Στη φωτογραφία ο συμπαθέστατος και αγαπητός από όλους τότε, ο γνωστός Στρατής
Ιγνάτης Ψάνης
Ο κ. Στρατής Πάντας θα μας ταξιδέψει αρκετά χρόνια πίσω. Οι παλιοί θα θυμηθούμε πρόσωπα και καταστάσεις, θα συγκινηθούμε, οι νεότεροι θα βρεθούν σε άλλη…χώρα, στην οποία, όμως, έζησαν και μεγάλωσαν οι γονείς τους και οι παππούδες τους. Ίσως, έτσι τους γνωρίσουν καλύτερα.
Στρατής Πάντας
«Πραματευτή –Πραματευτή πόσα πουλάς τη χτέν’ αυτή;
Δεν τη πουλάω με λεφτά τη χτέν’ από τη Βενετιά
Όποια μου δώσει δυό φιλιά θα της στολίσω τα μαλλιά»
Φορτωμένος μ’ ένα μπόγο, γεμάτο με ό,τι χρειάζεται μια νοικοκυρά για να στήσει το νοικοκυριό της. Αλλά και με ρετάλια υφάσματος και τόπια ολόκληρα, για ανδρικά και γυναικεία φορέματα, για σεντόνια και μαξιλαροθήκες. Τριγυρνούσε ο πραματευτής από γειτονιά σε γειτονιά και από πόρτα σε πόρτα. Είχε τακτές και προγραμματισμένες μέρες και ώρες, που έκανε την εμφάνισή του από χωριό σε χωριό. Είχε τη μόνιμη πελατεία του. Ήξερε τις ανάγκες κάθε οικογένειας, αλλά και τις οικονομικές δυνατότητές της και προγραμμάτιζε τις επισκέψεις του με σιγουριά. Ήξερε κάθε φορά τι θα μπορούσε να πασάρει, για να εξασφαλίσει το κέρδος του. Ο ίδιος καθόριζε τον τρόπο πληρωμής του. Ξανοιγόταν σε βερεσέδες, όπου ήξερε ότι υπήρχε μπέσα και σε διευκολύνσεις εξόφλησης, ανάλογα με την περίοδο που έκρινε ότι η αγοράστρια (γιατί συνήθως πελάτισσες ήταν οι γυναίκες του χωριού) θα είχε οικονομική δυνατότητα, είτε γιατί θα είχαν πωληθεί τα αγροτικά προϊόντα της οικογένειας, είτε γιατί θα είχαν εισπραχθεί μεροκάματα απ’ την οικογενειακή απασχόληση. Ο Πραματευτής ήταν μια αναγκαιότητα για την κοινωνία της επαρχίας. Ήταν ένα στολίδι της καθημερινότητας. Αν και υπήρχαν ανέκαθεν μαγαζιά με όλα τα είδη νεωτερισμών, τα «μανιφατουργέρικα» και τα «ψιλικατζίδικα», η χωριάτισσα γυναίκα ικανοποιούνταν να κάνει το παζάρι στην αυλόπορτα του σπιτιού της και ευχαριστιόταν για κάθε αγορά που έκανε, γιατί έμενε πάντα με την εντύπωση ότι δεν βγήκε γελασμένη. Γιατί ο κάθε σωστός πραματευτής ήταν τόσο καπάτσος στη δουλεία του, που κατόρθωνε να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της πελατείας του.
Όμως παράλληλα με τους πραματευτάδες, που θα μπορούσε να τους ονομάσει κανείς εμπόρους, υπήρχαν και οι ψιλικατζήδες, οι γυρολόγοι, που με δυο πανέρια, που τα κρεμούσαν στα δυο τους χέρια, έκαναν και αυτοί τα δρομολόγια των πραματευτάδων, πουλώντας στις γειτονιές ό,τι μπορεί να φαντασθεί ανθρώπινος νους. Λαμπόγιαλα, φιτίλια, μολυβήθρες, τσακμακόπετρες, καρφίτσες, βελόνες ραψίματος, καρούλια, κουμπιά, μπρίκια, κατσαρόλια, πιάτα, μοσχοσάπουνα, κρέμες προσώπου, μολύβια και σχολικά τετράδια και τέλος πάντων οτιδήποτε χρειάζονταν άντρες και γυναίκες, μεγάλοι και μικροί, για την καθημερινότητα τους. Οι γυρολόγοι επειδή διέθεταν φθηνή πραμάτεια, εισέπρατταν μικροποσά. Δεν σήκωνε η συναλλαγή τους επομένως να δίνουν με βερεσέ πράγματα, γι’ αυτό αν δεν είχε μια νοικοκυρά δραχμές, μπορούσε να εξοφλήσει με αυγά, που μάζευε απ’ το κουμάσι της.
