Από την ιστορία του Πολιχνίτου τη δεκαετία του 1940 – Ποτέ πια διχόνοια και μίσος

Στρατής Πάντας

O Stanley Milgram, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, έγινε γνωστός για ένα πείραμα που έμεινε στην ιστορία της ψυχολογίας ως «πείραμα Milgram». Το πείραμα αυτό έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 1961. Εκείνη την εποχή είχε ξεκινήσει η δίκη της Νυρεμβέργης, η μεγάλη δίκη για τα εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δικαιοσύνη και ολόκληρη η κοινωνία είχαν στρέψει την προσοχή τους στις θηριωδίες, στους βασανισμούς και τις δολοφονίες που διεπράχθησαν από τους Ναζί. Εκατομμύρια άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Χίτλερ. Οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από απαντήσεις, είχαν ανάγκη από δικαιοσύνη. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της ιστορίας, τα πειράματα του Milgram μελέτησαν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ερεύνησαν τα αίτια που ένας άνθρωπος προβαίνει σε αποτρόπαιες πράξεις, χωρίς να έχει προσωπικό κίνητρο. Ακόμα, ερεύνησαν το αν ήταν δυνατόν χιλιάδες άνθρωποι να γίνονται συνεργοί σε θηριωδίες, όπως στην περίπτωση των Ναζί, με κίνητρο την τυφλή υπακοή. Το «πείραμα υπακοής», όπως επίσης ονομάστηκε, έδειξε πως συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν τρομακτικές πράξεις, απλά υπακούοντας τυφλά σε διαταγές των ανωτέρων τους, υπακούοντας τυφλά στην εξουσία. Η τυφλή αυτή υπακοή εμφανίζεται να είναι ανώτερη και αυτής της ανθρώπινης συνείδησης.
Το ψυχολογικό αυτό φαινόμενο έδρασε και στην τοπική κοινωνία μας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που επακολούθησε, της «έκρυθμης κατάστασης» και του εμφυλίου πολέμου. Άνθρωποι ικανοί στο να οργανώνουν, να εμπνέουν και να κατευθύνουν τους συνανθρώπους τους έπαιξαν τον ρόλο του ειδήμονα, του ηγέτη, του καθοδηγητή και απλοί άνθρωποι, άθελά τους στρατευμένοι, φανατίστηκαν απ’ τους πρώτους και πίστεψαν ότι έχουν τη δύναμη να ανατρέψουν τα πάντα, να επιβάλουν τη λαϊκή θέληση και να εξασφαλίσουν μια ιδανική ζωή.
Χωρίστηκαν, λοιπόν, οι Πολιχνιάτες, όπως και όλοι οι λοιποί Έλληνες, σε  δύο μεγάλες παρατάξεις ανθρώπων.

Απ’ τη μία ήταν οι «Δεξιοί», οι άνθρωποι που βρέθηκαν κάτω απ’ την ομπρέλα της τότε νόμιμης εξουσίας, οι οποίοι είχαν και την κάλυψη των συμμάχων Άγγλων και ήταν φυσικό και λογικό το ότι θα παρουσίαζαν αντίσταση στο να ανατραπεί η κατάσταση και να πάρει το «δοιάκι» κάποιος άλλος στο χέρι του. Αυτούς, οι αντίπαλοί τους, τους βάφτισαν «Αντίδραση», ενώ οι ίδιοι αυτο- προσδιορίστηκαν ως «Εθνικόφρονες».

