Σελίδα λογοτεχνίας-Μέρος 6ο-Ν. Γκάτσος,” Ο εφιάλτης της Περσεφόνης”

Ιγνάτης Ψάνης-Φιλόλογος

Ο Γκάτσος ήταν ο πρώτος στιχουργός που έθιξε στην Ελλάδα με προφητικό τρόπο, τόσο εύστοχα και πετυχημένα, το θέμα της περιβαλλοντικής κρίσης ή αλλιώς το ζήτημα της οικολογικής καταστροφής. Ήταν ο πρώτος που στηλίτευσε με τις ποιητικές λέξεις του τον πλουτισμό άνευ ορίων και την κατάρρευση των πολιτισμικών αξιών. Γνώριζε πως πλησιάζουν καιροί όπου θα επικρατεί η ανάπτυξη με κάθε κόστος, η έλλειψη οικολογικής συνείδησης και η απουσία ιστορικής μνήμης ή ευαισθησίας. (Βιότοπος πολιτισμού)

«Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» είναι ένα τραγούδι του Νίκου Γκάτσου που μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις. Συμπεριλαμβάνεται στον δίσκο «Τα Παράλογα», ο οποίος κυκλοφόρησε το 1976 με βασική ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη. Γι’ αυτό και ο Χατζηδάκης στο οπισθόφυλλο του δίσκου έγραψε: “η συμμετοχή κεφαλαίων στην ερμηνεία του έργου καθιστά τον δίσκο γνήσια εθνικόφρονα.”

1. Ο εφιάλτης της Περσεφόνης

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Περσεφόνη (μυθολογία)

Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Περσεφόνη ήταν κόρη της θεάς Δήμητρας και του Δία. Ήταν τόσο όμορφη με αποτέλεσμα να την ερωτευτεί και να τη ζητήσει από τον πατέρα της ο Πλούτωνας, ο θεός του κάτω κόσμου. Γνωρίζοντας όμως πως η Περσεφόνη δεν θα επέλεγε να ζήσει στα σκοτάδια του υπόγειου βασιλείου του, αναγκάστηκε να την απαγάγει. Τελικά, ο Άδης συμφώνησε να την έχει τους μισούς μήνες κοντά του και τους άλλους μισούς να την αφήνει να επιστρέφει στον απάνω κόσμο. Όταν η Περσεφόνη εμφανίζεται στη γη, τότε η πλάση ανθίζει και καρποφορεί, ενώ όταν απομακρύνεται συμβαίνει το αντίθετο. Έτσι διατηρείται ο αιώνιος κύκλος της γέννησης και του θανάτου, ο κύκλος των εποχών.

Σχολιασμός του ποιήματος

Το τραγούδι «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» είναι σπουδαίο και κυρίως επίκαιρο. Ο τίτλος προϊδεάζει. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για έναν εφιάλτη που θα περιγραφεί σε ένα σκηνικό, στο οποίο αποτυπώνεται ασυνείδητα, βίαια και προκλητικά ότι πριονίζουμε το κλαδί πάνω στο οποίο στηριζόμαστε, το φυσικό μας σπίτι, το περιβάλλον.

Δεκαετία του ’70, μόλις δύο χρόνια μετά τη μεταπολίτευση και ενώ όλη η Ελλάδα τραγουδά Θεοδωράκη, ο Γκάτσος συλλαμβάνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Προφητεύει την εμπορευματοποίηση του ελληνικού χώρου, τη φούσκα του νεοπλουτισμού, την καταστροφική χρήση της τεχνολογίας, την κατάπτωση των πνευματικών παραδοσιακών αξιών, της ιστορικής μνήμης και την ανυπαρξία οικολογικής συνείδησης. Και, δυστυχώς, η προφητεία επαληθεύτηκε μάλιστα με πολύ πιο τραγικό τρόπο και με καταστροφικές συνέπειες.
Ο σημερινός τίτλος του ποιήματος θα ήταν!” ο εφιάλτης της Περσεφόνης είναι γεγονός!”
 
