Ιγνάτης Ψάνης
Τι ανατρεπτικός, απροσδόκητος και απρόβλεπτος είναι ο βίος μας. Κανένας σεναριογράφος ούτε σκηνοθέτης ποτέ δεν μπόρεσε να φανταστεί και να αναδείξει προβλήματα και θέματα όσα και όπως η ίδια η ζωή κάνει, μέσα στην πολυπλοκότητά της ή μέσα στην απλότητά της, Αυτή διαλέγει.
Οι κοινότοπες αυτές σκέψεις μάς έρχονται στο νου με την είδηση ότι “έφυγε” και η τρίτη γιαγιά, η Αιμιλία. Τρεις ψυχούλες, ταλαιπωρημένες, βασανισμένες, “τυραγνισμένες”, που πάλεψαν στη ζωή, όπως και οι δικές μας γιαγιάδες στα δύσκολα και “πέτρινα” χρόνια που έζησαν: “σ’ιλιές παγέναμι”, μονολογούσε. Μόνο που αυτές είχαν το “προνόμι” να βρεθούν την στιγμή που έπρεπε στο χώρο που έπρεπε. Βρέθηκαν εκεί που ήταν πριν από εκατό περίπου χρόνια τα γονικά τους, όταν πατούσαν την αιλολική γη και φυλούσαν το χώμα της, όπως ακριβώς έκαναν και οι πρόσφυγες εκείνη την ξεχωριστή γι’ αυτές μέρα, τον Οκτώβρη του ’15: “φλουν τη γη, κάνιν μιτάνιες”, έλεγε με θλίψη η Αιμιλία. Ξεριζωμένοι οι ίδιοι (“ήρταμι απού καρσί”) καταλάβαιναν, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα των ανθρώπων που περιποιούνταν και φρόντιζαν, χωρίς να περιμένουν ανταπόδοση. “Είνι έξυπν(ι) αθρώπ’. Μόνου να σι κοιτάξιν καταλαβαίνιν αμέσους”. Μα η γλώσσα της Αγάπης και της Ανθρωπιάς είναι απλή και διεθνής. Μιλιέται με τον αέρα, που ο καθένας μας αποπνέει, με τα μάτια, με τα χέρια, με τις συσπάσεις του προσώπου, με τις κινήσεις του σώματος. Και αυτή τη γλώσσα η ανθρωπιστική “τριάδα” δε τη λησμόνησε. Η κυτταρική μνήμη δεν έσβησε την προσωπική -και εθνική- τραγωδία τους και λειτούργησε τη στιγμή που χρειαζόταν, ευεργετικά για τους άλλους, που ήταν ομόπαθοί τους, άγνωστοι αλλά πολύ γνώριμοι.
Και αίφνης (αναπάντεχα, ξαφνικά) άστραψε το φλας ενός φωτογράφου τη στιγμή πάλι που έπρεπε στον χώρο που έπρεπε. Και τρεις ηλικιωμένες υπάρξεις, που πέρασαν τα χρόνια τους γνωστές, υποθέτουμε, μόνο στη Συκαμιά, τις μαθαίνει το νησί, το πανελλήνιο, ο κόσμος ολόκληρος. Τις ασπάζονται και υποκλίνονται μπροστά τους η πολιτική και πολιτειακή τάξη και ιεραρχία, ο τύπος (έντυπος και ηλεκτρονικός), και η περίφημη φωτογραφία του Λευτέρη Παρτσάλη γίνεται σχεδόν πανανθρώπινο θέαμα (viral). Η συγκίνηση, που αυτόματα πολλαπλασιάζεται γεωμετρικά, φτάνει μέχρι του σημείου η “τριάδα” να συζητιέται και για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Εκείνη τη χρονιά η επιτροπή των βραβείων αυτών επέλεξε να απονείμει το βραβείο στον Πρόεδρο της Κολομβίας, επειδή πέτυχε μια συμφωνία-μάλλον προσωρινή- τερματισμού ενός μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου. “Νόμπελ ανθρωπιάς, αλληλεγγύης και πολιτισμού στις συνειδήσεις του κόσμου πήραν αυτές οι γιαγιάδες” δήλωσε περήφανος ο Πρόεδρος της Συκαμιάς, Γιώργος Σαράγλου. Πολιτισμό, λοιπόν, και ανθρωπιά δίδαξαν σε μια εποχή, που ο πολιτισμός είναι έννοια αμφιλεγόμενη και την ανθρωπιά πρέπει να την ψάξουμε σαν εκείνο τον μακρινό μας πρόγονο, τον φιλόσοφο, που την έψαχνε με το φανάρι! Αυτό ήταν το μήνυμα και η είδηση που έφυγε εκείνα τα χρόνια από το νησί, όταν το νησί μας και το Αιγαίο γέμιζε δυστυχώς το πρώτο μόνο με ζωντανούς, όταν η Μόρια ήταν ταυτόσημο της κόλασης και όταν ολόκληρο το νησί, χωρίς να το λένε φανερά, θεωρούνταν από τους ντόπιους και τους ξένους ως το προσφυγονήσι.