Απ’ την άλλη μεριά ήταν οι «Αριστεροί». Ενταγμένοι στο ΕΑΜ και αυτοί, όπως σχεδόν όλοι οι Έλληνες που εντάχθηκαν για να συμβάλουν στην απελευθέρωση της πατρίδας μας, ασπάστηκαν τις αρχές του κομμουνισμού και συνταύτισαν με τον κομμουνισμό το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Έφθασαν, δηλαδή, στο σημείο να γίνει απ’ αυτούς πιστευτό ότι πας ΕΑΜίτης=Κομμουνιστής. Απλοί άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, αλλά και γραμματιζούμενοι και επιστήμονες, πίστεψαν πως είχε έλθει η ώρα της λαϊκής κυριαρχίας. Δυναμικά οργανώθηκαν και για ένα χρονικό διάστημα, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών απ’ τη χώρα μας, ανέλαβαν την εξουσία. Διόρισαν Κοινοτικό Συμβούλιο στον Πολιχνίτο. Διόρισαν λαϊκούς δικαστές και αστυνομία. Ο ρυθμός της ζωής των ανθρώπων μπήκε σε μια πρωτόγνωρη ρότα. Γίνονται πολιτιστικές δράσεις. Οργανώνεται η νεολαία (ΕΠΟΝ). Οργανώνονται ο ΕΛΑΣ και το ΕΛΑΝ. Η πολιτοφυλακή επιβάλλει την τάξη και η πλειοψηφία των κατοίκων ζει για ένα διάστημα το όνειρό της στην πραγματικότητα.

Δεν έχουμε σκοπό να «κομίσουμε γλαύκας εις Αθήνας». Η ιστορία της Ελλάδας, για την χρονική περίοδο στην οποία αναφέρομαι, έχει γραφεί αδιάψευστα από ειδικούς ιστορικούς και ο γράφων δεν είναι σε θέση να προσθέσει, αλλά ούτε έχει την πρόθεση να αφαιρέσει, κάποια σελίδα της. Το τι συνέβη στα στενά όρια του Πολιχνίτου επιθυμώ να καταγράψω, όπως τα έζησα και τα είδαν τα παιδικά μου μάτια και βάσει στοιχείων που άντλησα απ’ τις εφημερίδες της Μυτιλήνης αυτής της περιόδου. Βέβαια, διαπίστωσα ότι, όπως γίνεται πάντα, ο Τύπος περιγράφει και καταχωρίζει ειδήσεις, γεγονότα, αλλά και κρίσεις και σχόλια, ανάλογα με τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκει.

