Λεξικό φράσεων της ντοπιολαλιάς- Μέρος 27ο

Ο Ναός (μουσείο)των Ταξιαρχών στο Αϊβαλί

Τάσος Μακρής

Κρέμασι τ’ αχείλια τ’

Οι πρόγονοί μας δίνουν το υλικό κι εμείς θα μπορούσαμε να γίνουμε ζωγράφοι, να ακινητοποιήσουμε τα ανθρώπινα συναισθήματα, όπως ακινητοποιήθηκε για πάντα το χαμόγελο της Τζοκόντας. Πού να βρεθεί ο ζωγράφος, που θα ακινητοποιούσε την έκφραση ενός δυσαρεστημένου παιδιού, έτοιμου να βάλει τα κλάματα! Το κεφάλι σκυφτό, τα φρύδια σφιγμένα, τα μάτια μισόκλειστα, το πηγούνι σε σύσπαση τραβά το κάτω χείλι, που δείχνει σα να κρέμεται παρασέρνοντας και το επάνω. Κι όλ’ αυτά σε συνέργεια δείχνουν μια εικόνα μπουρινιασμένου ουρανού, μιας σωστής «κακουτσιριάς»(κακοκαιρίας). Χρειάστηκαν πολλές αράδες, για να περιγράψω μια παιδική (ή και μεγάλου) δυσθυμία και δεν είμαι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Πώς να μη βγάλω το καπέλο στους προγόνους μας, που το έκαναν μόνο με δυο λέξεις;

Κουκούλια βάφτου = ανησυχώ πολύ.

Το κουκούλι του μεταξοσκώληκα γίνεται με το πολύτιμο μετάξι, γι αυτό οι άνθρωποι που εκτρέφουν μεταξοσκώληκες επεξεργάζονται το μετάξι (τα κουκούλια) με μεγάλη προσοχή. Η ανησυχία, για να μην πάθει ζημιά το πολύτιμο υλικό, μεταφέρθηκε και σε άλλες ευαίσθητες ενασχολήσεις των ανθρώπων. Η φράση λέγεται συνήθως σε περιπτώσεις έντονης ανησυχίας από κάποια μεγάλης σημασίας αναμονή.

Κούκου-κούκου να σι κτσίσου…

Μερικοί σταματούσαν στο πρώτο μέρος. Άλλοι συμπλήρωναν: « τσι μ’ αλάτ’ να σ’ αλατἰσου». Πώς γίνεται το αλάτισμα; Ρίχνουμε κόκους αλατιού. Και γιατί να αλατίσουμε έναν άνθρωπο ζωντανό;

Πρόκειται για μια ειρωνική έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας σε περιπτώσεις αφέλειας. Οι αφελείς έμοιαζαν σα να έχουν χαλασμένο μυαλό και χρειαζόταν αλάτισμα για συντήρηση. Ο λόγος συνοδευόταν και με μια κίνηση του χεριού, μίμηση του αλατίσματος

Ξιπιτἀξαν   τα  μάτια  μ’

Το ρήμα «ξιπιτάξαν»  σύνθετο από το προθεματικό  «ξε-εκ» και το  «πετώ» δίνει την κίνηση των βλεφάρων, όταν πρόκειται για τα μάτια.

Η κίνηση αυτή παρακολουθεί την έκπληξη. Τα μάτια ανοιγοκλείνουν γρήγορα, μερικές φορές, θέλοντας να σιγουρευτούν πως βλέπουν καλά. Η κίνηση αυτή των βλεφάρων λέγεται ξεπέταμα ματιών, που στην ντοπιολιαλιά μας γίνεται συνώνυμο της έκπληξης.

Ξίτσι τσι ξάλ’ ψε

Η πρώτη λέξη είναι τούρκικη, που την ελληνοποιήσαμε και κάναμε τον χαρακτηρισμό «ξίκης» και το επίθετο  «ξίτσ’κους», για να εντοπίζουμε τα λιποβαρή αντικείμενα, αλλά και τα λειψά  μυαλά.

Η δεύτερη λέξη, η  «ξάλ’ψε» είναι η κουτουρεμένη από την ντοπιολιαλιά μας «εξάλειψη», που είναι, βέβαια, ελληνική.

Η φράση λεγόταν σε διάλογο, όταν κάποιος διαλεγόμενος έλεγε αστοχίες ή έπαιρνε θέσεις πασιφανώς ανόητες. Από ευγένεια δεν τον έλεγαν βλάκα, αλλά και στα τούρκικα και στα ελληνικά, με πολλή λεπτότητα, τον έβγαζαν λιποβαρή στα μυαλά.

Ξτά – ξτά  τα  βαστάς

Ποιος μη Λέσβιος θα καταλάβει τι είναι αυτά τα «ξτά» τα οποία μπορεί κανείς και να τα βαστά;  Ποιος θα μπορούσε να τεκμηριώσει το  λόγο ή τους λόγους, για τους οποίους οι πρόγονοί μας ένιωθαν την ανάγκη να συνθλίβουν τις λέξεις εξαφανίζοντας άτονα φωνήεντα και διφθόγγους και να τις κάνουν τέτοια χάλια, που μόνο οι ίδιοι να τις καταλαβαίνουν;

«Ακουστά» ήταν! Το «α» άτονο φεύγει. Το άτονο «ου» φεύγει κι αυτό και μένει ένα δυσανάγνωστο  «στά» το οποίο, για να γίνει κάπως πιο ευκολοανάγνωστο το γράψαμε με ευθύνη μας « ξ’στα ».

Το ρήμα  «βαστώ» στο ιδίωμά μας παίρνει και τη σημασία του υπολογίζω, του παραδέχομαι.

Ο διπλασιασμός του «ξ’στα» δείχνει την έλλειψη σιγουριάς, τη μορφή φήμης (ακουστά) και τελικά την ελαφρότητα. Θα λέγαμε λοιπόν πως η φράση μας λέει ότι κάποια υπόθεση δεν την παίρνουμε στα σοβαρά, αλλά δεν κάνουμε καθόλου καλά

Όξου απ ’τα καλά προυσώπατα

Σε μια  στιχομυθία  γίνεται κριτική  απόντων και  χρησιμοποιούνται σκληρές λέξεις, που μπορούν να περιλάβουν γενικότερα πολλούς επικρινὀμενους. Για να προληφθεί  κάποια  παρεξήγηση  εξαιρούνται οι παρόντες και συγχρόνως κολακεύονται: Είναι  «τα καλά προσώπατα».

Το επίθετο  «καλά» θα ερμηνεύονταν σαν αξιόλογα, αξιὀτιμα πρόσωπα με κύρος. Ως για  «τα προσώπατα» είναι ιδιωματικός πληθυντικός.

Όπ’ ένας τσι  ‘φτός δυό

Μερικά άτομα παραείναι κοινωνικά. Πιάνουν εύκολα φιλίες, παρεισφρέουν απρόσκλητοι σε συντροφιές, ανακατεύονται σε όλες τις εκδηλώσεις, βρίσκονται παντού. Είναι εύκολη η κατά – νόηση της φράσης, αλλά μένει  δυσδιάκριτο  αν  είναι επαινετική  ή επικριτική. Αυτό  θα πρέπει να βγαίνει  πάντα  από τα συμφραζόμενα.