Πολλοί ήταν οι γυρολόγοι του Πολιχνίτου κατά καιρούς. Εδώ όμως θα αναφέρουμε τον Πάλλη Δημήτριο του Ιγνατίου, γιατί έχουμε να παρουσιάσουμε την επίσημη «Άδεια πλανοδίου πωλητή ψιλικών», που του χορήγησε το Γραφείο Δημόσιας Ασφαλείας της Διοίκησης Χωροφυλακής Λέσβου (σ.σ. Έπρεπε να είσαι και Εθνικόφρονας για να γίνεις γυρολόγος), καθώς και αντίγραφα τιμολογίων δύο Βρισαγώτικων Βιοτεχνιών των: «ΚΕΡΑΜΕΥΤΙΚΗ ΠΑΝΟΣ Α. ΓΟΜΟΠΟΥΛΟΣ –ΒΡΗΣΑ ΜΥΤΙΛΗΝΗ» , και «ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΒΡΗΣΑ».
Τα παραπάνω αντίγραφα μας τα χάρισαν, ευγενώς φερόμενα, τα παιδιά του Δ. Πάλλη, που είχαν κατάστημα νεωτερισμών στην κεντρική αγορά της Μυτιλήνης.
Στο αριθ. 422/18.5.1957 τιμολόγιο της ΚΕΡΑΜΕΥΤΙΚΗΣ, εκτός από το ονοματεπώνυμο του Π. Γομοπούλου, υπήρχε και το ονοματεπώνυμο του αείμνηστου εξαδέλφου μου Π. Ι. ΓΕΩΡΓΕΛΗ το οποίο όμως το έχουν ελαφρώς διαγραμμένο. Ίσως να υπήρξε προηγουμένως συνέταιρος, που το 1957 έπαυσε να είναι.
ΑΔΕΙΑ
Απ’ την άδεια πλανοδίου μικροπωλητού ψιλικών, διαβάζουμε τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε αυτή: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ λοιπόν α) Η στάθμευσης και η πώλησης ειδών εγγύς ομοειδών καταστημάτων ή εγγύς Ιερών Ναών β) Η Πώλησης ειδών κατά τας ώρας καθ΄ας ομοειδή καταστήματα παραμένουσι κλειστά γ) Η εκμίσθωση η παραχώρησης της παρούσης αδείας εις έτερον πρόσωπον ή χρησιμοποίησις ετέρου προσώπου ως βοηθού ή συνεταίρου, εξαιρέσει των μελών της οικογένειας του δ) Η άσκησις του επαγγέλματός του εις κεντρικά σημεία των πόλεων και κωμοπόλεων, εις τουριστικάς ζώνας εμφανίσεως και εις αρχαιολογικούς χώρους. Η μη τήρησις υπ΄ αυτού των επιβαλλομένων ως άνω όρων ως και πάσα παράβασις των Αστυνομικών, Υγειονομικών και λοιπών, διεπουσών τους μικροπωλητάς Νομικών Διατάξεων, συνεπάγεται εκτός της ποινικής του διώξεως και την ανάκλησιν της παρούσης, προτάσει της οικείας Υπηρεσίας Χωροφυλακής. Η άδεια αυτή ισχύει δι΄ ολόκληρον την περιφέρειαν της Διοικήσεως ημών και μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1974, υπό τας ως άνω προϋποθέσεις. Ούτος θέλει ασκήσει το επάγγελμά του πεζή. Η παρούσα άδεια δέον να φέρεται πάντοτε μεθ΄ εαυτού κατά την άσκησιν του επαγγέλματός του εντός ζελατίνης.
Απ’ τα τιμολόγια παρατηρήσαμε ότι σχεδόν κάθε συναλλαγή άφηνε απλήρωτο υπόλοιπο χρηματικό ποσό. Αναφέρεται «συναλλαγματική εξήντα ημερών» και μια υπόμνηση του Γ. Παπαδόπουλου «Δημητρό κίταξε τι Παρασκευή όπως είπαμε μην τιχών και δεν είσαι έτοιμος», με λίγα λόγια να εξοφλήσεις τα οφειλόμενα…
Δύσκολα χρόνια!!! Και προπαντός δύσκολο και κοπιαστικό το επάγγελμα του γυρολόγου. Ελάχιστα περιθώρια κέρδους άφηναν οι συναλλαγές και μάλιστα πολλές φορές, με τα παζάρια που έκαναν κάποιες νοικοκυρές, το κέρδος ήταν μηδενικό. «Πεζή» ασκούσε το επάγγελμα του ο γυρολόγος και αντιμετώπιζε καιρικές αντιξοότητες (πάγους – νεροποντές και καύσωνες). Πάσχιζε να βγάλει ένα πενιχρό μεροκάματο, γιατί απ’ αυτόν και απ’ τον τίμιο αγώνα του, εξαρτιόταν η ζήση πολυμελούς οικογενείας. Όμως ο έντιμος αυτός βιοπαλαιστής βγήκε στο τέλος της ζωής του νικητής. Καμάρωσε τους δυο γιούς του Καταστηματάρχες ειδών ένδυσης και υπόδησης στην Κεντρική Αγορά της Μυτιλήνης και εμείς (επειδή καταγόμαστε από ίδια οικονομικά στρώματα) καμαρώνουμε σήμερα εγγόνια του Δ. Ι. Πάλλη , έναν Φαρμακοποιό και έναν διακεκριμένο γιατρό σε Νοσοκομείο της Αθήνας.