Ήταν 4 Σεπτεμβρίου 1944. Οι Γερμανοί του φυλακίου Σκάλας Πολιχνίτου δεν μπορούσαν να κρύψουν την ανησυχία τους, γιατί ήξεραν πια ότι ήταν ηττημένοι. Η ημέρα αυτή ήταν μια συνηθισμένη για τους κατοίκους της Σκάλας. Μάλιστα, η μητέρα μου με τη γυναίκα του τελώνη και δυο-τρεις ακόμα νοικοκυρές, είχαν ετοιμάσει τα απαραίτητα, είχαμε συγκεντρωθεί όλοι στο Τελωνείο και περιμέναμε να έλθει απ’ τ’ «Αμπέλια» ο παπα-Βασίλης Συκάς, για να μας μεταφέρει μια γκαζολίνα στην απέναντι ακτή, στην Αποθήκα, για να λειτουργήσουμε το παραθαλάσσιο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. (Εδώ να διευκρινίσουμε ότι ο Τελώνης ήταν τότε η μοναδική δημόσια αρχή στη Σκάλα Πολιχνίτου και ότι αυτός εκτελούσε, παράλληλα με τη δουλειά του, και χρέη λιμενικού υπαλλήλου-Λιμενάρχη). Ο πατέρας μου είδε κάποιους Πολιχνιάτες που ήταν στελέχη του ΕΑΜ και δεν ήταν συνηθισμένο να βολτατζάρουν πρωινές ώρες μέσα στη Σκάλα. Ήλθε, λοιπόν, και άκουσα να λέγει στις γυναίκες, πως δεν νόμιζε ότι ήταν η κατάλληλη ημέρα να απομακρυνθούμε απ’ τη Σκάλα. Κάτι μπορεί να συμβεί σήμερα και κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσουν οι Γερμανοί, που μάλλον είναι «υπ’ ατμόν», όπως παγκόσμια ακούγεται.
Απέναντι απ’ το Τελωνείο, σε απόσταση 10-20 μέτρα, ήταν η αποθήκη του Κ. Κλαδογένη, που την είχε νοικιασμένη ο Δημ. Δαγκλής και εκεί είχε το γραφείο του. Αυτός ήταν συγκεντρωτής λαδιού της γερμανικής εταιρείας «Έλαιον» στην περιοχή Πολιχνίτου και εκείνο το πρωινό ξεκαθάριζε δοσοληψίες και λογαριασμούς με τον Χαρίλαο Κωστομοίρη –πράκτορα της εταιρείας «Έλαιον» στη Βρίσα. Ο Δημ. Δαγκλής, προτού γίνει συνεργάτης των Γερμανών, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, είχε αναπτύξει επιχειρηματικότητα στον Πολιχνίτο. Ήταν ήδη ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου, το οποίο ήταν απ’ τα λίγα που διέθετε τότε ελαιοδιαχωριστήρα. Ενεργούσε εμπόριο ελαιολάδου και ελαιοσάπωνος και όπως ήταν φυσικό, ως πράκτορας της γερμανικής εταιρείας «Έλαιον» στην περιοχή Πολιχνίτου, εθεωρήθη συνεργάτης των κατακτητών και καταπιεστής του υπόδουλου πολιχνιάτικου λαού. Ανεξάρτητα αν κάποιοι είχαν και έχουν αντίθετη άποψη, λέγοντας ότι σ’ όποιον και αν ανέθεταν οι Γερμανοί τον ρόλο που ανέλαβε ο Δαγκλής θα τον ανελάμβανε από φόβο και ότι όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατό, χωρίς να διακινδυνεύσει το δικό του κεφάλι, βοηθούσε τους Πολιχνιάτες ελαιοπαραγωγούς, «κάνοντας τα στραβά μάτια», όταν υπήρχε δυνατότητα.
Για μια στιγμή, κάποιες αγριοφωνάρες ακούστηκαν και τρέξαμε όλοι στα δωμάτια του Τελωνείου, που τα παράθυρά του έβλεπαν προς τον δρόμο, για να δούμε «με πάσαν επιφύλαξι» τι συμβαίνει. Αυτός που φώναζε, όπως έμαθα όταν πια μεγάλωσα, ήταν ο Γεώργιος Δ. Μπαρούτης, που κρατούσε ένα πιστόλι και την πόρτα εισόδου, για να μην μπει κανείς μέσα στο γραφείο του Δαγκλή για βοήθεια. Ενώ, ταυτοχρόνως, ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό «γκράνγκ» απ’ τα τζάμια του γραφείου που έσπασαν. Ήδη τον είχε καρφώσει τον Δ. Δαγκλή με μια κάμα πισώπλατα και συνέχισε να τον χτυπά μαχαιριές ο Χαρίλαος Π. Κατάκος. Μέχρι και σήμερα δεν έχει φύγει απ’ τα αφτιά μου ο απαίσιος κρότος του σπασίματος των τζαμιών. Φαίνεται ότι πάλεψαν θύμα και θύτης, αλλά ήταν εύστοχα τα μαχαιρώματα και επήλθε ο θάνατος. Πράγματι, ο πατέρας μου είχε δίκιο για ό,τι προέβλεψε. Σε μικρή απόσταση στον δρόμο υπήρχαν και άλλοι ΕΑΜίτες, ασφαλώς για λόγους ασφάλειας, με προεξάρχοντα τον Ευστράτιο Ηλία ή Πεσκέ. Οι Γερμανοί ευτυχώς τήρησαν ουδέτερη στάση και δεν είχαμε τα χειρότερα. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τη 10/9/1944, σε λίγες ημέρες δηλαδή, εγκατέλειψαν το νησί με μεγάλες προφυλάξεις.
Έχει γραφτεί ότι είχε συναφθεί μυστική συμφωνία μεταξύ Βρετανών και Γερμανών, λίγο πριν από την αποχώρηση των τελευταίων απ’ την Ελλάδα, που επέτρεψε στους Γερμανούς να αποσύρουν μεγάλο μέρος των στρατευμάτων τους, σχεδόν χωρίς παρενόχληση των Βρετανών. Οι Βρετανοί απέβλεπαν σε «ομαλή» μετάβαση που θα απέτρεπε την πλήρη κυριαρχία του ΕΛΑΣ. Και η διαφυγή όσο το δυνατόν περισσότερων Γερμανών απ’ την Ελλάδα θα επιβράδυνε την παραπέρα προέλαση των Ρώσων προς Βορρά (τα καλά και συμφέρονταν των Άγγλων).
Βουβαμάρα επικράτησε στη Σκάλα και όλοι περίμεναν τις εξελίξεις του γεγονότος. Ελέχθη τότε ότι γραμμή του ΕΑΜ, για να μπορέσει να επιβληθεί στον ελλαδικό χώρο, ήταν να ενεργήσει κάποιες εκτελέσεις, σε διάφορα σημεία της επικράτειας, ανθρώπων που ενώ ο λαός πεινούσε και πέθαινε απ’ την πείνα, αυτοί -συνεργαζόμενοι με τους Γερμανούς- θησαύριζαν. Η ανάκριση για τον φόνο, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, ξεκίνησε στις 31/5/1945. Κατηγορήθηκαν και ερευνήθηκε η συμμετοχή 17 ηγετικών στελεχών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Πολιχνίτου. Με το αριθ. 341/29-5-1946 βούλευμα παραπέμφθηκαν στο Εφε- τείο Κακουργημάτων, ως φυσικοί αυτουργοί, 3 στελέχη του ΕΛΑΣ Πολιχνίτου. Απαλλάχθηκαν κάθε κατηγορίας για την ηθική αυτουργία, λόγω παραγραφής 14 ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ Πολιχνίτου (μεταξύ αυτών ήταν τρεις καθοδηγητές και ένας ιερέας). Από αυτούς, οι εννέα είχαν προφυλακισθεί αναίτια για πάνω από ένα εξάμηνο. Στις 11/6/1947, το Κακουργιοδικείο Μυτιλήνης καταδίκασε σε θάνατο τον Γ. Δ. Μπαρούτη, σε ισόβια τον Ε. Ηλία ή Πεσκέ και για τον τρίτο, τον Χαρίλαο Π. Κατάκο, «διέγραψε κάθε κατηγορία, λόγω του ότι εν τω μεταξύ θανατώθηκε ως αντάρτης». Η ποινή του πρώτου κατάδικου με- τατράπηκε σε ισόβια και ύστερα από κάποια χρόνια αφέθηκαν και οι δύο ελεύθεροι. Φρονούμε ότι στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να τονίσουμε ότι ο Γ. Μπαρούτης ήταν τότε μόλις 23 ετών και ότι στο σκεπτικό του αριθ. 213/1946 βουλεύματος αναγράφεται «Επειδή ναι μεν εκ της δικογραφίας στοιχείων προκύπτει ότι ο φονευθείς εν Πολιχνίτω την 4/9/44 Δημήτριος Δαγκλής επέδειξε κατά την κατοχήν ανθελληνικήν και πιεστικήν διά τους Έλληνας συμπεριφοράν, εργαζόμενος εις την Γερμανοελληνικήν εταιρείαν συγκεντρώσεως ελαίου (ΕΛΑΙΟΝ) αποκομίζον αθέμιτα και υπερβολικά κέρδη εκ της τοιαύτης υπη- ρεσίας του. Δεν αποδεικνύεται όμως εκ των αυτών στοιχείων ότι συνηργάσθη προδοτικώς μετά του εχθρού κατά τις διατάξεις της Στρατιωτικής Ποινικής ΔΙκονομίας, ούτε ότι ήτο μέλος ενόπλων σωμάτων εις την υπηρεσίαν του εχθρού ευρισκόμενων και χαρακτηρισθέντων ως τοιούτων διά δηλώσεως των νόμιμων Ελληνικών Κυβερνήσεων του Εξωτερικού. Ωσαύτως ουδαμώς προκύπτει ότι ο φόνος του Δαγκλή πραχθείς την 4/9/1944 εγένετο κατ’ εντολήν των συμμαχικών στρατιωτικών αρχών ή κατ’ εντολήν της νομίμου εν τω εξωτερικώ κυβερνήσεως».

