Κάθι πόρτα μι του καρφί τ’
Κάθε φορά, που βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τέτοιο κομμάτι του προγονικού μας λόγου στεκόμαστε αμήχανοι. Τι να πρωτοθαυμάσουμε; Ήταν μεγάλοι τεχνίτες του λόγου οι πρόγονοί μας! Για να γίνουν με τόση επιτυχία οι μεταφορές των εννοιών, πρέπει η φαντασία τους να ήταν πολύ δουλεμένη. Και ήταν αγράμματοι!
Με την πρώτη ματιά, το πρώτο άκουσμα της παροιμιώδους πρότασης, απορούμε για την αφέλεια του συντάκτη της. Σίγουρα οι πόρτες είναι ξύλινες και τα ξύλα είναι καρφωμένα με κάποια καρφιά. Τι καινούργιο λοιπόν μας λέει; Φυσικά γίνεται κατανοητή μόνο, αν συσχετιστεί με τα συμφραζόμενα του λόγου. Τότε υποψιαζόμαστε πως η σημασία της είναι μεταφορική, γιατί ο χρήστης της μιλάει για οικογένειες. Είναι σχήμα λόγου και η μετωνυμία, το σπίτι, την οικογένεια τα λέμε και με τη λέξη πόρτα. Αυτό επέτρεψε στους προγόνους μας να κάνουν πιο εύκολα τη μεταφορά με την οποία θέλανε να παρομοιάσουν τις δυσκολίες της ζωής με καρφιά, που καρφώνουν και πονούν τους ανθρώπους. Το καρφί είναι σκληρό, αιχμηρό και εισχωρεί βίαια στο ξύλο. Με σκληρότητα και αναλγησία μπήγονται και οι παντός είδους συμφορές στις ζωές των ανθρώπων και τους δημιουργούν αβάσταχτους πόνους. Αυτά είναι τα καρφιά του μεταφορικού λόγου, που οι πρόγονοί μας τα μετέτρεψαν σε αριστουργηματικό λογοτεχνικό μικροκείμενο εύστοχο και περιεκτικό.
Η δύναμη του μικροκειμένου είναι τέτοια, ώστε εξαρχής μας αναγκάζει να σταθούμε με φιλοσοφική διάθεση πάνω στο διαχρονικό θέμα της ευτυχίας, για την οποίαν ακόμα δεν δόθηκε ένας γενικά αποδεκτός ορισμός. Υπάρχει πραγματική ευτυχία στο ανθρώπινο είδος ή μήπως πρόκειται για μία στιγμιαία ψυχική κατάσταση; Όλοι νομίζουν πως, αν δεν μπορούν να την βιώσουν οι ίδιοι, κάποιοι άλλοι την χαίρονται. Έρχεται λοιπόν εδώ η παροιμιώδης φράση να μας προσγειώσει: Οι άνθρωποι κατά κανόνα προσπαθούν να κρύψουν τη δυστυχία τους. Δε θέλουν να κοινοποιούν τα καρφιά που τους πονούν. Η παροιμιώδης φράση όμως μας διαβεβαιώνει πως δεν στέκεται ξεκάρφωτη καμία πόρτα. Κάθε οικογένεια σίγουρα θα έχει το μικρό ή μεγάλο καρφί, για να αλλοιώνει το κλίμα της ευτυχίας της.
Δεν βρίσκεται λοιπόν πουθενά ή ανόθευτη ευτυχία, παρά μόνο στη φαντασία μας. Ίσως να μην υπάρχει, γιατί οι οικογένειες, τα άτομα, οι άνθρωποι γενικώς, για να νιώθουν σταθεροί σαν τις πόρτες, να χρειάζονται ένα μείγμα ευτυχίας και δυστυχίας, που σε τελική ανάλυση φτιάχνουν το γνήσιο κλίμα της ζωής, όπως το συνέλαβαν οι αρχαίοι Εβραίοι με τους Πρωτόπλαστους έξω από τον παράδεισο. Ποιος ξέρει, αν έμεναν μέσα μπορεί να χάνονταν από ανία!
Οι σκέψεις αυτές που με συντομία πέρασαν από το μυαλό μου δεν θα γινόταν, αν δεν με ανάγκαζε να τις κάνω το μικροκείμενο. Είναι τοποθετημένες μέσα του και σίγουρα θα τις έκανε και ο συντάκτης του, για να καταλήξει στη διατύπωση. Αυτές με αναγκάζουν να το χαρακτηρίσω και περιεκτικό, ιδιότητα που είναι κοινό γνώρισμα των φράσεων αυτού του είδους, που μας άφησαν οι πρόγονοί μας. Τις δεχόμαστε και τους ευχαριστούμε.