Τάσος Μακρής
Οι “παλιές κουβέντες”, οι παροιμιώδεις, δηλαδή, φράσεις των προγόνων μας, τις οποίες προσπαθούμε να κατανοήσουμε μήπως έτσι πλησιάσουμε και τη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, με τη σκέψη τους έφτασαν σε αυτές, τις δεν είναι κείμενο απλοϊκά, όπως με την πρώτη ματιά φαίνονται. Πρόκειται για συμπυκνωμένη σκέψη και παρατήρηση αιώνων, η οποία επεξεργάστηκε από ολόκληρα κοινωνικά σύνολα, έγινε αποδεκτή, για αυτό και δεν είναι πια απόφθεγμα ενός αλλά έχει την υπογραφή και το κύρος κοινωνικών συνόλων.
Στη διατύπωση της φράσης η λέξη αναλαμβάνει το νοηματικό της βάρος. Μόνη της η λέξη μάς προδιαθέτει για να ευχάριστο κλίμα, γιατί δεν ορέγεται κανείς τα δυσάρεστα παρά μόνο ό,τι είναι σίγουρο πως θα τον ευχαριστήσει. Εδώ όμως γίνεται μια ανατροπή: η λέξη “κλιάματα” σχετίζεται με συναισθήματα δυσάρεστα, στενάχωρα, που δεν μπορούν να προκαλέσουν ορεκτικές διαθέσεις. Όρεξη και ¨”κλιάματα” είναι πάντα σε σχέση αντίφασης και ανακολουθίας. Κανείς δεν έχει όρεξη να κλαίει! Τι λοιπόν συμβαίνει; Προς τι αυτή η σουρεαλιστική διατύπωση;
Στο σημείο αυτό αναγκαζόμαστε να παραδεχτούμε πως δεν είναι και πολύ εύκολη η κατανόηση των προπονητών φράσεων μας, αν δεν τις έχουμε δει να λειτουργούν ενταγμένες στο γραπτό λόγο ή δεν τις έχουμε ακούσει, καλύτερα, στον προφορικό. Και στις δύο όμως περιπτώσεις οι δυσκολίες είναι ανυπέρβλητες για ευνόητους λόγους. Η γενιά του γράφοντος είναι η τελευταία που θα μπορούσε να διατηρήσει μερικά ψήγματα αυθεντικής ντοπιολαλιάς. Αυτό είναι και το κίνητρο αυτής της προσπάθειας. Πότε λοιπόν λεγόταν η φράση αυτή, σε ποια ψυχική κατάσταση, σε ποιο ψυχολογικό κλίμα, σε ποιον απευθυνόταν;
Η όρεξη, για να έρθει, χρειάζεται μία προετοιμασία, ένα υπόστρωμα, έρχεται σιγά-σιγά, δεν επιβάλλεται. Καμία μητέρα δεν κατάφερε με τη βία να ταΐσει το ανόρεκτο παιδί της. Αλλά και για τους μεγάλους χρειάζονται “ραπανάκια για την όρεξη”. Το ρήμα “θέλιν” μπήκε στην φράση ,για να δείξει ακριβώς αυτή τη συναισθηματική ανάγκη. Εδώ, λοιπόν, με τον τρόπο σύνταξης των λέξεων διαμορφώνονται ένα κλίμα κατάθλιψης, διαφαίνεται μία αρρωστημένη αρνητική διάθεση, ανίκανη να λειτουργήσει στα γνωστά μονοπάτια της ανθρώπινης ύπαρξης. Σηματοδοτεί συναισθηματική παραίτηση. Έτσι δικαιολογείται και η συντακτική αντίφαση.
Μέχρι το σημείο αυτό βρίσκουμε να επικρατήσει η ειλικρίνεια. Επειδή όμως ο ψυχικός κόσμος των προγόνων μας συνεχίζεται σε μας, πιάνουμε στον αέρα να φτερουγίζει και η υποκρισία, που και τότε δεν ήταν παντελώς απούσα. Έκλαιγαν και τότε ψεύτικα! Και τα κλάματα αυτά έπρεπε να φαίνονται αληθινά! Μερικές φορές ήταν και πληρωμένα! Στις περιπτώσεις όμως αυτές ¨”οι μοιρολογίστρες χρειαζόταν όρεξη. Χρειαζόταν και τυποποιημένα μοιρολόγια, που σήμερα είναι ενταγμένα στο λογοτεχνικό λόγο.
Έτσι βήμα – βήμα προχωρώντας φτάνουμε να διακρίνουμε τη σοβαρή λειτουργία στη νοηματική δομή της παροιμιώδους φράσης της καταλυτικής υποκρισίας. Τα “κατά συνθήκη ψεύδη” ήταν γνωστά από υπάρξεως του κόσμου. Η φράση μας, όμως, επισημαίνει μία αλήθεια, που πρέπει να την έχουμε πάντα υπόψη μας. Για να πούμε ένα αληθοφανές ψέμα, για να κάνουμε τον καραγκιόζη σε μία κοινωνία και να γίνουμε πιστευτοί, πρέπει να έχουμε όρεξη. Αν αυτό δεν συμβαίνει, ας μην επιχειρούμε, θα γελοιοποιηθούμε.
Και αυτή η φράση των προγόνων μας, σαν μία οδοδείκτρια πινακίδα στους άγραφους και πολυδαίδαλους κοινωνικούς δρόμους, χάραζε την πορεία που έπρεπε να ακολουθούν, για να αντέχουν και να πορεύονται ανώδυνα. Και ήταν διατυπωμένη έτσι, που τα “κλάματα” να επεκτείνονται σε όλους τους τομείς της ζωής τους, νά’ ναι και διαχρονικά, να είναι δηλαδή εφαρμόσιμα και στους χρόνους μας