Όμως η ιστορία αίματος συνεχίζεται με πρωταγωνιστές Πολιχνιάτες, ανθρώπους τη διπλανής πόρτας. Την 29-8-1946, μια ομάδα Αγιασωτών ανταρτών, με επικεφαλής τον Πολιχνιάτη Χαρίλαο Π. Κατάκο (εκτελεστή του Δ. Δαγκλή), μεταβαίνουν στο χωριό Κάτω Τρίτος. Αποστολή τους, ύστερα από απόφαση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. Λέσβου, ήταν να αναπτερώσουν το ηθικό των ομοϊδεατών, να εκφοβίσουν τους φανατικούς αντιπάλους τους, με τιμωρία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, τη διανομή προκηρύξεων, τη συγκέντρωση τροφίμων και φαρμάκων και τη συλλογή πληροφοριών. Ο Πολιχνιάτης Χαρίλαος Κατάκος αντελήφθη πρώτος ότι σ’ ένα πεζούλι καθόταν ένας «Εθνικόφρωνας» έχοντας στα πόδια του ένα αγγλικό τόμιγκαν. Τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Κάνει, όμως, το λάθος να πάει κοντά στο θύμα, για να του πάρει το όπλο. Τότε, ο αδερφός του θύματος πυροβολεί τον Κατάκο και τον σκοτώνει. Έτσι, ο Χαρίλαος Π. Κατάκος είναι ο πρώτος νεκρός μαχητής του ανταρτοπόλεμου της Λέσβου.