Εμβληματικός όμως και αξέχαστος γυρολόγος υπήρξε και ο αείμνηστος αόμματος Στρατής Τζάνος, που στην αρχή έφτιαχνε και πωλούσε φροκάλια καμωμένα με βούρλα, που έκοβε στα Θέρμα Πολιχνίτου. Αργότερα όμως με μια χαρτόκουτα κρεμασμένη στο λαιμό του γύριζε σε ορισμένες απ’ τις συνοικίες του Πολιχνίτου, στη Σκάλα Πολιχνίτου και στη Βρίσα και πωλούσε κάποια μικροαντικείμενα. Είχε πολύ γούστο, όταν οι κοπέλες, για να σπάσουν πλάκα του ζητούσαν, στα κρυφά δήθεν, να τις πουλήσει «πιτσέλια». «Αντι τσι συ εν εχου γω,τέτοια αδιάντροπα πράγματα, πανιούτει στ’…. (έλεγε ένα γυναικείο όνομα που είχε περίπτερο στο Πολιχνίτο) να ξιπιρτσουτεί».
Κατεβαίνοντας στη Σκάλα, απ’ το παλιόδρομο, αυτόν δηλαδή που περνά μπροστά από το κοιμητήριο του Πολιχνίτου, συναντηθήκαμε με το Στρατή τον «έμπορα», όπως ήθελε να τον αποκαλούν. Δεν δεχότανε ποτέ ελεημοσύνη, δεν καταδεχόταν να πάρει τίποτα εκτός μόνο από ένα τσιγάρο, που ζητούσε να του το ανάψουν κιόλα και αποστομώνοντας όποιον ήθελε να τον βοηθήσει, έλεγε «γω είμι έμπουρας εν είμι ζήτουλας». Ανταμώσαμε λοιπόν και βαδίζαμε δίπλα – δίπλα. Αυτός έκανε, κάτι χαριτωμένα σαλτίδια, με πολλή σβελτάδα και άνεση, που αν δεν είχες ιδεί ότι οι κόγχες του ήταν άδειες, χωρίς βολβούς ματιών, θα νόμιζες ότι είναι ένα συνηθισμένο άτομο. Για μια στιγμή βλέπω ότι μέσα στη χαρτόκουτα, που είχε στο λαιμό του κρεμασμένη, είχε μόνο δυο σακουλάκια αλάτι, του αλατοτριβείου Γ. Βενετή, δύο – τρία κουτιά σπίρτα και κανά δυό μικρά βουρλοφρόκαλα. Σκέφτηκα πως όλη η σιρμαγιά του δεν άξιζε το κόπο να κατεβεί τόσο δρόμο μέχρι τη Σκάλα, αόμματος άνθρωπος. Του πρότεινα λοιπόν να αγοράσω όλη τη πραμάτεια του, για να επιστρέψει στο Πολιχνίτο. «Τι λές ρε σνουνόματι, τούτα ρε είνι παρατζλιά τα πράματα. Τα πιριμέν’ του Μαριγί στου Συνοικισμό στσ΄ πρόσφυγ’ να τα πάγου απ’ ντ’ πιρασμέν’ ντ Μπέφτ’, τα παράτζλει η γ’ναίκα τσί γώ ε τουν γιλώ του κόσμου».
