Αιώνιος παρατηρητής

Κυριάκος Πούμπρος

Αν πάρεις τ’ ακρογιάλι της Νυφίδας και προχωρήσεις γιαλό γιαλό, κι αφού περάσεις τις καθισιές και τα Αμπέλια, θα φθάσεις στο τελευταίο σοκακέλλ’, τον τελευταίο παράδρομο, πριν από τον άγωνο μοιρά. Εκεί, λίγες δεκάδες μέτρα πιο μέσα, στη διχάλα που δημιουργείται βρίσκεται ένα παμπάλαιο πηγάδι, που από παραδόσεις είναι εκεί αρκετούς αιώνες. Αριστερά της διχάλας ο δρόμος προχωρά στη μέσα γειτονιά, με τις φτωχικές καθισιές, τα πυργέλια και τα περιβόλια τους. Στο πιο μεγάλο ξάνοιγμα του δρόμου, υπήρχε ένας κοινός φούρνος, όπου σχεδόν κάθε μέρα κάποια απ’ τις γειτόνισσες θα της ήταν με τη σειρά της να φουρνίσει. Στην δεξιά πλευρά στο πηγάδι άρχιζε ένας ανηφορικός κακοτράχαλος δρόμος γεμάτος πέτρες, βράχια και αστοιβές. Ένας δρόμος από την εποχή της αρχαίας Πύρρας, όταν οι βιγλάτορες της τον διένυαν ελέγχοντας το στόμιο του κόλπου, μέχρι την έξοδο προς το πέλαγος. Ανεβαίνοντας αυτόν τον κακοτράχαλο αρχαίο δρόμο φθάνεις στο ίσιωμα του μοιρά. Εκεί λοιπόν φθάνοντας η ανταμοιβή της κούρασης της ανηφόρας, ήταν ένας μεγάλος βράχος, να ξαποστάσεις και να βλέπεις από ψηλά το μαγευτικό ακρογιάλι της Νυφίδας με το περιδέραιό του  και ως το βάθος του κόλπου δεξιά. Λίγο παραδίπλα αυτού του βράχου στέκονταν πεισματικά ένας χιλιοροζιασμένος κότσινας. Πόσων χρονών να τον πεις, σίγουρα αρκετών αιώνων. Λένε ότι κρατούν πέραν των χιλίων χρόνων και βάλε. Ο κορμός του, σκληρός και μπλεγμένος κάτω, και λίγο πιο πάνω, έπαιρνε μια κλήση αρκετά μεγάλη προς τη μεριά της νοτιάς. Ίδιος δρομέας, να τεντώνει το στήθος και να αντιστέκεται στον δυνατό αέρα. Αιώνες πολλούς να αντιστέκεται στους βοριάδες που τους είχε φάτσα, τα ξεροβόρια του χειμώνα και τα μελτέμια το καλοκαίρι. Κάτι σαν τον δρομέα του Χίλτον όπως το εμπνεύστηκαν χρόνια αργότερα. Αλλά ας μείνουμε στο τότε.