Αυτές, λοιπόν, τις απροσδόκητες διαστάσεις πήρε το περιστατικό εκείνο, που, αν το σκεφτεί κανείς στη βάση του, δεν ήταν και κάτι το συγκλονιστικό, με τα σημερινά μέτρα και σταθμά. Δεν υπήρξε ηρωισμός, αυτοθυσία, δεν εμπλέχτηκαν δεκάδες, εκατοντάδες συνάνθρωποί μας, δεν είχε θέαμα! Ναι, είναι αλήθεια. Αλλά δεν είναι ηρωϊσμός να ξεπεράσεις τα αρνητικά στερεότυπα της ξενοφοβίας, της ανθρωποφοβίας, όταν “ακάλεστος”, κάποιος εισβάλλει στον τόπο σου; Δεν είναι ηρωϊσμός να υπερβείς τις ψυχρές και απάνθρωπες διαχωριστικές γραμμές του αλλότριου, που διαταράσσει την καθημερινότητά σου και σε βάζει σε ένα σωρό “μπελάδες”-στέγασης, διατροφής, υγιεινής, ασφάλειας; Δεν προσφέρεις ένα μέρος του συναισθηματικού σου φορτίου, την Αγάπη σου, “θυσία” στο ανθρώπινο πάθος; Ναι, δεν είχε ποσότητες, είχε ποιότητες το περιστατικό. Είχε ολόζεστη αγκαλιά, είχε βοήθεια να κρατηθεί μια ζωή, είχε βλέμμα που μόνο ένας αγιογράφος μπορεί να το (ανα)παραστήσει, είχε ψυχή, είχε καρδιά, ολοκληρωτικό δόσιμο και δέσιμο με ένα βρέφος. Μια σκηνή που θύμιζε κάποιο άλλο βρέφος, όχι σε σταύλο αλλά σε ένα παράκτιο παγκάκι στη Σκάλα Συκαμιάς, με άλλους Μάγους, τις καλοκάγαθες τρεις γιαγιάδες, με άλλα δώρα-ένα μπουκαλάκι ζεστό γαλατάκι- και άλλο αστέρι που έλαμπε στον ουρανό, αυτό της πανανθρώπινης Αγάπης. Και μια μάνα δίπλα να ξεχνά την οδύσσειά της και να απολαμβάνει ικανοποιημένη για την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα την Ανθρωπιά και να μπορεί να ελπίζει σε ένα άλλο μέλλον, χωρίς πολέμους. Αυτήν την απορία, αυτήν την ασχήμια των ανθρώπων καταγγέλλει και η γιαγιά Αιμιλία: “είνι όμουρφου” πράμα να κάνιν πουλέμ; ” Όχι, δεν είναι” όμορφο”, είναι αισχρό και ντροπιαστικό, απλοϊκή, αθώα και καλή μας γιαγιάκα. Έλα ντε, όμως, που δεν το καταλαβαίνουν οι ανθρώποι και επιτρέπουν, αφήνουν σε κομπλεξικούς, αμόρφωτους και ανόητους αρχηγίσκους να λύνουν τις όποιες διαφορές με πολέμους;
Κλείνοντας το ξεχωριστό αυτό άρθρο για την ξεχωριστή γιαγιά Μαρίτσα, την ξεχωριστή γιαγιά Ευστρατία και την ξεχωριστή γιαγιά Αιμιλία θεωρούμε πως είναι υποχρέωση, καθήκον του Δήμου να φτιάξει ένα κιόσκι εκεί που βρίσκεται το παγκάκι τους, να ξαποσταίνουν ντόπιοι και ξένοι και να τις θυμούνται. Δυστυχώς στα χρόνια μας δεν έχουμε πολλά τέτοια περιστατικά Ανθρωπιάς να θυμόμαστε. Υποχρέωση όμως έχει και η Περιφέρεια να τοποθετήσει μια μεγάλη φωτογραφία τους στο αεροδρόμιο, για να καλωσορίζουν όσους έρχονται και να ξεπροβοδίζουν όσους φεύγουν. Να θυμούνται όλοι πως (πρέπει να) είμαστε ΑΝΘΡΩΠΟΙ.