Δύο χαρακτηριστικές λέξεις δίνουν τη «φόρμα» του ποιήματος, «εκεί» και «τώρα». Δίνουν την χαρακτηριστική σύγκριση -αντίθεση ανάμεσα στο τι συμβαίνει σήμερα και πώς ήταν τα πράγματα πριν σε μία περιοχή της Αττικής, στην Ελευσίνα, η οποία τότε παρουσίαζε μια υψηλή βιομηχανική ανάπτυξη, μια εργατούπολη στη δεκαετία που αναφέραμε, απ’ την άλλη όμως ήταν παλιά και χώρος. πνευματικής ανάταξης, ήταν ο λατρευτικός χώρος των Ελευσινίων Μυστηρίων. Όλοι, όμως, αντιλαμβανόμαστε πως το μήνυμα που θέλει να στείλει ο ποιητής αφορά στο πανελλήνιο, είναι πανεθνικό.
Το “πριν” περιγράφεται με εικόνες οπτικές, ακουστικές, αισθητικές εικόνες, σε στεριά και θάλασσα ξεπηδούν χρώματα, αρώματα. Φλισκούνι, άγρια ​​μέντα, κυκλάμινο, θάλασσα, πολύβουος, όλο ζωντάνια κάμπος. Ένα αυτοφυές, αμόλυντο, αγνό και αυτοργανωμένο οικοσύστημα, σωστή ζωγραφιά, μια λυρική τοπιογραφία, ένα αρχέγονο ψηφιδωτό.
Αντίθετα το «τώρα» προβάλλει ως κραυγή διαμαρτυρίας για «χωριάτες», αγράμματους και απαίδευτους ανθρώπους, που ανάλαβαν εργολαβικά την τσιμεντοποίηση της χώρας αλλά και για την τεχνολογία της βιομηχανίας, υψικάμινος, διυλιστήριο, ναυπηγείο, που χωρίς καμία πρόβλεψη, πρόνοια για το φυσικό περιβάλλον, το ασχημαίνουν και το καταστρέφουν.
Να λοιπόν πού στηρίζεται φιλοσοφία της εποχής: στο τσιμέντο, στο σίδηρο, στο πετρέλαιο, στους αγράμματους που παζαρεύουν ε την καταστροφή και στους αμόρφωτους τουρίστες που ποσώς ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό και την πνευματικότητα του τόπου, την Ελευσίνα, το θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο της αρχαιότητας, την πόλη της θεάς της βλάστησης και της γονιμότητας Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης και των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Απ’ τη μία λοιπόν η ομορφιά, η πολυχρωμία, η ζωντάνια, η θρησκευτικότητα και η πνευματικότητα, η ευτοπία. Και από την άλλη η ασχήμια, η μονοχρωμία τον ρύπων, το περιβάλλον που θνήσκει, ο ανήθικος νεοπλουτισμός, η ασέβεια, η δυστοπία.

Στην τελευταία στροφή, το ρεφρέν, ο Γκάτσος καλεί την Περσεφόνη να παραμείνει στον Άδη και να μην κάνει ποτέ πιά την επιστροφή που έκανε παλιά στον Απάνω Κόσμο, όχι μόνο γιατί έπαψαν να υπάρχουν τα Ελευσίνια Μυστήρια, αλλά και γιατί η σημερινή αντίληψη έχει αντικαταστήσει την αρχαία αντίληψη, που έκανε την Περσεφόνη να υπάρχει. Καλύτερα να παραμείνει δια παντός στον Άδη!!Ο κόσμος μας πια, όπως το καταντήσαμε  δε βλέπεται!!

Ν. Γκάτσος-Μ. Χατζηδάκης

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Ν. Γκάτσου

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Αρκαδία το 1911 και σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και δεν κοιμήθηκε σαν την “Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης”, αλλά τον πέταξαν στον Ατλαντικό. Ο Ν. Γκάτσος τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και την αδελφή του στην Αθήνα, όπου σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου.

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έκανε το 1931 με τη δημοσίευση του ποιήματος Της μοναξιάς,  ενώ το 1943 εξέδωσε την Αμοργό, ποιητική συλλογή που θεωρήθηκε ως ορόσημο στην ιστορία της ελληνικής υπερρεαλιστικής ποίησης και επηρέασε σύγχρονους και μεταγενέστερούς του ποιητές. Μετά την Αμοργό ωστόσο δε δημοσίευσε παρά τρία ποιήματα στον περιοδικό τύπο.

Ασχολήθηκε, ακόμη, με τη θεατρική μετάφραση  σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και άλλων αθηναϊκών θιάσων.

Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Φέρνοντας την ποίηση στον στίχο, συντέλεσε στην αναβάθμιση του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, καθώς και με νεότερους συνθέτες. Έγραφε  στίχους  και  τραγούδια που μίλησαν στις καρδιές του κόσμου.