Κοντά σε τρεις γενιές παλιότερα, γυρεύω στη μνήμη μου να περπατήσω προς τα πίσω, τα χρόνια που πέρασαν. Η φαμηλιά μεγάλη, όλοι ήταν απαραίτητο να συμμετέχουν σε ότι δουλειές έπρεπε να γίνουν. Η μάνα, πάντα με το γλυκό της τρόπο, πες  γιατί έτσι ήταν το φυσικό της, πες γιατί ήμουν το στερνοπαίδι της, με πρόσταξε. «Έλα μουρέλι μ’, πάρε την τσάπα κι σχοινί, να φέρεις ένα καλό δέμα από αστοιβές, για να φουρνίσουμε αύριο». Έτσι γινόταν. Το πρώτο μέρος για να ξεπαστρέψουμε αστοιβές ήταν κάθε αρχή καλοκαιριού αυτός ο ανηφορικός δρόμος που προανέφερα. Έτσι λοιπόν με τη τσάπα τις ξερίζονα, τις μάζευα πάνω στο απλωμένο σχοινί, τις έσφιγγα δυνατά  ένα δέμα όσο πιο μεγάλο μπορούσα, αρκετό για το φούρνισμα, και πριν κατηφορίσω προς τα κάτω, ήταν η ώρα  να καθίσω στο βράχο, δίπλα στον κότσινα. Ήταν απόλαυση να αγναντεύεις από τούτον το βράχο, δίπλα στον ροζιασμένο κότσινα το περιγυάλι, που ανάλογα την ώρα ή τον καίρο που φυσούσε, γινόταν ένας ξεχωριστός πίνακας. Όλη η αμμουδιά κάτω, με πληθώρα από παιδιά, άλλο τον καπετάνιο να παριστάνει, σέρνοντας τα βαρκέλια τους στο νερό δεμένα μ’ ένα σπάγκο, αλλά με πετονιά ζαργάνες να ψαρεύουν. Τι μαγευτικό θέαμα θυμάμαι, να βλέπεις την ακρογιαλιά με την θάλασσα μπουνάτσα και στο βάθος ένα σμήνος από παιδια γύρω από έναν γρύπο, περιμένοντας να βγάλουν την καλάδα.  Και τι θέαμα στα ανοιχτά, με λίγο αεράκι να αρμενίζουν τα περάματα, αυτά τα ξεχωριστά σκαριά του τόπου μας, με τα πανιά ανοιγμένα.

Καθόμουν με τις ώρες να αγναντεύω. Και από εδώ, στην άπλα του τόπου τούτου, όπου σμίγει το φως με την θάλασσα, έκλεινα τα μάτια και αναδύονταν αιώνες και αιώνες διαδοχικά με τόσα και τόσα συμβάντα με την ιστορία τους. Και πού δεν περιδιάβαιναν οι σκέψεις μου. Και αυτός ο κότσινας τι να είχε δει αυτή η αγριελιά τόσους αιώνες σ’ αυτή τη θάλασσα, σ’ αυτό το ακρογιάλι. Γενιές αναρίθμητες να παλεύουν με τη θάλασσα και άλλες τόσες να μοχθούν να αναστήσουν αυτό το ξεχωριστό περιβόλι στο περιδέριο του κόλπου. Κι αν θα μπορούσε να μου πει, να μου μιλήσει, σίγουρα θα μου διηγότανε τα τόσα δρόμενα ανά τους αιώνες από τότε που ρίζωσε. Αιώνιος Παρατηρητής… Ήταν απόλαυση  για μένα να έρχομαι όταν μπορούσα να κάθομαι δίπλα σ’ αυτόν το κότσινα να αγναντεύω, και νοερά να συνομιλώ μαζί του. Είχα δεθεί μαζί του. Και τι δεν συνομιλούσαμε και τι δεν είχε δει αυτός ο κότσινας. Τι δρομώνες βυζαντινές να φέρνουν αρχοντάδες από την Πόλη και να γυρίζουν φορτωμένες από παραγογές για τη βασιλεύουσα. Τι γαλλέρες γατελούζικες να αρμενίζουν και να ελέγχουν για κουρσάρους και πειρατές. Ήταν εκει που κάθε τόσο καινούριοι κατακτητές και καινούριοι αφεντάδες ερχόνταν για να θρονιάσουν και ο κακόμοιρος ο κόσμος να τα υπομένει. Αλλά το πιο βαρύ, δυσβάσταχτο, ήταν εκεί σαν πλάκωσε  η συμφορά η μεγάλη απ’ τον καταραμένο πειρατή. Μπαλτάογλου τον λέγαν. Ρωμιός που αλλαξοπίστεψε απ’ της Βουλγαρίας τα μέρη, κι έγινε πιο Τούρκος από Τούρκο. Ήρθε με αμέτρητο τσούρμο και πλεούμενα με εντολή να σκλαβώσει, αν ήταν δυνατό όλους που ζούσαν στους οικισμούς γύρω απ’ τον κόλπο. Για μέρες δεμένους φόρτωνε μικρούς και μεγάλους, γυναίκες άνδρες. Πάνω από τρεις χιλιάδες ψυχές, να χάνει η μάνα το παιδί που λένε. Ήταν εκεί να βλέπει τον μεγάλο ξεριζωμό.  Και σαν δειλά γύριζαν όσοι κρυμμένοι σώθηκαν, δεν ετολμούσαν πια, ούτε  στη στεριά να μείνουνε, ούτε στη θάλασσα να ζήσουν. Κι άφησαν τα παράλια και κρύφτηκαν πιο μέσα, πίσω απ’ το βουνό.  Κι όπως λέει κι ο ποιητής μας ο Γιαννακός…