Την Πρωτοχρονιά του 1947, το αγιασώτικο αντάρτικο τμήμα, με επικεφαλής τον Δ. Πιταούλη, διαλύει σε ενέδρα, στη θέση «Κόκκινη Ράχη» Αγιάσου, δύναμη Χωροφυλάκων και ΜΑΥδων, που είχαν βγει σε καταδίωξη, σκοτώνοντας πέντε απ’ αυτούς και παίρνοντας αρκετά λάφυρα. Την επομένη ξεσπούν αντίποινα των κυβερνητικών στην Αγιάσο και τον Πολιχνίτο. Καταστρέφουν μαγαζιά ΕΑΜιτών. Γίνονται άγριοι ξυλοδαρμοί και απαγορεύεται η έξοδος των αριστερών απ’ τα σπίτια τους. Το βράδυ της 3/1/1947 πάνοπλοι δεξιοί Χίτες πολιόρκησαν το σπίτι στο οποίο διέμενε η οικογένεια του Παναγ. Γ. Κρικλάνη, στελέχους του ΕΑΜ και Προέδρου της Κοινότητας Πολιχνίτου, με σκοπό να τον πιάσουν. Επειδή δεν άνοιξε να παραδοθεί, άρχισαν να πυροβολούν κατά του σπιτιού. Αποτέλεσμα τραγικό ήταν να σκοτωθεί η 42χρονη σύζυγος του Κρικλάνη, Κατερίνα και να τραυματισθεί θανάσιμα η 19χρονη κόρη του, η όμορφη Ζαχαρούλα.