Θα κλείσουμε το γραπτό μας με έναν «εισαγόμενο γυρολόγο», τον «Γιαλά». Τούτος ερχόταν μέσω Ρουγκάδας ή Βατερών και Βρίσας στο Πολιχνίτο, απ’ τα Πλωμαριτοχώρια, με ένα γάιδαρο. Επειδή πάντοτε είχε για πώληση γυαλιά –λαμπογιάλια – όλα τα νούμερα για τις λάμπες πετρελαίου τον ονόμασαν «Γιαλά» οι Πολιχνιάτες. Τον έλεγαν όμως και «αυγουλά» γιατί σχεδόν κατά κανόνα έκανε συναλλαγές με αυγά, αντί για χρήματα. Μάζευε κάθε φορά μισό κοφίνι αυγά, που στη συνέχεια τα πουλούσε στο Πλωμάρι. Όμως κάποιους νοικοκύρηδες δεν τους άρεσε η συναλλαγή αυτή, γιατί όσες φορές ζητούσαν, γυρίζοντας από το καφενείο, όπου είχαν πιεί τα ρακιά τους, να τους τηγανίσει η νοικοκυρά δυο αυγά, πάντα η απάντηση ήταν «πέρασι η γιαλάς τσι πήρα ο,τ χρειγιάζουμνταν για του ν’κουτσιριό μ’».
Έτσι μια μέρα τραβώντας απ’ την «Κάτω Αγορά» προς τον μαχαλά του «Χορού», όπου ήταν τα σπίτια τους, δυο κουμπάροι ο ντουλγκέρης Δημητρός Βακερλής και ο παπά Βασίλης Συκάς, συνάντησαν το Γιαλά να κατεβαίνει με την πραμάτεια του και με τις αυγοεισπράξεις του. Είχαν πιεί όπως το συνήθιζαν καθημερινά τα ρακιά τους οι δυο φίλοι και κουμπάροι, και χωρίς να χάσουν καιρό ρίχνουν στο Γιαλά μερικές σφαλιάρες. «Γιατί βρέ κόπρι ξιγιλάς τα’ ιγνέτσις μι τσ’ μουλινέδις τσι τα λαμπόγιαλα τσι ε πιρσεύγ’ ουτ’ ένα αυγό για μας;». Αφού τον «χειροτόνησαν» τράβηξαν και μια κλωτσιά την κρεμασμένη στο σαμάρι κοφίνα με τ’ αυγά και τα έκαναν ομελέτα. Θα περίμενε κανείς να μην ξαναπατήσει ο Γιαλάς στο Πολιχνίτο, ύστερα από το παραπάνω μάθημα, που πήρε. Όμως συνέχισε να έρχεται, έχοντας πάντα κατά νου να μην ξαναπέσει στα χέρια των δύο κουμπάρων.
Με τον καιρό, ένα απρόσμενο περιστατικό τον έκανε να μην ξαναέλθει στον Πολιχνίτο και ίσως και να άλλαξε και επάγγελμα .Είχε περάσει απ’ την Βρίσα και κατευθυνόταν προς Βούρκο – Αμπελικό. Ήταν περίοδος που «έπεφταν» ορτύκια. Σταμάτησε στου Πελέκου τη Βρύση, όπως συνήθιζε κάθε φορά. Κατέβασε τα κοφίνια απ’ τον γάιδαρο και έβγαλε το προσφάγι του. Είχε μαζί του ένα παστό κολιό, λίγες ελιές και ένα ξεροκόμματο ψωμί. Έβρεξε το ψωμί στο νερό της βρύσης και καθώς ετοιμάστηκε να αρχίσει να τρώγει, εμφανίστηκαν οι «σατανάδες». Τρία ή τέσσερα, ίσως και περισσότερα ορτύκια . «Φρ» από δω «Φρ» από κει τρύπωσαν πίσω από τα κοφίνια. Λαχτάρησε ο Γιαλάς να πιάσει τα ορτύκια και να κάνει μια πιλαφιά και δώστου από δω, δώστου απ’ κεί, αναποδογύρισε το κοφίνι με τ’ αυγά και «τάβγαλε μετάξι». Και δεν έφτανε αυτό μόνο. Πάνω στη σύγχυσή του και άθελα βέβαια δίνει μια με τα πισινά του και αδειάζει και το άλλο κοφίνι με τα λαμπόγιαλα. Είχε καταφέρει να χτυπήσει με το ραβδί του δύο ορτύκια μόνο. Όταν δε συνειδητοποίησε τη ζημιά που είχε πάθει, άρχισε τα μοιρολόγια. «Αχ βρέ τσιφάλ’ κι τούθιλις βρέ τ’ αρτύτς τσ’ έτρουγις τουν αλμυρό κουλιό;». Το είπε και το ξανάπε, μέχρι που το μάθανε στον Πολιχνίτο. Δύο – τρείς φορές έπεσαν από πίσω του τα αλάνια τα αγυόπαιδα του Πολιχνίτου φωνάζοντάς του «Αμ κι τούθιλις τ΄ αρκίτς» και ο δυστυχής Γιαλάς δεν ξαναπάτησε στα μέρη μας.
Αναδημοσίευση από τον “Αντίλαλο της Βρίσας”, τεύχος 74, Χειμώνας 2024