ΤΗΣ ΠΥΡΡΑΣ ΤΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ, ΧΩΡΙΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΟΥΔΑΚΙΑ,

ΠΟΥ ΠΛΕΚΑΝ ΠΕΡΙΔΕΡΙΑ ΣΤΟ ΣΤΕΝΟΛΑΙΜΗ ΚΟΛΠΟ

ΤΟΝ ΞΕΝΟ ΝΑ ΚΑΛΟΔΕΧΤΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΞΕΠΡΟΒΟΔΙΣΟΥΝ

ΒΙΓΛΑΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ, ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗΣ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΑΝ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΛΑΣΟ

ΚΑΙ ΦΥΓΑΝ ΠΕΡΑ ΑΠ ΤΟ ΓΥΑΛΟ, ΣΕ ΣΤΕΡΓΙΑΝΗ ΛΑΚΟΥΒΑ.

Χρειάστηκαν πάρα πολλά χρόνια για να ξεθαρέψουνε πάλι οι άνθρωποι και να γυρίσουν στις ακρογιαλιές και στη θάλασσα. Και ο κότσινας εκεί ριζωμένος στους βράχους, ήταν εκεί να προσμένει και να παρατηρεί.  Όπως προανέφερα, είχα δεθεί μαζί του. Έψαχνα ευκαιρία να ανέβω εκεί πάνω να καθήσω στο βράχο δίπλα του και  νοερά να τα λέμε. Κάθε καλοκαίρι και όχι μόνο, ήταν μέλημα μου φθάνοντας στη Νυφίδα να τον καμαρώνω, να ανεβαίνω συχνά πυκνά και να κάθομαι δίπλα στον βράχο σιωπηλά, λες και τα λέγαμε. Για χρόνια πολλά. Και σαν μεγάλωσα και πήρα δρόμους μακρινούς, πάντα σαν γύριζα, μέλημά μου σημαντικό  ήταν να τον ιδώ, να πάω απάνω, να καθίσω δίπλα εκεί στο βράχο, λες και τα λέγαμε σιωπηλά, να κάναμε ρεπόρτο.  Και ένιωθα ευχαρίστηση σαν να ’βλεπα έναν παλιό μου φίλο. Και ξάφνου το τελευταίο καλοκαίρι, φθάνω στο χωριό, και αφού τακτοποίησα τα πράγματα, παίρνω το δρόμο για τα παλιά μου μέρη, το γλυκό μου ακρογιάλι, να ανέβω όπως συνήθιζα στον κότσινα μου. Όσο πλησίαζα κάτι δεν μου ταίριαζε στη θέα.  Κάτι μου φάνηκε αλλαγμένο.  Γρήγορα ανέβηκα την ανηφόρα, φθάνοντας πάνω, ήταν όλα στραπατσαρισμένα  Τα βράχια άλλα σπασμένα και άλλα ξεριζωμένα και το πιο θλιβερό ο κότσινας μου δεν υπήρχε πια.  Η μπουλντόζα υπηρετώντας την πρόοδο του πολιτισμού τα ξερίζωσε όλα.  Πάει χάθηκε ο αιώνιος παρατηρητής.