Την επαύριο, 4/1/47, η Ζαχαρούλα εγχειρίσθηκε στο Νοσοκομείο Μυτιλήνης, αλλά πέθανε τελικά την 5/1/1947. Στη συνέχεια, οι «παλληκαράδες» έβαλαν φωτιά να κάψουν το σπίτι. Για τον θάνατό τους ποινική αλλά και ηθική ευθύνη έχει όλος ο χώρος των «Εθνικοφρόνων» του Πολιχνίτου. Η εφημερίδα «Ελεύθερη Λέσβος», όμως, επί σειράν ημερών στοχοποιεί και κατανομάζει τον Γ. Κ. Ακόμα η «Ε.Λ.» ,τη 18-1-1947, δημοσιεύει την παρακάτω ανοιχτή επιστολή «Προς τους κ.κ. Γενικόν Διοικητήν, Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, Διοικητή 61ης Ταξιαρχίας, Διοικητή Χωρ/κης Λέσβου, Άγγλον Οργανωτήν Χωρ/κης και κάθε αρμόδιον. Ενταύθα. Αξιότιμοι κύριοι. Δεν αγνοείτε ότι τη νύχτα της 3 Ιανουαρίου φανατισμένοι κανίβαλοι και πληρωμένοι μπράβοι της Χ. Πολιχνίτου σκότωσαν σαν σκυλιά μπροστά στα μάτια μου τη σύζυγο και την θυγατέρα μου και βάλαν φωτιά στο σπίτι μου. Πέρασαν όμως πάνω από 15 ημέρες από τότε και οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι και μαζεύουν… δηλώσεις των τρομοκρατημένων πολιτών. Απευθύνομαι σε σας που εκπροσωπείτε τον Νόμον και την τάξη και Σας ερωτώ. Υπάρχουν νόμοι στο τόπο αυτό που τιμωρούν τους εγκληματίες; Αν ναι, γιατί δεν πιάνετε τους δολοφόνους; Αν όχι, τότε τι παριστάνετε Σεις; Μετά τιμής Παναγιώτης Γ. Κρικλάνης».
Η τρομοκρατία και οι απόπειρες δολοφονίας συνεχίζονται.

Το σπίτι όπου έμενε η οικογένεια Κρικλάνη όπως είναι σήμερα.

Ένας αρχιχίτης έριξε μια χειροβομβίδα στη συνοικία «Χορός», όπου οι ΕΑΜίτες είχαν πάει να γιορτάσουν την 28η Οκτωβρίου, και τραυμάτισε πέντε άτομα. (Δράστης ήταν ο Δ. Κ., ο οποίος ύστερα από κάθε κατόρθωμά του φοβέριζε ότι θα βγάλει απ’ την ντουλάπα του το ματωμένο πουκάμισο του ανεψιού του. Ήταν αδερφός της μητέρας του δολοφονημένου Δ. Δαγκλή αυτός). Η εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ», την 27/4/1946, γράφει: «Εις τον Πολιχνίτον προχθές συνέβησαν αρκετοί τραυματισμοί. Ένας δε σοβαρότατα τραυματισθείς διά μαχαίρας και μεταφερθείς εις το Βοστάνειο είναι ζήτημα αν θα επιζήσει. (Δράστης του μα- χαιρώματος είναι ο Δ. Σ.). Τας σκηνάς εδημιούργησαν οι κομμουνιστές, διότι ως λέγεται ηθέλησαν να ματαιώσουν τον εορτασμό της Βασιλικής επετείου. Είναι δικαίωμά των να παραμένουν φανατικά προσηλωμένοι εις την Λαοκρατίαν των, αλλά δεν είναι δικαίωμά των να εμποδίζουν την εκδήλωσην των πολιτειακών πεποιθήσεων των άλλων και όταν δεν εισακούονται να μαχαιρώνουν. Αρκετό αίμα επότισε τον βωμό της Λαοκρατίας των και δεν πρέπει να παραπονούνται αν κάπου-κάπου θα ευρίσκονται και μεταξύ των αντιπάλων μερικοί που θα τους πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα… Διότι εάν το κακό συνεχισθεί αι συγκρούσεις θα προσλάβουν ομαδικόν χαρακτήραν, δηλαδή θα μας φέρουν την κατάραν του εμφυλίου σπαραγμού».

