Το άρθρο το “πετύχαμε” στην τύχη, ψάχνοντας. Εντοπίσαμε μόνο ότι είχε δημοσιευθεί στον “ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΟ ΛΟΓΟ”, δεν ξέρουμε σε ποιο τεύχος. Πρέπει να είναι προφανώς παλιό. Είναι ανώνυμο.
Είναι πράγματα δίπλα μας, τα οποία θέλουν να μιλήσουν κι έχουν να πουν πολλά κι εμείς ούτε τα βλέπουμε ούτε τα ακούμε. Η προσοχή μας, διασπασμένη στις αμέτρητες παραστάσεις της εποχής μας, στα προβλήματα και στους προβληματισμούς της προβληματικής ζωής μας, δεν κάθεται να διερωτάται πού βρέθηκαν τα τόσα αρχαιοελληνικά κύρια ονόματα στον Πολιχνίτο. Ωστόσο, φευγαλέα γεννιούνται απορίες για μερικές ακραίες περιπτώσεις, που μας βάζουν στον πειρασμό να ασχοληθούμε με το θέμα κι ίσως κάποιοι αναγνώστες βρουν ενδιαφέρουσες τις απόψεις μας.
Τα επίθετα έχουν τους δικούς τους κανόνες διαμόρφωσης κι ίσως ασχοληθούμε με το θέμα σε ένα άλλο σημείωμα. Τα κύρια όμως ονόματα στον τόπο μας, πήραν τον δικό τους δρόμο διαμόρφωσης, που έχει άμεση σχέση με τη θρησκευτικότητα, αλλά και το εθνικό φρόνημα των Πολιχνιατών επί Τουρκοκρατίας. Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, στους πρώτους τέσσερις αιώνες της πρώτης χιλιετίας, ξεχάστηκαν τα αρχαιοελληνικά ονόματα και επιβλήθηκαν τα θρησκευτικά που προήλθαν από τα εβραϊκά, μέσω της Αγίας Γραφής, ή τα ονόματα των μαρτύρων Χριστιανών, που συνέπιπταν με αρχαιοελληνικά, όπως Δημήτριος, Γεώργιος, Αικατερίνη κ.α. Οι εκκλησιαστικές αρχές, μέχρι τις μέρες μέρες μας, επέμεναν τα ονόματα των βαφτιζομένων παιδιών να βρίσκονται στο εορτολόγιο. Ωστόσο, για εθνικούς λόγους, μερικές φορές οι εντολές του Πατριαρχείου έμπαιναν στην άκρη και έπαιρνε η διαδικασία άλλους δρόμους, δρόμους που έχουν ιστορικό ενδιαφέρον.
Στον Πολιχνίτο και στην άλλη Λέσβο, βρίσκουμε ονόματα των τελευταίων τριών αιώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το όνομα Κομνηνός είναι γνωστό στο χωριό μας και παραπέμπει στην ένδοξη αυτοκρατορική οικογένεια. Επειδή ξέρουμε πως η περιοχή μας ήταν κτήματα βασιλικά, στα οποία έστελναν εξόριστους ανεπιθύμητα μέλη των αυτοκρατορικών οικογενειών, είναι αρκετά πιθανόν να έμεναν υπολείμματα, μαζί με το όνομά τους. Έτσι έχουμε Παλαιολόγους και Δούκες, που το οικογενειακό τους έγινε σε μερικές περιπτώσεις και κύριο όνομα. Ανθρώπινο είναι μερικά άτομα να ενεπλάκησαν στις γνωστές τότε διαμάχες των μεγάλων αυτοκρατορικών οικογενειών και για να δείξουν την αφοσίωσή τους σε μια παράταξη, να βάφτισαν τα παιδιά τους με το όνομα του αρχηγού τους. Βρίσκουμε, λοιπόν, το περίεργο όνομα Καταξνή, το οποίο αποκωδικοποιημένο είναι Καντακουζινή, για να μας θυμίζει την περιπετειώδη ζωή του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού, όπως και το όνομα Ανδρόνικος και Ανδρονίκη, για να μας θυμίζει την πάλη για την εξουσία των δύο Ανδρόνικων (παππού και εγγονού) Παλαιολόγων.
