Ο Μάρκος Βαμβακάρης
Ήρθε μια κρίσιμη στιγμή για το τραγούδι της μαγκιάς, θα μπορούσε ίσως το επώνυμο ρεμπέτικο να πάρει άλλη πορεία, να εκφυλιστεί σαν είδος και να εξαφανιστεί.
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1932, στα λαϊκά στέκια της Αθήνας, του Πειραιά, των διαφόρων φτωχών συνοικιών αλλά και μέσα στις φυλακές, υπάρχουν αρκετοί ακόμα τύποι που βιώνουν και δημιουργούν ρεμπέτικα τραγούδια πάνω στα χνάρια της μέχρι τότε παράδοσης. Μία τέτοια παρέα μπαίνει στην αίθουσα ηχοληψίας της COLUMBIA είναι στην αρχή ο Μάρκος Βαμβακάρης και λίγο μετά όλη η παρέα του, η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς (Μάρκος, Στράτος, Μπάτης και Δελιάς).
Με κάποιες αντιξοότητες στην αρχή, σε λίγο καιρό η παρέα αυτή γίνεται πασίγνωστη και οι μπουζουκομπαγλαμάδες ακούγονται μέσα από τα γραμμόφωνα παντού και όχι μόνο σε ύποπτα στέκια και φυλακές, όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Την ίδια εποχή είναι και άλλοι συνθέτες που κάνουν παρόμοια βήματα στο επώνυμο ρεμπέτικο, δε μπορούμε να μην αναφερθούμε στον Σπύρο Περιστέρη, στον Σωτήρη Γαβαλά, στον Κώστα Τζόβενο, στον Γιοβάν Τσαούς, στον Αντώνη Νταλγκά, στον Παναγιώτη Τούντα, στον Κώστα Σκαρβέλη και στον Βαγγέλη Παπάζογλου. Όμως οι πλέον αυθεντικοί, αυτοί που πραγματικά ζούσαν τα τραγούδια που έγραφαν, αυτοί που λειτουργούσαν όπως οι μέχρι τότε ανώνυμοι δημιουργοί, ήταν ο Μάρκος με την παρέα του, τα τραγούδια του Μπάτη π.χ. είναι κατ’ ουσία «αδέσποτα».
Η εμπορικότητα τέτοιων τραγουδιών έκανε τις εταιρείες δίσκων να αποδεχτούν το ρεμπέτικο σινάφι, από το 1932 ως και το 1936 ήταν η χρυσή περίοδος του επώνυμου ρεμπέτικου τραγουδιού. Τότε ξεχώρισαν και οι δύο μεγάλες «σχολές», η μικρασιάτικη που έφτιαχνε επώνυμα ρεμπέτικα από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, βασισμένη στην μουσική παράδοση της Ιωνίας και της Πόλης και η πειραιώτικη που βασιζόταν στους μπουζουκομπαγλαμάδες και στο κουτσαβάκικο ύφος και νοοτροπία.
Ο Τσιτσάνης, που μπήκε στη δισκογραφία αρχές του 1936 μας ξεχωρίζει ότι οι δημιουργίες του δεν είχαν καμία σχέση με τη μικρασιάτικη σχολή, μάλιστα λέει ότι αυτά τα τραγούδια δεν του άρεσαν.
Εκείνο που δεν έχει ξεκαθαριστεί μέχρι σήμερα είναι ότι, ο Καραπιπέρης με τον Γιαννάκη Ιωαννίδη, ο Σπαχάνης με τον Μανέτα και ο Μάρκος με την παρέα του, δε μετείχαν στην παρθενογένεση ενός ρεμπέτικου με μπουζούκια, που αργότερα χαρακτηρίστηκε πειραιώτικο. Η μεγάλη πλειονότητα των αδέσποτων ρεμπέτικων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν «πειραιώτικης σχολής» αν είχε ηχογραφηθεί με μπουζούκι. Τελικά νομίζω ότι, τα περισσότερα αδέσποτα, τα επώνυμα της πειραιώτικης σχολής, καθώς και ορισμένα ρεμπέτικα της μικρασιάτικης σχολής, θα ήταν δικαιότερο να χαρακτηρίζονται σαν κουτσαβάκικα τραγούδια. Ο όρος αυτός δεν είναι δικής μου έμπνευσης αλλά φαίνεται να προϋπάρχει, στο διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη (Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΜΕ ΤΟ ΛΑΓΟΥΤΟ) γραμμένο το 1900 διαβάζουμε: «ήναπτε το φως, επεριπάτει εξηπλώνετο στό κρεβάτι, κι ελιανοτραγουδούσε ή τούρκικα ή ντόπια κουτσαβάκικα».
Η ούτως ή άλλως μετ’ εμποδίων πορεία και εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού από την καταλυτική επέμβαση της δισκογραφίας σ’ έναν τομέα που μέχρι τότε βασιζόταν στο μουσικό ένστικτο και στις κοινωνικές συνθήκες που το επηρέαζαν, έγινε ακόμα δυσκολότερη με την «λογοκρισία» που επέβαλλε η κυβέρνηση Μεταξά το 1937.
Προς στιγμήν το μπουζούκι κινδύνευσε να αποκλειστεί από τις ηχογραφήσεις εξ’ αιτίας του «κακόφημου» παρελθόντος του. Λέγεται ότι ο Γιάννης Παπαϊωάννου συνάντησε προσωπικά τον Ι. Μεταξά ή κάποιους από την επιτροπή λογοκρισίας, τούς έπαιξε μπουζούκι και όταν άκουσαν τις πενιές λύγισαν, κάτι στην ψυχή τους δεν τους άφησε να αποκλείσουν το μπουζούκι από τη δισκογραφία. Διάφοροι σύμβουλοι του κυβερνήτη, «ευρωπαϊστές», δεν έβλεπαν με καλό μάτι την απήχηση του λαϊκού τραγουδιού, θεωρούσαν ότι η Ελλάδα έπρεπε να χορεύει βαλς και να ακούει «ελαφρά» σαχλοτράγουδα και κλασσική μουσική. Αν δει κάποιος ραδιοφωνικά προγράμματα από εκείνη την εποχή μέχρι και σήμερα θα καταλάβει τον πόλεμο που έχει υποστεί σ’ αυτόν τον τόπο η λαϊκή μουσική, παραδοσιακή και επώνυμη. Τελικά με την λογοκρισία, την πλήρωσαν η μάγκικη θεματολογία των στίχων, οι ανατολίτικου τύπου ορχήστρες (τα σαντουρόβιολα, ούτια, λύρες κλπ. θεωρήθηκαν «τουρκίζοντα» όργανα) και κάποιες κατηγορίες τραγουδιών, όπως οι μανέδες, τα ρεμπέτικα της μικρασιατικής σχολής, τα ληστρικά τραγούδια, μα και τα κωμικά σταμάτησαν τελείως να ηχογραφούνται.