 Στο σημείο αυτό, κρίνουμε σκόπιμο να τονίσουμε, γιατί μας διέφυγε να το καταγράψουμε εγκαίρως, ότι και κατά την περίοδο της ΕΑΜοκρατίας ανεδείχθησαν κάποια εξτρεμιστικά στοιχεία, που προκαλούσαν και έδερναν απλούς πολίτες, με σύνθημα το «Θα δλέψ’ του μπαλταδέλ’», όπως ήταν οι Ν. Σπ., ο Γ. Μ., ο Δ. Κ. ή Π. και αρκετοί άλλοι.
Ξύλο έπεφτε, όμως, με αφθονία και από τους Εθνικόφρονες. Ιδίως κάποιοι αγροφύλακες μπεκρούλιαζαν και προκαλούσαν και έδερναν αδύναμους αντιφρονούντες πολίτες.

Και θα συνεχίσουμε με τον φόρο αίματος που πλήρωσε η οικογένεια Αντωνιάδη στον Πολιχνίτο: Κατά τη μεταγωγή στη Μυτιλήνη του δάσκαλου Γεωργίου Ι. Αντωνιάδη, το λεωφορείο που τον μετέφερε στην πόλη, συνοδεία Χωροφυλακής (κατ’ άλλους για να τον πάνε για εκτόπιση ή για να τον αναγκάσουν να δώσει πληροφορίες για τον αδερφό του Παναγιώτη, που ήταν ακόμα αντάρτης στο βουνό), έκανε μια στάση κάπου στα Κεραμιά. Ο Αντωνιάδης βγήκε από το λεωφορείο (είπαν για σωματική του ανάγκη), ένας όμως απ’ τους συνοδούς χωροφύλακες είπε ότι αποπειράθηκε να δραπετεύσει, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ενώ, στις αρχές του 1950, στη θέση «Άγιος Θεράποντας» της Αγίας Παρασκευής, σκοτώθηκε απ’ τ’ αποσπάσματα ο Ανθυπολοχαγός του Αντάρτικου Παναγιώτης Ι. Αντωνιάδης. Ένας νέος άνθρωπος. Ιδεολόγος που, ενώ απ’ τον Αύγουστο 1949 είχε σταματήσει στην κυρίως Ελλάδα ο ανταρτοπόλεμος, ύστερα απ’ τις τελευταίες μάχες στον Γράμμο και το Βίτσι, αυτός δεν παραδόθηκε, δεν κατέβηκε απ’ το βουνό, συνέχισε να πολεμά περιμένοντας τον σίγουρο θάνατο, πιστός στα όσα πίστευε.
Επειδή είναι πιθανό να υποστεί κριτική και σχολιασμό η παρούσα συνοπτική καταγραφή της τοπικής ιστορίας του Πολιχνίτου, σπεύδω να δηλώσω τη θέση μου και την πεποίθησή μου με δυο λόγια παρμένα απ’ την τραγωδία του Σοφοκλέους «Αντιγόνη». «Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν». «Δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ» και ότι η χειραψία που κάποια στιγμή της ελληνικής ιστορίας έδωσαν ο Στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος με τον Μάρκο Βαφειάδη, γέμισε την ψυχή μου αγαλλίαση.

Συλλογίζομαι όμως και λέγω, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί όλα τα δεινά που επέφερε στον τόπο μας ο Εμφύλιος; Κάπου διάβασα ότι ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Γρηγόρης Φαράκος, δύο σοβαρές αριστερές προσωπικότητες, έχουν δηλώσει ότι «δεν έπρεπε να προτιμηθεί η σύγκρουση και ότι η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. έπρεπε να επιμείνει χωρίς καμία ταλάντευση στην πάση θυσία εξασφάλιση της προσφυγής στις κάλπες για την ανάδειξη του πρώτου μεταπολεμικού κοινοβουλίου και στη διεξαγωγή αδιάβλητου δημοψηφίσματος για την οριστική κατάργηση της μοναρχίας».

