Ιγνάτης Ψάνης
Με εκπληκτική εικονοπλαστική – μεταφορική σύλληψη και διατύπωση η υπέροχη ντοπιολαλιά ειρωνεύεται τον ανίκανο, αδέξιο, ακατάλληλο που τον τοποθέτησαν σε μια περίοπτη θέση (είναι καβάλα) και δεν μπορεί όχι μόνο να σταθεί αλλά και ούτε να οδηγήσει το ζωντανό. Δεν του έδωσαν ούτε τη βέργα! Ειρωνεία ή γελοιοποίηση; Πόσοι τέτοιοι δεν είναι στα χρόνια μας!!
Η ανάλυση και ο σχολιασμός της φράσης από τον αγαπητό Τάσο, με τη βαθιά γνώση της ντοπιολαλιάς αλλά και των συνηθειών και αντιλήψεων της κοινότητάς μας και αυτή τη φορά, με τον τρόπο του διδάσκει. Πράγματι, παραδίδει μάθημα γλωσσικής και κοινωνικής ανάλυσης.
Αμ ποιος σι καβαλίτσιψι
τσι βέργα δε σι δώτσι!
Τάσου Μακρή
Η παραπάνω φράση είναι δύο τυπωμένη με τρόπο καυστικής ειρωνείας, σχεδόν χλευασμού, για άτομο, που δεν του αναγνωρίζονται αρκετές ικανότητες, για να φέρει σε πέρας πράξεις που του ανατίθεται. Το άτομο αυτό δεν θεωρείται ικανό να καβαλικέψει μόνο του ένα ζώο και για τούτο χρησιμοποιείται διατύπωση”ποιος σι καβαλίτσιψι”. Επειδή δεν θεωρείται ικανό και να οδηγήσει ένα ζώο, συμπληρώνεται με άλλη, προσβλητική επίσης διατύπωση:”τσι βέργα δε σι δώτσι”. Βρισκόμαστε μπροστά σε ια εξευτελιστική σκηνή, που το περί ο λόγος άτομο θεωρείται τελείως αμέτοχου οποιασδήποτε πρωτοβουλίας. Πρόκειται δηλαδή για άτομο μηδενικής προσωπικότητας.
Η φράση, όπως είδαμε, είναι διατυπωμένη με ιδιαίτερη σκληρότητα και δικαίως θα απορούσε κανείς για το λόγο της χρήσης της. Και πράγματι έτσι είναι. Τη φράση τη χρησιμοποιούσαν μόνο για χαριεντισμό, για να πειράξουν το φίλο τους σε ένα συναπάντημα, δίχως να μένει έστω και σκιά παρεξήγησης. Έτσι εξηγείται η αντοχή της στο χρόνο και η χρήση της από τόσες γενιές, για να σβήσει στην εποχή μας με την αντικατάσταση των υποζυγίων από τα τροχοφόρα,
Για να θίξουν οι πρόγονοί μας ένα άτομο που καταπιάνεται με μια δουλειά και αποδείχνεται αναποτελεσματικό, χρησιμοποιούσαν μια άλλη φράση, λιγότερο τσουχτερή, διατυπωμένη με παιχνιδιάρικη διάθεση:”Ανισκουμπώθ ‘τσις τσ’ ‘εκλασις, χιλιόχρουνους να γίνεις”. Οι λέξεις είναι γνωστές και η φράση ευκολονόητη. Σηκώνει τα μανίκια του κανείς, για να καταπιαστεί με δύσκολο έργο. Το ζόρισμα φέρνει ηχηρούς και δύσοσμους εξαερισμούς του εντέρου, τους οποίους όχι μόνο δεν παρεξηγούσαν αλλά μία απλόχερη συγκατάβαση χαρίζανε ευχές και πολυχρονισμούς.
Η ενασχόλησή μας με τη μητρική μας γλώσσα προέρχεται από την περιέργεια μας να γνωρίσουμε την πραγματική κουλτούρα των προγόνων μας, τον ψυχισμό τους, τον τρόπο που ερμήνευαν και αντιμετώπιζαν τα φαινόμενα της ζωής. Αυτά όλα, πιστεύουμε, είναι αποθηκευμένα και αρχειοθετημένα στη γλώσσα τους. Τα έχει αποθησαυρίσει στις λέξεις, στις παροιμίες, στις παροιμιώδεις φράσεις. Σ΄αυτούς τους γλωσσικούς χώρους θα ψάξουμε, αφού δεν μας άφησαν γραπτό λόγο.
Στη φράση, με την οποίαν παιδευόμαστε, βρίσκουμε μια παιγνιώδη διάθεση σε ανθρώπους, που τους αρέσει να αλληλοπειράζονται, να αστειεύονται, να μην παρεξηγούνται. Εκτός από τις με παιχνιώδη τρόπο διατυπωμένες πειραχτικές φράσεις, για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιούσαν λέξεις- χαρακτηρισμούς, οι οποίοι σε εμάς τώρα φαίνονται προσβλητικοί, για εκείνους όμως ήταν ενταγμένοι στην επικοινωνιακή γλώσσα της συντροφικότητας.
Αδιαφόρητους =Αναποτελεσματικός
ξ’λουμένους = ξεκάρφωτος, ανερμάτιστος
ζαλίκουρας = ο ευρισκόμενος σε μόνιμη ζάλη
αφράσιαστους = ο δύσκολα εκφραζόμενος και κατ’ επέκταση ο αδέξιος
αλ’ πανάβατους = άχαρος, ο άνοστος , όπως το α (προτακτικό)+λείπω+ανάβατο (άζυμο) ψωμί.
Όπως βλέπουμε οι άνθρωποι είχαν την εξυπνάδα να αντιμετωπίζουν την ζωή από την αστεία πλευρά της και διέθεταν την ικανότητα να διακρίνουν τα όρια της χαιρεκακίας από αυτά τις άδολης περιπαικτικής διάθεσης, αν κρίνουμε από τη μαεστρία της δόμησης των φράσεων, την αριστουργηματική σύνθεση των κοσμητικών επιθέτων και της νοηματικής ευστοχίας τους (πλώμια) αποκαλυπτόμαστε στον κοινωνικό τους επίπεδο και στην γλωσσοπλαστική τους δεινότητα.