Ιγνάτης Ψάνης
Πριν από κάποια χρόνια μια συνάδελφος Ιούνιο μήνα:
-Πάλι στο χωριό σου θα πας; με ρώτησε.
-Εννοείται, απάντησα
-Καλά δε βαριέσαι κάθε χρόνο τα ίδια;
Πράγματι, όσοι ανήκουμε σ’ αυτήν την κατηγορία, η σκέψη ” κάθε χρόνο τα ίδια ” με κάποιο τρόπο περνά από το μυαλό μας, γιατί έτσι είναι. Το ίδιο και απαράλλακτο τοπίο, οι ίδιες εκδηλώσεις από τους ίδιους ανθρώπους, οι ίδιες παρέες, οι ίδιες ταβέρνες, οι ίδιες γεύσεις, οι ίδιοι γειτόνοι,.. τα ίδια προβλήματα. Οι όποιες αλλαγές είναι κατά κανόνα περιφερειακές και δεν αλλάζουν καθοριστικά το προϊόν των διακοπών μας.
Και, όμως, επιμένουμε κάθε χρόνο να ακριβοπληρώνουμε τα ναύλα, να ανεχόμαστε την ταλαιπωρία των ωρών μέσα στη θάλασσα, να οδηγούμε ίσα – ίσα το αυτοκίνητο, στο οποίο υπάρχει το αδιαχώρητο, να ανοίγουμε ένα σπίτι μετά από ένα σχεδόν χρόνο, στο οποίο όλο και κάποιο πρόβλημα ξαφνικά θα παρουσιαστεί, να μην μπορούμε να παρκάρουμε στα στενοσόκακα και πάνω απ’ όλα επιμένουμε να ξαναζήσουμε περίπου τα ίδια με τα περσινά, τα προπέρσινα…
Κάτι, λοιπόν, συμβαίνει, κάτι που πηγάζει από τα μέσα μας, κάτι που ξεπερνά τα επιφαινόμενα. Κάποια εσωτερική αναγκαιότητα, κάποια φωνή, που σου ενοχοποιεί την όποια αδιαφορία ή άρνηση να ξανάρθεις στα μέρη σου. Κάποια μνήμη, που αυτές τις μέρες σε ξεσηκώνει και σου ξαναθυμίζει ότι έχεις ένα χρέος. Η μνήμη, που έχει σβήσει επιλεκτικά τις κακές αναμνήσεις και κρατά τη γλύκα και την ομορφιά του παρελθόντος. Η μνήμη, που κρατά ανεξίτηλες τις ακρογιαλιές, το τραπέζι που σε περιμένει στο ίδιο μέρος στη Σκάλα, στη Νυφίδα, στο χωριό. Η μνήμη, που σε αναστατώνει, όταν θυμάσαι το καρδιοχτύπι, όταν αντικρύζεις από το αεροπλάνο ή το πλοίο τη Μυτιλήνη. Η μνήμη, που σου χαρτογραφεί το δρόμο προς το πατρικό σου σπίτι. Η μνήμη με την ζωντανή εικόνα του σχολειού σου, της εκκλησιάς, της μέρας της Παναγιάς. Η μνήμη των αγιασμένων χωμάτων από τους αγώνες και τις αγωνίες των παλιότερων, Η μνήμη από των Αγίων τα χώματα. Η μνήμη ότι θα ξαναγεμίσεις με τα γνήσια συναισθήματα, ότι θα περάσεις καλά τις μέρες της ξεκούρασης. Η μνήμη, που σε ξαναφέρνει στις ρίζες σου, που τις έχεις πάνω από όλα ανάγκη, γιατί χωρίς αυτές τις ρίζες δε νιώθεις, είσαι χαμένος. Έτσι μόνο προσανατολίζεσαι στον άμορφο και χαοτικό κόσμο.
-Από πού είσαι; σε ρωτάνε.
-Μυτιληνιός, απαντάς, και το κόβεις εκεί. Οφείλει να ξέρει τη συνέχεια, αν δεν την ξέρει, άστον…
Τα μέρη μας, λοιπόν, έχουν εγγράψει χρόνια τώρα ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο, κεφάλαιο πολιτισμικό, κοινωνικό, συναισθηματικό. Από αυτό κάθε χρόνο αντλούμε ο καθένας. Όμως, είναι ανεξάντλητο, γιατί αυτόματα ανανεώνεται, συμπληρώνεται και επανέρχεται. Δεν τελειώνει. Παραμένει δε και πάντοτε ζωντανό για τον λόγο αυτό, δεν παλιώνει και ποτέ.
Βέβαια, όλ’ αυτά εξαρτώνται από τη διάθεσή μας να ερχόμαστε συχνά, να μην ερχόμαστε μόνο σαν επισκέπτες αλλά να συμμετέχουμε, αφιερώνοντας λίγο χρόνο για το χωριό μας, είτε είμαστε κοντά του είτε μακριά του.
Ο καθένας μας αιώνες τώρα κουβαλά έναν Οδυσσέα μέσα του, τη λαχτάρα να ξαναδεί τον τόπο του με ό τι αυτός ο τόπος περικλείει ή σηματοδοτεί για τον καθένα.