Τα χρόνια της γενουατοκρατίας δεν άφησαν κανένα ίχνος στα κύρια ονόματα των Πολιχνιατών, γιατί η θρησκεία ήταν αυτή που είχε τον πρώτο λόγο σ’ αυτό το θέμα. Οι ορθόδοξοι για κανένα λόγο δεν βάφτιζαν το παιδί τους δίδοντάς το όνομα, που θύμιζε καθολικισμό. Ο θρησκευτικός φανατισμός κράτησε τους ορθοδόξους σε πολιτιστική απόσταση από τους παππικούς.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα επίθετα που είχαν και έχουν ακόμα επηρεαστεί από την τούρκικη γλώσσα και κουλτούρα, είναι πάμπολλα, αλλά μέχρις εκεί. Η θρησκεία δεν επέτρεπε καμιά επιρροή στα κύρια ονόματα, γι’ αυτό δεν έμεινε ούτε ίχνος μωαμεθανικού κύριου ονόματος. Ίσα-ίσα, η θρησκευτική και εθνική αντίθεση συνέβαλε στην εκδήλωση ενός άλλου θαυμαστού γεγονότος, να γεφυρωθεί η αρχαία Ελλάδα με τη νέα εποχή του ελληνισμού, με το στέρεο υλικό των αρχαιοελληνικών ονομάτων, τα οποία βρίσκουμε σε μεγάλο αριθμό στον Πολιχνίτο, κυρίως στα μέλη ευκατάστατων οικογενειών.
Τον δέκατο ένατο αιώνα, ο ελληνισμός στη Λέσβο άρχισε σιγά-σιγά και σταθερά να παίρνει το πάνω χέρι, έναντι των Τούρκων, στον οικονομικό τομέα κι αυτό επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς, προπάντων στην εκπαίδευση. Η κάπως πιο ελεύθερη λειτουργία των σχολείων, αφύπνισε το εθνικό φρόνημα των σκλαβωμένων, το οποίο καλλιεργούσαν μεθοδικά φωτισμένοι δάσκαλοι και φημισμένα σχολειά. Ένα τέτοιο ήταν στις Κυδωνίες, στο καθαρά ελληνικό Αϊβαλί, στο οποίο δίδαξαν οι μεγάλοι Βενιαμίν ο Λέσβιος και ο Θεόφιλος Καΐρης, και σπούδασε από το 1815 ως το 1817 ο φιλέλληνας και ελληνιστής, Γάλλος, Αμβρόσιος Διδότος.
Εκεί, λοιπόν, ο Διδότος, με τον φιλελληνικό ενθουσιασμό του, πρότεινε στους Έλληνες να βρουν τρόπους να γυρίσουν στο ένδοξο παρελθόν τους κι ένας απ’ αυτούς ήταν, να υιοθετήσουν τα αρχαία ελληνικά ονόματα. Φαίνεται πως αυτή η προτροπή υιοθετήθηκε στον τόπο μας. Ίσως γιατί κάποια παιδιά να στάλθηκαν αυτή την εποχή για σπουδές στο Αϊβαλί, ή γιατί κάποιοι εμπορευόμενοι Πολιχνιάτες πηγαινοέρχονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας ή και γιατί ο σπόρος που έσπειρε ο Διδότος και οι άλλοι δάσκαλοι της σχολής, κάρπισε, οι προύχοντες του χωριού μας βάφτιζαν τα παιδιά τους με αρχαία ονόματα. Ετσι κάπως πρέπει να έγιναν τα πράγματα, γιατί δε μπορούμε να υποστηρίξουμε με σοβαρότητα πως τα σκόρπια χωριουδάκια, που έφτιαξαν τον Πολιχνίτο, είχαν μέσα στο Μεσαίωνα αρχαιοελληνική κουλτούρα, ούτε ότι ο Πολιχνίτος στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε την παιδεία και την εθνική συνείδηση για μια τέτοια σύλληψη. Λογικό είναι η κίνηση αυτή, στο χωριό μας, να αρχίσει μετά την ελληνική επανάσταση και τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, το οποίο ζωντάνεψε τα όνειρα των υπόλοιπων αλύτρωτων Ελλήνων.
