πανελλήνιο, είναι τα “κάψαλα”, οι φωτιές του Άη Γιάννη στις 23 Ιουνίου. Παγανιστικό έθιμο, του σχετίζεται με το θερινό ηλιοστάσιο. Στον τόπο μας όμως τις φωτιές τις πηδούσαν την παραμονή της πρώτης του Αυγούστου, για να τιμήσουν τον καλό, τον άξιο μήνα, ο οποίος δικαιωματικά πήρε ήχους από το επίθετο άξιος και με συμφυρμό έγινε Άξ’τους, αγνώριστος Αύγουστος. Σ’ αυτόν τον Αύγουστο απευθύνεται το “Άξ του, παράξ’του”, για να τον επαινέσει να τον καλοπιάσει, να αποδειχθεί για ακόμα μια φορά πως θα θέλαμε ο άξιος- Αύγουστος, ο καλός μας μήνας, να’ ταν δύο φορές το χρόνο!