Μία εξαιρετική συμβολική τοιχογραφία στον Μανταμάδο: Ο Προμηθέας χαρίζει τη φωτιά στην ανθρωπότητα

Ιγνάτης Ψάνης

 Μια εξαιρετική τοιχογραφία μέσα από την καλλιτεχνική ματιά του διεθνούς φήμης τοιχογράφου Alex Martinez, που εκπέμπει τα κατάλληλα μυθολογικά, πολιτιστικά, πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα, στολίζει πάνω από δύο μήνες έναν εγκαταλελειμμένο μέχρι πρότινος χώρο στον Μανταμάδο.
Ένας από τους πιο δραστήριους πολιτιστικούς συλλόγους του νησιού, με αφορμή το επερχόμενο Earthwake Eco Festival, ο Ανθρωπιστικός Φυσιολατρικός Σύλλογος Μανταμάδου «Ηλιαχτίδα», πραγματοποίησε την τέταρτη κατά σειρά προφεστιβαλική του δράση, προσκαλώντας το κοινό σε έναν καλλιτεχνικό και φιλοσοφικό στοχασμό με επίκεντρο την τοιχογραφία «Η φωτιά της δημιουργίας».
Το έργο, εμπνευσμένο από τον μύθο του Πρωταγόρα για τη δημιουργία του κόσμου, αναπαριστά τη συμβολική στιγμή που ο Προμηθέας χαρίζει τη φωτιά στον άνθρωπο – μια πράξη που θεμελιώνει τον τεχνικό πολιτισμό και ανοίγει τον δρόμο για την επιβίωση και την πρόοδο του ανθρώπινου γένους.
Όπως τόνισε η κα Αθηνά Σουλουγάνη – ταμίας Συλλόγου “Ηλιαχτίδα”, η τοιχογραφία αναπαριστά τη φωτιά όχι μόνο ως πηγή τεχνολογικής και πολιτισμικής εξέλιξης αλλά και ως υπενθύμιση της βαριάς ευθύνης που συνοδεύει τη χρήση της γνώσης. Σε μία εποχή όπου η τεχνολογία και οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στη φύση έχουν φτάσει σε αδιανόητα ύψη, το έργο τονίζει ότι η πρόοδος δεν μπορεί πλέον να εννοηθεί ως κυριαρχία πάνω στον πλανήτη, αλλά ως αρμονική συμβίωση με το περιβάλλον.
«Η φωτιά της δημιουργίας φέρει μέσα του το φως της τέχνης, της επιστήμης και των επαγγελμάτων που θεμελίωσαν τον ανθρώπινο πολιτισμό», σημειώνει ο Martinez, «όμως ταυτόχρονα μας καλεί να αναλάβουμε την ευθύνη μας απέναντι στη γη, να προχωρήσουμε με σεβασμό, φροντίδα και μέτρο».

Ήταν κάποτε μια εποχή (όπως λέμε σήμερα : Μια φορά κι ένα καιρό…), που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι αυτά η μοίρα να ‘ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ’ ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ’ ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ’ αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ’ άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε γοργά φτερά ή υπόγεια κατοικία· όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ’ αυτό το ίδιο εμπιστεύθηκε να τα διαφεντεύει· και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν ολ’ αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ’ όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού ―που είναι στο χέρι του Δία― ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, μα μπορούν κι από τη ζέστη· κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση· και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων· τα ‘φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά ― αυτόν τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους. Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων ― και δεν ήξερε τι να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο.