Ξιφλουδισμένου ή αξιφλούδιστου; – Χαρίλαου Καρατζάνου
Ιγνάτης Ψάνης
Μες τον κατακαλόκαιρο και μες τη ζέστη είπαμε να πετάξουμε και εμείς λίγο ρούχα ντροπής, να γίνουμε λίγο ξεδιάντροποι. Βρήκαμε, λοιπόν, μία παλιά ιστορία σόκιν, γραμμένη με πολύ τακτ, όπως εξάλλου ταίριαζε και στον συγγραφέα, τον Χαρίλαο Καρατζάνο, στην οποία ένας μη πολιχνιάτης γιατρός πρέπει να αποφασίσει την παραμονή του γάμου του, σύμφωνα με παλιό  έθιμο της εποχής… αν το θέλει ξεφλουδισμένο ή αξεφλούδιστο. Του βάζουν, λοιπόν, δύο αυγά μπροστά του και περιμένουν να δουν πώς αντιδράσει…
Χαρίλαος Καρατζάνος
‘Ένα από τα έθιμα του Πολιχνίτου, που σώζονταν μέχρι το 1870 τουλάχιστον, ήταν και τούτο το παράδοξο, χωρίς να εξακριβωθεί η προέλευσή του (τούρκικο λένε). Αλλά ούτε και να δοθεί εξήγηση.
Ο γαμπρός έπρεπε να ερωτηθεί- αλληγορικά βέβαια- πώς προτιμά τον απηγορευμένο- πριν τον γάμο- καρπό. Ξυρισμένον ή αξύριστον.
Και αυτό γινόταν στο πρόχειρο μεσημβρινό «τραπέζι» την παραμονή του γάμου που ξεχώρισε από άλλους ομοτράπεζους τοποθετούσαν μπροστά στο γαμπρό σε πιατάκι, δύο βρασμένα αυγά. Το ένα ήταν καθαρισμένο ξεφλουδισμένο και το άλλο ξεφλούδιστο. Θα έτρωγε το ένα. Και με τον τρόπο αυτό που έδειχνε την προτίμησή του. Το ξεφλούδιστο έδειχνε προτίμηση φυσικότητας, όπως ήτο. Το άλλο το καθαρισμένο, σήμαινε πως ο γαμπρός το προτιμούσε ξυρισμένο.
Οι αρραβωνιασμένοι εμυούντο, κατετοπίζοντο από συγγενείς ή φίλους τους παντρεμένους.
Μετά το φαγητό, το απόγευμα, γυναίκες και κοπέλες και από τις δύο οικογένειες, έπαιρναν τη νύφη και με πομπή πήγαιναν στα Θέρμα- λουτρά-, για να λούσουν, να πλύνουν και να αλείψουν τη νύφη με μυρωδιές και άλλες διάφορες. Κατά την διαδικασία_ τελετή αυτή, το χτένισμα και το ντύσιμο, τραγουδούσαν τα κάλλη της, μακάριζαν την τύχη της με στίχους. Εκεί στο λουτρό γινόταν και η άλλη διαδικασία, αν θα γινόταν.
Ο γαμπρός όμως στην προκειμένη περίπτωση, δεν ήταν εντόπιος. Είχε έρθει από τα ξένα. Και δεν σκέφτηκε κανείς να τον μυήσει. Και τα …ποίκαν θάλασσα.
Ο Κωνσταντής Κιρπέλης γεννήθηκε στο Μεσολόγγι κατά το 1820, έχασε τον πατέρα του κατά την έξοδο και η μάνα με τρεις αδερφές του και τον μικρότερο αδελφό του, τον αναγνώρισε και τον συμμάζεψε απ’ τον τόπο, στον οποίο τοποθετούσαν όλα μαζί τα παιδιά για την ασφάλεια. εξερχόμενοι, προτού διασπάσουν τους πολιορκητές.
Από μικρός ήταν ανήσυχο πνεύμα και αφού έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην πατρίδα του, πήρε το δρόμο για την Αθήνα, παρά τις αντιρρήσεις της χήρας μάνας του, με τόσα παιδιά.
Κρυφός καημός του να σπουδάσει γιατρός εργάστηκε,, υπέφερε, μα δύσκολα να βγάλει πέρα ​​στα έξοδα. Πούλησε κρυφά το εξ αδιαιρέτου πατρικό κληρονομικό μερίδιο του, ενός μοναδικού περιβολιού, απ’ το οποίο αποζούσε η υπόλοιπη φαμίλια. Κι έβαλε σε μπελάδες στη μάνα του. Και τούδωσε την κατάρα:” Να πας σε μέρος που βράζουν τα νερά μόνα, τους χωρίς φωτιά”.
Ο Πολιχνίτος υπέφερε, δεινοπαθούσε απ’ τις αρρώστιες. Ο γιατρός Ευστάθιος (Ζυγούκης) Γεωργιάδης, που σπούδασε με τα έξοδα της Δημογεροντίας έφευγε στο χωριό της γυναίκας του στη Βρισά. είχε λήξει η συμφωνία. Και η Δημογεροντία, πήγε στην Αθήνα και προσέλαβε την Κωνσταντή Κιρπέλη. Μόλις ήρθε και είδε τα Θέρμα(97 βαθμοί) να βράζουν και να χοχλακίζουν τα νερά θυμήθηκε την κατάρα της μάνας του.
Ήταν άντρας ψηλός, γεροδεμένος, σοβαρός και φορούσε φραγκικα ρούχα. Κρατούσε ακριβό  μπαστούνι με ασημολαβή. Αλλά το ψηλό καπέλο του τον έκανε ακόμα ψηλότερο: και ο τρόπος που το κρατούσε και το πρόσεχε, πού θα το τοποθετούσε στο καφενείο που σύχναζε, μην σκονιστεί, μη λερωθεί. Και το κυριότερο που δεν τόλεγε ποτέ καπέλο, όπως το ξέραν οι χωριανοί, αλλά με το παράξενο για αυτούς όνομα: Πίλο,- ο πίλος μου από δω, ο  πίλος μου από κει, ο κόσμος τούδωσε το παρατσούκλι ο “Πιπιλέγκας”.
Σοβαρός, μελετηρός, δεν ανακατευόταν στα “οικογενειακά” των προεστών και των αρχόντων, και έτσι είχε τον σεβασμό ανάμεσα σε αυτούς, που δημιουργούσαν την κοινή γνώμη. Άλλωστε και οικονομικώς ήταν από τους τυχερούς στο επάγγελμα. Γιατί είχε και τα πάγια από τα “Κοντότα”.- Οι εύπορες και νοικοκυρεμένες οικογένειες με ιδιαίτερη συμφωνία πλήρωναν ένα ορισμένο ποσό το χρόνο στο γιατρό κι αυτός ήταν υποχρεωμένος να τις παραστέκεται στις αρρώστιες τους.
———————————-
Σαν πέρασε ο καιρός, σε μια επίσκεψή του στη συνοικία “Τσίγκο”, προς το Χορό, στο Πεχλιβάνι- πηγάδι, είδε μία κοπέλα να ανασύρει με τον κουβά νερό. Όμορφη, κλασική, με μεγάλα αθώα, απονήρευτα μάτια, με μακριές πλεξίδες, τα μαλλιά να πέφτουν όπως ήταν γυρτή στο στήθος ανέμελα, απροσποίητη, σαν άγουρη και άφθαστη ακόμα, ήταν σωστή αποκάλυψη ενός κρινολούλουδου του αγρού, ανάμεσα στα άλλα λουλούδια. Στάθηκε μαγνητισμένος και την κοίταζε. Πιο πάνω ρώτησε κάποιον γνωστό του να μάθει τη γενιά της. Ήταν η δευτερότοκη του προεστού Καραγληγώρη, η Μελαχροινή.
Ο γνωστός του γιατρού δεν κράτησε το μυστικό. Νόμισε πως προσφέρει η εξυπηρέτηση, αποκαλύπτοντας το θαυμασμό και το “τσίμπημα” του γιατρού. Και μεσολάβησε. Αλλά ο Καραγληγόρης ήταν ανένδοτος. Είχε λεύτερη μεγαλύτερη κόρη. Αυτήν έπρεπε να παντρέψει πρώτα. Κι ήταν ντροπή και προσβολή να αφήνεις τη μεγάλη και να βγάζεις τη μικρή πρώτα. “Έπεσαν” όμως απάνω τους συγγενείς και φίλοι και έκαναν τη γνώμη του. Να χάσει ένα τέτοιο τυχερό…
Όταν λοιπόν τ’ απομεσήμερο της παραμονής του γάμου, περίμεναν με ανυπομονησία το γαμπρό, να βάλει το χέρι του στο πιατάκι, να δουν πιο από τα δύο αυγά θα διάλεγε, οι γρηές, που θάδιναν το σύνθημα στις κοπέλες, που στο μεταξύ έβγαιναν λίγες- λίγες στο δρόμο, με τα μποχτσαδάκια στο χέρι, κι είδαν τον Κωνσταντή, το γαμπρό να παίρνει το “ξεφλουδισμένο”, με κρυφή χαρά το δέχτηκαν και το δικαιολόγησαν:” σα ξιν’κός που είνι, τσι γραμματ΄ζούμινους”. Κι έκαναν να φύγουν. Πριν αφήσουν το χαγιάτι για τις σκάλες, στάθηκαν απορημένες, άνοιξαν τα μάτια τους τόσο-δα, λογιάχτηκαν μεταξύ τους και κρυφόκαναν το σταυρό τους. Ο γαμπρός σπούσε στο πιατάκι και το δεύτερο αυγό. Έλα Χριστέ μ’ τσι Παναγιά. Τι είνι τούτου. Μισό και μισό το θέλει; Ειδοποίησαν την πομπή να κοντοσταθεί και δυο γρηές πλησίασαν το γιατρό. Με μισόλογα προσπαθούσαν να του δώσουν να καταλάβει. Πώς μαθές, το θέλει; Τώφαγες γαμπρέ μ’ τ’ αυγό…
Ναι, ναι ήταν πολύ ωραίο, μελάτο, όπως το ήθελα.- Ναι μα το έφαγες και το άλλο…και…-Ναι, ναι πολύ ωραία. Μ’άρεσαν. Τόχω πει της Μελαχροινής, μπράβο της, έτσι μου αρέσουν, πολύ ωραία.
Και όταν με τα πολλά πολλουγιρίσματα, κατάλαβε τι ζητούσαν οι γρηές, πετάχτηκε από το κάθισμα, όρθιος, κόντεψε να χτυπήσει στο ταβάνι και είπε αγανακτισμένος: “Όχι, όχι, το θέλω όπως είναι”.
Και δεν αρκέστηκε σε αυτό. Πετάχτηκε στο μακρύ καφασωτό μπαλκόνι με τα πολλά λουλούδια και φώναξε δυνατά προς την πομπή, που μόλις έστριβε στο δρόμο:
“Μελαχροινή…ακούς; Το θέλω όπως είναι. Όπως είναι Μελαχροινή, με τη γουνέλα του”…