Από εκεί και πέρα, ίσως θα πρέπει να δούμε το «τις ήρξατο χειρών αδίκων». Ως επίλογο θα παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του αείμνηστου δημοσιογράφου Γιώργη Μασσαβέτα «Γυναικείες ιστορίες». Λέγει, λοιπόν, η μάνα του Μασσαβέτα για ένα πηγάδι που υπήρχε στο κτήμα του Τόλη Βοσκόπουλου: «Τη μια μέρα λοιπόν ερχόταν οι Χίτες και οι γερμανοτσολιάδες, που τους έκαμε εξουσία ο Παπατζής και το γέμιζαν τούτο το πηγάδι με κορμάκια από τους δικούς μας. Αλλά από την άλλη ερχόταν οι δικοί μας, το άδειαζαν από τα δικά μας κορμιά και το γέμιζαν απ’ τα κορμάκια των άλλων. Το τι έχουν δει τα μάτια μου, δεν το χωράει ο νους σου. Θυμάμαι μια παπαδοπούλα που πριν την εκτελέσουν της έκοψαν τα βυζιά και δεν φαντάζομαι να πιστεύεις ότι όλοι αυτοί που πέρασαν από τούτο το πηγάδι, ριγμένοι πότε από τους άλλους και πότε από τους δικούς μας, ήταν καλά και σώνει ένοχοι. Έφτανε μόνο για τους Χίτες που ήταν αριστεροί. Κι ας μην είχαν κάνει τίποτε. Και για τους δικούς μας έφτανε μόνο που ήταν δεξιοί. Κι ας ήταν αθώοι. Οι πραγματικοί ένοχοι συνήθως τη γλιτώνουν γιατί πάντα είναι “στα μέσα και στα έξω” και πάντα έχουν τις άκρες τους και τον τρόπο τους. Οι αθώοι την πληρώνουνε πάντα. Εκεί που ανακατεύεσαι θέλω να μην ξεχνάς τούτο το πηγάδι. Να σκέφτεσαι πως αν αυτά γινόταν σήμερα θα μπορούσαν κάποιοι δικοί μας να είχαν ρίξει εδώ μέσα τον γείτονά μας τον κυρ Στάθη και τη γυναίκα του την Ουρανία, που τόσο μας αγαπάνε, που μας δίνουν από το σπίτι τους και ρεύμα για να μπορείς να διαβάζεις. Μόνο και μόνο γιατί, επειδή έτσι το βρήκαν απ’ τους γονείς τους εκεί στο Λεβίδι, απ’ όθε ήρθαν, είναι δεξιοί. Θα το δεχόταν η ψυχή σου; -Τι λες ρε μάνα; Θα βάλουμε στην ίδια ζυγαριά τα εγκλήματα που έκαναν οι Χίτες, με όποια λάθη έκαναν οι δικοί μας; -Όταν φωλιάζει το σαράκι του μίσους στην ψυχή των ανθρώπων δεν έχει ζυγαριά για να βρει το δίκιο ή το άδικο, το ξεπιτούτου ή το λάθος. Και δεν υπάρχει αγριότερη φαγωμάρα από εκείνη που γίνεται ανάμεσα στ’ αδέρφια. Δεν ξέρω τι μου λες για λάθη. Δηλαδή, μιας και ανάφερα τον κυρ Στάθη, αν τον καθάριζαν και σου λέγανε ότι ήταν λάθος, θα ήσουνα εντάξει;»

Πηγές-Εφημερίδες

1) Εμπρός, 10/10/2002 (Στρ. Δελόγκος).
2) Δημοκράτης, 14/12/2012 & 6/4/2016.
3) Νέο Εμπρός, Σειρά φύλων.
402 4) Ριζοσπάστης, 8/11/1996.

5) Ακρόπολις, 5/9/1982.
6) Αμαρυσία, 2/3/2024.
7) Εφημερίδες Μυτιλήνης της δεκαετίας του 1940.

Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον κ. Γιώργο Γαλέτσα για το αρχειακό υλικό που έθεσε στη διάθεσή μου.

 

ΣΗΜ: Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Λεσβιακό Ημερολόγιο 2025. Γράμματα-Τέχνες-Πολιτισμός» του Παναγιώτη Σκορδά, τον οποίο και ευχαριστούμε για την άδεια της αναδημοσίευσης.