Η θέσπιση των αρχαιοελληνικών ονομάτων ήταν λοιπόν μια ανέξοδη, αλλά και ακίνδυνη επαναστατική πράξη, η οποία ασφαλώς και ενίσχυε τα αλυτρωτικά όνειρα των υποδούλων. Το φαινόμενο παρουσιάστηκε στις ευκατάστατες οικογένειες του χωριού μας, για τούτο πιστεύουμε πως προήλθε από άτομα, που στάλθηκαν στα μεγάλα σχολειά και έτυχαν εθνικής παιδείας. Οι άλλες αγροτικές οικογένειες συνέχισαν τη χριστιανική παράδοση με Γιώργηδες, Δημήτρηδες και Στρατήδες και στις γυναίκες με Μαρίες, Κατερίνες, Αγγέλες κ.α.
Τα αρχαιοελληνικά ονόματα που διάλεξαν τότε οι πρόγονοί μας ήταν απ’ τα πιο ένδοξα και διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Παραθέτουμε μερικά από αυτά, ανδρικά και γυναικεία, για να γίνουν αντιληπτοί οι ισχυρισμοί μας. Βρίσκουμε, λοιπόν, στο χωριό μας: Όμηρος, Μιλτιάδης, Σωκράτης, Κίμων, Κλεάνθης, Περικλής, Φίλιππος, Αλέξανδρος, Ξενοφών, Χαρίλαος, Αλκιβιάδης, Επαμεινώνδας, Ηρακλής, Αγαμέμνων, Ευριπίδης, Αριστείδης, Αχιλλέας, Αριστομένης, Τιμολέων, Θεόφραστος, Θεμιστοκλής, Θρασύβουλος και άλλα που χάθηκαν στο χρόνο, ελλείψει αρρένων απογόνων. Στα γυναικεία συμπεριλαμβάνονται όλες σχεδόν οι μούσες: Καλλιόπη, Κλειώ, Θάλεια, Μελπομένη, Ευτέρπη, Ερατώ, Ουρανία. Οι θεές: Αθηνά, Δήμητρα, Περσεφόνη, Αφροδίτη, Άρτεμις. Άλλα διάφορα: Ιφιγένεια, Ελευθερία, Κλεονίκη, Εριφύλη, Αντιγόνη, Αλεξάνδρα, Κλεοπάτρα, Ευφροσύνη, Σοφία, Ασπασία, Ευμορφία, Ευανθία, Ελπίδα, Χαρίκλεια, Πηνελόπη, Ελπινίκη, Ξανθίππη, Χρυσοθέα, Σαπφώ. Τα γυναικεία ονόματα, φαίνεται να είναι περισσότερα από τα ανδρικά. Ίσως γιατί οι πρόγονοί μας εύρισκαν πως τα γυναικεία αρχαιοελληνικά ονόματα ήταν πιο περιεκτικά σε νόημα και προσέδιδαν περισσότερη χάρη στη γυναικεία ύπαρξη, από τα εβραϊκά της Παλαιάς Διαθήκης.
Αρχαιοελληνικά ονόματα βρίσκουμε και σε άλλα ελληνικά διαμερίσματα, είναι όμως τυχαία και σκόρπια, για να δείχνουν πως η ελληνική συνέχεια δεν διακόπηκε στα μεσαιωνικά χρόνια. Αν μας εντυπωσιάζει το φαινόμενο στον τόπο μας, είναι γιατί στο χωριό μας βρίσκουμε συσσωρευμένα τέτοια ονόματα μέσα στην ίδια οικογένεια. Αυτό δείχνει πως κάποιος γενάρχης, κάποτε, ήταν υπερήφανος για την καταγωγή του και ονειρευόταν την αναγέννηση της μεγάλης Ελλάδας και της ελευθερίας του τόπου μας, που γιορτάζουμε φέτος τα εκατόχρονά της. Πέρασε από τότε ένας αφάνταστα περιπετειώδης αιώνας και ακολουθεί, όπως όλα δείχνουν, ένας χειρότερος. Ζούμε όμως με την απολαυστική μας ελευθερία και χαιρόμαστε την ένδοξη καταγωγή μας και τα αρχαία μας ονόματα.
Τα αρχαία ονόματα που αναγράφονται στο σημείωμα, αποτελούν μόνο ένα δείγμα του συνόλου. Είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχουν και πολλά ακόμα άγνωστα σε μας που θα μπορούσαν να κοινωνιολογηθούν μέσω του “Πολιχνιάτικου Λόγου”. Επ’ ευκαιρία των εορτών, η εφημερίδα μας εύχεται, ξέχωρα, σ’ όλους τους τυχερούς που ακούνε σε αρχαίο όνομα τις θερμότερες μας ευχές.